Parallax View

Γιώργος Ζήκας: Μια ζωή στην άκρη

Άνθρωπος υψηλής αισθητικής αντίληψης και ακατάβλητης δημιουργικότητας

Βάνα Χαραλαμπίδου
γιώργος-ζήκας-μια-ζωή-στην-άκρη-1291644
Βάνα Χαραλαμπίδου

Μία προσωπικότητα πολυσχιδής, που από πολύ νωρίς αποφάσισε πως «δεν είναι λάθος τη ζωή να ζεις με πάθος».

Άνθρωπος του κόσμου, ουσιαστικά φιλοσοφημένος, απέραντα αισθαντικός, αφοπλιστικά αυθόρμητος και εξομολογητικός, φύσει αισιόδοξος και ανήσυχος, ανατολίτης και δυτικότροπος, λιτός και απέριττος, ανοιχτός και ευαίσθητος, ζωντανός και αβέρτος, παραδοσιακός και αντισυμβατικός, στοχαστικός και ανατρεπτικός, αδιαφιλονίκητα επινοητικός, ισόβια ανένταχτος, φίλος ακριβός, φυσιογνωμία ευγενική, πνεύμα πολυσύνθετο και ανεξάρτητο, με αλάνθαστο ένστικτο και αδέσμευτη εσωτερική ελευθερία, να αδυνατεί να τιθασεύσει το ασίγαστο μεράκι του και την πηγαία και αβίαστη έμπνευση, που τον οδηγούν σε ποικίλες μορφές έκφρασης.

Ο συνθέτης, τραγουδοποιός, στιχουργός, Γιώργος Ζήκας.

Ζήκας

Σαν την Περσεφόνη, όπως συχνά έλεγε ο ίδιος, ζούσε έξι μήνες πάνω – «αποκλεισμένος στη Σαλονίκη» – και έξι μήνες κάτω, νότια, εν πλω με «πρόσω ολοταχώς», πάντα στο κατάστρωμα «με μπουνάτσες και μποφόρια» στους αφρούς του Αιγαίου -«το ’χει πια αποφασίσει μεσ’ τη θάλασσα να ζήσει»-, ισόβιος του κόσμου δραπέτης σε μια ατέρμονη φυγή.

Άνθρωπος υψηλής αισθητικής αντίληψης και ακατάβλητης δημιουργικότητας, πότε να βυθίζεται στα στιχάκια και τις νότες, σκαρώνοντας με μαστοριά και τέχνη τα τραγούδια του και άλλοτε σμιλεύοντας με υπομονή και μεράκι τον μπρούντζο, τον αλπακά και το ασήμι, σχεδιάζοντας και δημιουργώντας κοσμήματα στο δικό του εργαστήρι. Χωρίς αυταπάτες -«σαν ακροβάτης στο σκοινί, σαν σβούρα περιστροφική»-, οχυρωμένος πίσω από τα τραγούδια του, μπορούσε να επιβιώνει «είτε έχει, είτε δεν έχει…».

Στο ασφαλές καταφύγιο της μοναξιάς -«στη μοναξιά δεν πάς με άλλονε μαζί, καθένας μόνος του στο ίδιο μονοπάτι»-, με το μπουζούκι του, που «έχει και αυτό ψυχή» ή τον τζουρά στο χέρι, να μετρά τα «άγια πάθη» και τα λάθη του- «λάθος κι αυτά που θα σου πω, λάθος και ό, τι κάνω…»-, να ζωγραφίζει με τις νότες και να δοξάζει με πενιές και μινοράκια τις μοναχικές του στιγμές. Να απολαμβάνει το ίδιο τη συντροφιά με τους τρεις γιους του στην οικογένεια ή με τις παρέες των φίλων στις μουσικές ολονυχτίες.

Ζήκας

Μ’ ένα βιογραφικό που επισημαίνει τα βραχύβια και περιστασιακά ενθουσιώδη περάσματά του από τον αθλητισμό, τη μόδα, το κόσμημα, το εμπόριο, τα μπαράκια, το ραδιόφωνο, ώσπου να τον κερδίσει τελικά η μουσική δημιουργία, να της αφοσιωθεί και μαζί της να αναδυθεί στο μουσικό στερέωμα και να τραγουδήσει «με τα φεγγάρια χάνομαι, με τα σκοτάδια βγαίνω…».

Είχε το χάρισμα να είναι λαϊκός και ταυτοχρόνως ροκ -«από βαρύ ζεϊμπέκικο μέχρι σκληρό ροκάκι…»-, με αναμφισβήτητη λαϊκή φλέβα, αλλά και μία ροκ πλευρά, που δεν έπαψε να αναδύεται σε κάθε του δουλειά.

Προικισμένος δημιουργός ενός προσωπικού μουσικού σύμπαντος, καλλιτέχνης σε κάθε έκφραση της ζωής, με ένα πηγαίο ταλέντο, -«είναι της ψυχής μεράκι, της καρδιάς καημός»-, που διατυπώθηκε αυθεντικά, χωρίς επιτήδευση και εκζήτηση καμιά, χωρίς ματαιοδοξία, χωρίς τίποτα δήθεν, με αυθορμητισμό, απλότητα και αλήθεια, διασχίζοντας τα ανθρώπινα συναισθήματα.

Όταν τον ρωτούσαν πώς εμπνέεται τα τραγούδια του, «τα βλέπω στον ύπνο μου», απαντούσε με μετριοπάθεια. Απροσδόκητα εισχωρούν «στη σχισμή των ονείρων του», όταν «του αγγέλου το σώμα κουλουριάζεται γύρω του».

Και αυτό που πραγματικά τον έκανε να ξεχωρίζει είναι ότι κατείχε πολύ καλά την τέχνη να ζει, να αφήνεται στην απρόβλεπτη μαγεία της ζωής, να ονειρεύεται μελωδίες και στιχάκια, να απολαμβάνει στο έπακρο το κάθε τι, να δημιουργεί ακατάπαυστα, να χαρίζεται γενναιόδωρα, να χαίρεται τη στιγμή, να γιορτάζει την κάθε μέρα, και να μοιράζεται ένα ανεξάντλητο απόθεμα, μιας ψυχής, που «φτιαγμένης για θαύματα, δεν μπορεί να ζει με τεχνάσματα».

Το πραγματικά εντυπωσιακό στα τραγούδια του είναι η έλλειψη κάθε επίπλαστης μελαγχολίας, αυτής που επικράτησε τις τελευταίες δεκαετίες, κατακλύζοντας τη δισκογραφία και τα ερτζιανά με μία ατελείωτη μεμψιμοιρία, που αυτάρεσκα εντάσσεται στο «έντεχνο τραγούδι».

Ο Γιώργος Ζήκας, ακόμη κι όποτε αναφέρθηκε σε θέματα, που αντικειμενικά βιώνονται από όλους με οδυνηρά αισθήματα λύπης, όπως σε έναν χωρισμό, μία φυγή, μία απώλεια, κατόρθωνε να τα αντιμετωπίζει στους στίχους, στους ρυθμούς και στις μελωδίες του, με βλέμμα αισιόδοξο, με οπτική ελπιδοφόρα -«κι εγώ στη μέση του καιρού, να περιμένω από παντού στη γη να ξημερώσει…»-, με σκέψη θετική και φιλοσοφημένη, με ορίζοντα ανοιχτό, με αναπτερωμένες προσδοκίες, με συνειδητή μεγαθυμία -«άφησέ με, ξέχασέ με, το ʼχω στο αίμα μου εγώ να τυραννιέμαι, πάρε το δρόμο σου λοιπόν, λησμόνησέ με»-, με τρυφερότητα απέραντη, με έκφραση ποιητική, με διάθεση αλέγρα και κάποτε σκωπτική` και έγραφε έτσι γιατί σ’ αυτά πίστευε και γιατί έτσι ζούσε, περιμένοντας πάντα «μιαν αλλαγή, ένα αεράκι, μιαν άλλη πνοή, κάτι καινούριο στη μέση να μπει, μια Ανατροπή…».

Ζήκας

Τραγούδια κεφάτα και ρυθμικά, τρυφερά και μελωδικά, υπόγεια ερωτικά -«στις άκρες απ’ τα χείλια σου τα δίχτυα τους στήσανε κι έπιασαν την καρδιά μου…»-, ή παθιασμένα -«και μας αφήνουν μόνους, σ’ ερημωμένους δρόμους, στης πυρκαγιάς το μένος ναυαγούς…»-, αγαπησιάρικα -«κληρώθηκα και στην αγάπη δόθηκα…»-, συχνά βιωματικά -«αγάπες λαχτάρες μου, κρυμμένες στο χθες»-, που υμνούν την ομορφιά της ζωής -«τι ωραιότης η ζωή μας τελικά!»-, τα ταξίδια -«μεγάλος που ʼσαι κόσμε και πώς να σε γνωρίσω, σε μια ζωή μονάχα, τι να πρωτοδώ;…»-, τις περιπλανήσεις -«μαζί σ’ άγνωστους κόσμους θ’ ανοιχτούμε, σε μια παράσταση θα ζούμε βράδυ-πρωί»-, τους καημούς της αγάπης – «για σένανε που αγάπησα, για σένανε που λιώνω, για σένανε που αγαπώ, κι ακόμα το πληρώνω»-, την ακαταμάχητη γοητεία -«έχεις κάτι που μαγεύει, έχεις κάτι που τραβά, τις ματιές όλου του κόσμου, αχ! με βάζεις σε μπελά…»-, την πολυτιμότητα της φιλίας -«σ’ εκείνον τον φίλο τον παλιό, χαρίζω το τραγουδάκι αυτό»-, τη λαχτάρα της περιπέτειας -«γοργόνες στείλτε θάλασσα στην πλώρη μου μπροστά»-, τα όνειρά -«βάζω πλώρη στ’ όνειρό μου, μια βαρκούλα ν’ αρματώσω, φλόκο και πανιά ν’ απλώσω». Μιλούν για τις προδοσίες -«η αγάπη που μου έδωσες, μαχαίρι που λαβώνει»-, τους συνήθως αδιέξοδους έρωτες -«φουντώνω από τα νιάτα μου και ερωτοχτυπιέμαι, μακριά σου αρμενάκι μου, σιωπώ κι αποτραβιέμαι»-, το χωρίς ανταπόκριση πάθος -«τρέχεις στις φλέβες του κορμιού μου, στα σταυροδρόμια του μυαλού μου, κι εγώ πασχίζω να σε φτάσω, στην άλλη όχθη για να φθάσω, μήπως σε ξεπεράσω…»-, τις διαψεύσεις -«κομμάτια γίναμε τα δυο, όρκοι και όνειρα σωρό, τα βήματά μου πάλι στο κενό»-, την απόρριψη – «αφού, λοιπόν, δεν μ’ αγαπάς, γιατί δεν με πετάς, μες στα νερά του ποταμού σου, μες στο σκοτάδι του βυθού σου…»-, την αποξένωση -«η απόστασή μας δορυφορική…»-, το άδικο -«άλλα η ζωή προστάζει, μας χωρίζει, μας δικάζει…»- και το φευγαλέο της ζωής – «γιατί η ζωή μας πρόσκαιρη, κι εμείς περαστικοί…».

Ζήκας

Έγραψε και τραγούδησε για ό, τι τον ενέπνευσε ή τον πλήγωσε στη ζωή του -« του κόσμου τόσα χρόνια το γινάτι, κρύβει κι ανοίγει πιο βαθιές πληγές»-, για τα πάθη της καρδιάς -«είχα μια καρδιά μεγάλη, που υποχωρούσε, κι όλα σου τα σφάλματα σού τα συγχωρούσε…»-, για το αγκάθι του έρωτα «που αγκυλώνει όλο πιο βαθιά», το εφήμερο της αγάπης, που «φεύγει και κρύβεται στα χιόνια, φεύγει για να γλυτώσει απ’ τις φωτιές, αυτές που την κυνηγάνε χρόνια», τους χωρισμούς -«κι εσύ να λες για χωρισμό, και της αγάπης τον καημό, δεν θέλεις να μοιράσουμε στα δυο»-, το πικρό παράπονο – «και είναι τόσο άδικο αυτό, σε μένα ο κλήρος πάντοτε να πέφτει, εγώ που μια ζωή θα σ’ αγαπώ και μέσα μου ας μπαίνεις σαν τον κλέφτη…»-, την αναζήτηση της γνώσης -«τόσα χρόνια στο σχολείο, κάθε χρόνο κι άλλο θρανίο, μια ζωή στην ίδια τάξη…»-, τις αγωνίες της δημιουργίας -«μα εγώ δεν έχω ρίμες και λόγια μαγικά, τραγούδια να σου γράψω…»-, το αναπόφευκτο της μοναξιάς – «είναι δύσκολο να λες θα περιμένω και ο δρόμος πάντα να ‘ναι αδειανός…, έτσι εύκολα μπορείς, να σαλτάρεις, να καείς, άμα είσαι μόνος σου κι ερωτευμένος…»-, τις τάσεις φυγής -«έχω στα πόδια μου φευγιό…, τ’ αστέρι μου ακολουθώ, σ’ αέρα, γη και ουρανό…»-, τη λαχτάρα της απόδρασης -«εκεί που σταματούν τα τρένα, εκεί που τα καλώδια είναι κομμένα, εκεί να ψάξεις, να με βρεις, εκεί στο τέρμα της γραμμής…»-, τα αναπόδραστα λάθη -«ένα λάθος η ζωή μου και σαν λάθος θα τελειώσει, μα το ξέρω κατά βάθος, ένα λάθος θα με σώσει»-, τις αλλεπάλληλες δοκιμασίες -«είχα ένα μαγαζάκι δέκα τετραγωνικά, τόσος κόπος και μεράκι, πήγε στράφι τελικά»-, τις ξεφτισμένες ιδεολογίες -«και συ μου λες για προκοπή και χίλια δυο παράλογα, για εξελίξεις στη βουλή και πράσινα άλογα…»-, τις ανεξέλεγκτες εξουσίες -«και όλα όσα ζήσαμε ούτε τα συζητάνε, τα ʼρίξαν στις χωματερές, τα πλάκωσαν και πάνε»-, τα μοιραία αδιέξοδα -«άλλα θέλει η ψυχή μου, άλλα θέλει το κορμί μου, για άλλα η καρδιά χτυπάει, άλλα το μυαλό ρωτάει».

Ζήκας

Και πάντα για τις γυναίκες, το αέναο αντικείμενο του πόθου, τις «έξυπνες κι ωραίες» ξελογιάστρες, τα λυγερά κορίτσια, με «το κορμάκι τους το χαϊδολογημένο», τις γοργόνες της θάλασσας, τις «σειρήνες της νύχτας», τα ουρί του παραδείσου -«με στόμα σαν μέλι και σώμα σαν χέλι»-, τις αγγελικές μα και δαιμονικές, τις «μαγκιόρες», τις κούκλες με «τα κόκκινα γοβάκια», τις «άστατες και ψεύτρες», τις «κλέφτρες της καρδιάς», τις «αδέσποτες, τις τρελές, τις φευγάτες», τις «απόκοσμες», τις άπιστες, ακόμη και για τις «άσχετες» και «άχρηστες»…, γυναίκες που «τρελαίνουν μάγκες», που ρίχνουν τα δίχτυα τους και κάνουν τους άντρες «σαν ψαράκια να σπαρταρούν», που ξεγελούν -«παραμύθι μου πουλάει, τάχα πως για με πονάει…»-, που προκαλούν, που επιμένουν, που φεύγουν και εγκαταλείπουν, που κλαίνε και περιμένουν…

Τραγούδια με τους φίλους του, τραγούδια για τους φίλους του, που γίνονται ολοένα και περισσότεροι -«γουστάρω παρτίδες με τους μερακλήδες…, τσιγάρα πίνοντας στριφτά, παρτικολαριστά…»-, για τους «φευγάτους», τους «μπουζουξήδες», τους «σεβνταλήδες», τα «αλάνια», τα «τζιμάνια», τους «ρέστους από λεφτά…», -«ιδρώτες πληρωμένους»-, τους άφραγκους -«κι ούτε φράγκο μες στην τσέπη…, ούτε μια δουλειά της προκοπής»- και τα «μπατίρια» -«μια ζωή με δανεικά»-, τους ξέμπαρκους, και τους απόκληρους, με προβλήματα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά.

Τραγούδια της περιπέτειας και της φυγής, της παρέας, των ανεκτίμητων καρδιακών, που μαζί δραπετεύουν, μαζί γλεντούν και μαζί ναυαγούν «στο μπλε και το λευκό και των ματιών το άπειρο…», κόντρα στη συμβατικότητα και τα αδιέξοδα της ζωής, αλλά και στην κρατούσα απογοήτευση και μελαγχολία.

Ο Ζήκας τα αντιμετώπιζε όλα με θεώρηση στωική και «ασκήσεις υπομονής», με την απαντοχή εκείνου που ζει στο περιθώριο, έξω από το σύστημα που τον παιδεύει, μια «αδέσποτη ζωή στο πουθενά», μια «ζωή πελεκημένη», «μια ζωή στα άκρα, μια ζωή στην άκρη, μια ζωή εδώ και μια εκεί», πάντα μ’ ένα παιχνίδισμα στο ρυθμό, βρίσκοντας αμέσως τη λύση στο επόμενο τραγούδι -«ας χαθούμε και ας εξαφανιστούμε, ας χαθούμε και ας μην προσγειωθούμε, ας χαθούμε και ας ψάχνουν να μας βρούνε…».

Και φυσικά, τραγούδια των νησιών, που έχουν κάτι απ’ την αλμύρα της θάλασσας και τη δροσιά του μπάτη -«είναι ένα πέλαγο η ζωή, κι η αγάπη το καράβι, λιμάνι ψάχνει για να βρει, στη ρότα του μπροστά»-,

του Αιγαίου και της θάλασσας, -«το κορμί μου στο νερό, το μυαλό στο πέλαγο και οι σκέψεις συννεφάκια, που με πάνε μακριά, με γλαρόνια στον αέρα και δελφίνια στα νερά»-, εμπνευσμένα από τους ψαράδες, τους καπεταναίους και τα μελτέμια της Πάρου -«πάρε με στην αγκαλιά σου θάλασσα κι εμέ, πάρε με, και στη Νάουσα της Πάρου πάνε βγάλε με»-, με χρώμα λαϊκό, ελληνικό παραδοσιακό.

Πολλά από τα τραγούδια αυτά του έδωσαν την ευκαιρία να μιλήσει για τη μυθολογία του αιγαιοπελαγίτικου κόσμου, όπως ο ίδιος -«κύμα το κύμα»- τον βίωσε για πολλά χρόνια. «Το ’65, μέσα από μια Θεσσαλονίκη πολύ βαριά και σ’ ένα κλίμα παρακρατικό εκείνης της εποχής, έφτασα στη Μύκονο, στις Κυκλάδες, συνάντησα αυτό το φως, αυτό το τοπίο, και είδα άλλους ανθρώπους. Όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουνε μέσα μου, είναι εικόνες της ζωής μου…».

Ακόμη κι αν ο Ζήκας δεν είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, -«σ’ αυτήν την άγρια πόλη, γιατί τώρα να ζω;»-, την αχάριστη και υποκριτική, την απελπιστικά συντηρητική και κλειστοφοβική, τη στατική και καθωσπρέπει, που ουδέποτε ανέδειξε, ουδέποτε τίμησε, ουδέποτε αναγνώρισε στη θέση που τους αξίζει τα παιδιά της, ακόμη κι αν ζούσε στο επίκεντρο της μουσικής σκηνής της πρωτεύουσας, αν και βαθιά και ουσιαστικά πολιτικοποιημένος, θα παρέμενε το ίδιο απόμακρος, ασυμβίβαστος και αδέσμευτος, το ίδιο ανένταχτος και ανεξάρτητος, συνειδητά έξω από κάθε είδους κυκλώματα -«μακριά από το παλιοσύστημα και τις τηλεμαϊμούδες»-, ανεπηρέαστος από την ξύλινη γλώσσα των πολιτικών και των κομματικών -«σηκώσαν τις σημαίες τους προσπέρασαν και πάνε, και όσα αγαπήσαμε ανάξια πια θα ʼναι…»-, πνεύμα ελεύθερο κι ευρηματικό -«μονάχα η τρέλα του μυαλού μας έμεινε αμανάτι…».

Αυτός που «ποτέ δεν ζήτησε παλάτια και λεφτά, από μικρός την έβγαζε στα λίγα, τα απλά», ένοιωσε πως «το σκοινί έχει τεντώσει, δίχως δίχτυ είναι η πτώση, ποιος αλήθεια θα γλιτώσει, ποιος θα κρατηθεί;», διαπίστωσε πως «φτιάχνονται καινούριοι νόμοι, κι ούτε μας ζητάν τη γνώμη…», διαισθάνθηκε πως μας «την έχουνε στημένη, είναι πληροφορημένοι…», συνειδητοποίησε πως «στον τροχό μας δέσανε και μας κατρακυλάνε», είχε από νωρίς φανταστεί «τη μπλόφα της καριέρας», και τη «ντρόγκα της εξουσίας, που φτιάχνει σκλάβους πολυτελείας», ήξερε καλά πως «είναι όλα μελετημένα, τα όνειρά σου να ʼναι δεμένα» και το μόνο που μας μένει να έχουμε είναι «η ζωή μας που ’μεινε μισή».

Αυτοδημιούργητος και εμπειρικός συνθέτης και στιχουργός, με περισσότερα από διακόσια δισκογραφημένα τραγούδια, επιτυχίες που τραγουδήθηκαν από τα μεγαλύτερα ονόματα ερμηνευτών της ελληνικής μουσικής σκηνής και από νέους καλλιτέχνες, με δέκα προσωπικά μουσικά άλμπουμ στο ενεργητικό του, ένοιωσε, όπως έλεγε ο ίδιος, «τη σχέση με τη μουσική και τη δημιουργία να με πηγαίνει στον ουρανό», σ’ έναν δρόμο που χάνεται όταν, κάποια στιγμή, σταματά να σκαρώνει τραγούδια -«το πάθος μου το ξόδεψα, το τίμημα ακριβό!».

Πολυτάλαντη και πηγαία καλλιτεχνική φύση, κατέθεσε τότε γραπτά ένα απάνθισμα από τα αναρίθμητα σκόρπια και αχρονολόγητα σημειώματα του, αποστάγματα των σκέψεων, των εμπειριών, των βιωμάτων και των εντυπώσεων του από μια ζωή δοκιμασμένη σε πολλαπλά επίπεδα, που ούτως ή άλλως αποτέλεσαν συχνά και τη βάση των στίχων που μελοποίησε κατά καιρούς. Όλα αυτά καταγράφονται απλά και ρεαλιστικά ως αποφθέγματα μιας προσωπικής εμπειρίας ενός καλλιτέχνη, που αναγνωρίζει το χρέος του στη δωρεά που φέρει μέσα του και συμπυκνώνονται στο καλαίσθητο και «χειροποίητο» βιβλίο του με τίτλο «Εμπειρικά, – αυθόρμητα, αυθαίρετα, αυτονόητα», που εξέδωσε, ιδίοις αναλώμασι, με προσωπική επιμέλεια και μια ζωγραφιά του αδελφού του Γιάννη Ζήκα στο εξώφυλλο.

Ζήκας

Εκτός κυκλοφορίας είναι και ένα σχεδίασμα μυθιστορήματος, με τίτλο «Αναρχάγγελοι», με περιεχόμενο βιωματικό. Έχει προηγηθεί όλων μία πηγαία αυτοβιογραφική κατάθεση στο βιβλίο του «Αποκλεισμένος στη Σαλονίκη», με ψηφίδες από την τοιχογραφία της σύγχρονης ιστορίας της γενέθλιας πόλης από τις αφηγήσεις του στον 9.58fm της ΕΡΤ 3, που αποτέλεσαν το υλικό για το περιεχόμενο του.

Από τα μαγικά, παιδικά του χρόνια στις γειτονιές και τις αλάνες του κέντρου της Θεσσαλονίκης, από την ανήσυχη εφηβεία -«μεγάλωνα απ’ το κακό στο λάθος…»-, μέχρι τη δύσκολη ενηλικίωση, από τις περιγραφές μιας ζωής, ως τη στιγμή που κάποιος ξεχνά στο σπίτι του ένα μπουζουκάκι, και «η θεία πρόνοια, που όλα τα προσέχει» του στέλνει τον «άγγελο» της έμπνευσης να του στήσει καρτέρι «στις άκρες απ’ τα μάτια» της, να του δώσει «ένα φιλί σαν κεραυνό, σαν αστραπή, ένα φιλί στο στόμα» και να εισβάλλει στη ζωή του, με ιστορίες από αγάπες, καημούς και μεράκια ανθρώπινα, από «του έρωτα το πανηγύρι…» , από τους δρόμους και τα νυχτοπερπατήματα, -«στα φώτα της νύχτας να χαθώ, προσπαθώντας να ζήσω μεγάλες στιγμές…»-, από τα όνειρα -«του ονείρου η αύρα μας ενώνει…»-, από ταξίδια στο απέραντο του κόσμου «μ’ όλες τις θάλασσες και τους ανέμους». Χαμένος μέσα στις νότες και τις αγάπες του, δεν μπορεί να φανταστεί, πως, εκτός από τραγούδι -«κι όταν σ’ ακούω να τραγουδάς, χίλιες φορές πεθαίνω»-, η ζωή του θα γίνει ραδιοφωνική εκπομπή και βιβλίο, ζωγραφισμένο μάλιστα και αυτό στο εξώφυλλό του από τον ζωγράφο, Γιάννη Ζήκα.

Κι όταν «ο κόσμος στένεψε» και «χάθηκαν και οι λίγοι», ο Γιώργος Ζήκας, ήπιε ένα τελευταίο ποτήρι «στην υγειά του μόνου, της αγάπης και του πόνου», έκανε «το βήμα» και «τη θεωρία πράξη», άφησε «την ίδια τάξη», πέρασε «σε άλλο τμήμα» και πάντα γοητευμένος από το άγνωστο, πήγε «για Αλλού»!

Ο «άστατος και μπαμπέσης χρόνος», που «στο δίχτυ του όποιος πέσει χάνεται για τα καλά», δεν του πέταξε «ένα γάντζο» για να δώσει «αβάντζο» στη ζωή του. Αναπάντεχα πέρασε στο «απέναντι το ρεύμα» μόνος με το μπαγλαμαδάκι του και «ένα μπουφάν στο χέρι». Πέταξε «μ’ ένα αεροπλάνο στα ψηλά» για να αγναντεύει «τις θάλασσες, τον ήλιο, τα βουνά…» και να μην προσγειωθεί ξανά.

«Έλυσα το παλαμάρι και στον κόσμο αρμενίζω, πέρα δώθε τριγυρνάω, πίσω όμως δεν γυρίζω».

Σάλπαρε «μ’ ένα καράβι με ποιητές και μουσικούς» κι ανοίχτηκε προς τις «άγνωστες χώρες», που δεν έπαψε να τις ονειρεύεται και «τα λιμάνια όλης της γης, δύσης και ανατολής, μα ποτέ της γης αυτής…», για να χαθεί «σαν αστεράκι μες στην αυγή».

Άφησε πίσω του με τα ταξίμια και τους στίχους του «το φεγγάρι με τ’ αστέρια κι ολόκληρο τον ουρανό», πολυτραγουδισμένα τα ωραιότερα, αληθινά «μαργαριτάρια», αλιευμένα από τον βυθό του ταλέντου του, και «μια φωτογραφία στον καθρέφτη» όσων τον αγάπησαν, αντιμέτωπους με την οδυνηρή απουσία του.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα