H Κυριακή που ράγισε τη μοναξιά
Τα Τέμπη θα 'ναι πια για πάντα κοινό μας νήμα, τα χέρια που πιάστηκαν ενωμένα, τα στόματα μας που βρήκαν το κουράγιο να φωνάξουν χθες ξανά, μετά από χρόνια σιωπής.
Η χθεσινή Κυριακή είχε αναμονή πίσω της.
Την αναμονή των συγγενών, να ζυγιάζουν τα αντανακλαστικά της υπόλοιπης κοινωνίας που ψελλίζει στα social την οργή της δυο χρόνια τώρα αλλά σπάνια σηκώνεται από τον καναπέ πια, δεν την εμπνέει κάτι, απέτυχαν βλέπεις και τα κόμματα που οδεύουν την οδό της απωλείας , της ασήμαντης και μίζερης ανικανότητας να τους πείσουν ότι κάποιος μπορεί να αρθρώσει ένα λόγο πειστικό, να γίνει η φωνή τους που σιώπησε, χρόνια τώρα, απέναντι σε κάθε απαξίωση της νοημοσύνης τους. Η αναμονή των συγγενών λοιπόν που ψάχνουν απεγνωσμένα στήριγμα έμπρακτο στην κοινωνία, ότι δεν είναι μόνοι σε αυτόν τον αγώνα του δίκιου.
Η αναμονή των υπολοίπων μας που μόνοι αισθανόμαστε ο καθένας μας πίσω από την οθόνη του κινητού ή του υπολογιστή, να πατάμε μια θλιμμένη φατσούλα, άντε κανένα λάικ σε όποιον υψώνει ψηφιακό ανάστημα. Κάποιος να μας βγάλει από αυτή την ψηφιακή απομόνωση, να μας κάνει και πάλι ενεργούς, κομμάτι μιας κοινωνίας που ξεστράτισε από το πολύτιμο μαζί, από τον αγώνα για μια ζωή που δεν θα ναι γεμάτη προσβολές των Πορτοσάλτηδων και των Γεωργιάδηδων.
Που δεν θα ανέχεται τη συγκάλυψη και θα απαιτεί βροντοφωνάζοντας η Δικαιοσύνη να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, στέλνοντας στο σκαμνί και υπουργούς και Πρωθυπουργούς και γόνους και βαριά συμφέροντα που την ανθρώπινη ζωή την έχουν γραμμένη σε πολυτελή παπούτσια, αγορασμένα συνήθως με κρατικό χρήμα ή με χρήμα που αποκτήθηκε με τρόπους ανήθικους.
Και βαθιά μέσα μας κάπως ξέραμε όλοι, ότι αυτό το περίφημο οξυγόνο της ασφυξίας, που αισθάνθηκαν οι 57 σε κείνα τα καταραμένα βαγόνια και έγινε και η δική μας έλλειψη, κάπου παραμόνευε να βρει το δρόμο προς τις αναπνοές μας. Να γίνει η ανάγκη Ιστορία.
Αυτή η ανάγκη για οξυγόνο μας έβγαλε χθες στους δρόμους των πόλεων όλης της χώρας και το κόσμου.
Η βαθιά γνώση της συγκάλυψης που επιχειρείται από την πρώτη στιγμή, με την αγαστή συνεργασία των περισσότερων media, που χθες, την ώρα που σείονταν ο τόπος έπαιζαν ρεπορτάζ για τις εκπτώσεις που έβγαλαν τον κόσμο για ψώνια, των εντεταλμένων καθαρμάτων που αρθρώνουν ένα λόγο απαξίωσης απέναντι στις κραυγές των πονεμένων ανθρώπων, που ψάχνουν στα αποκαΐδια τα στοιχεία που εξαφάνισαν από την πρώτη νύχτα για να προστατεύσουν τους δολοφόνους και να προστατευτούν οι ίδιοι, αυτές οι μονταζιέρες, οι φαγάνες, το χώμα που έπεσε πάνω στο αίμα για να το σκεπάσει, όμως το αίμα δεν σκεπάζεται, ούτε η αλήθεια φυσικά.
Και καθώς βαδίζαμε χθες όλοι μαζί, νέοι και ηλικιωμένοι, γονείς με παιδιά σε καρότσια και έφηβοι, παλιοί αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί με συνείδηση αληθινή των βασικών αρχών της δημοκρατικής λειτουργίας, άνθρωποι σε κωμοπόλεις αλλά και στις Μητροπόλεις του πλανήτη Γη, καθώς περπατούσαμε βουρκωμένοι καθώς κάποιος δίπλα κρατούσε φωτογραφίες των ανθρώπων που χάθηκαν στα Τέμπη, για πρώτη φορά μετά από καιρό πολύ βαθιά μέσα μας ορκιζόμασταν πώς αυτό που μας ένωσε για μια Κυριακή, αυτό που έκανε την ατομική και συλλογική μας μοναξιά να ραγίσει, θα μας ενώνει για πάντα. Και θα μας κρατήσει μαζί μέχρι το τέλος.
Μέχρι την τελική δικαίωση των ψυχών των χαμένων και θα γίνει σεισμός τεκτονικός που θα φτάσει μέχρι το Μαξίμου και όσο ψηλά χρειαστεί, σε αυτούς που διανοήθηκαν να συγκαλύψουν το μεγαλύτερο από τα εγκλήματα των τελευταίων χρόνων.
Τα Τέμπη θαναι πια για πάντα κοινό μας νήμα, τα χέρια που πιάστηκαν ενωμένα, τα στόματα μας που βρήκαν το κουράγιο να φωνάξουν χθες ξανά, μετά από χρόνια σιωπής μπροστά στη διαφθορά και τη διαπλοκή.
Και όσο η αστυνομία θα ισχυρίζεται ότι στην Αθήνα μαζεύτηκαν 30 χιλιάδες και στη Θεσσαλονίκη 20 και θα διαλύει μια ειρηνική πορεία με δακρυγόνα, τα σπίτια που άδειασαν για να κατέβει ο κόσμος στις πορείες θα ναι η απόδειξη πώς τίποτε δεν χάθηκε, πως η ελπίδα είναι το καύσιμο στα πιο μεγάλα σκοτάδια για να λίγο φως, για λίγο οξυγόνο.
Το θέμα είναι να μη μας ενώνει μόνο ο θάνατος, που λέει και ο Λεξ…