Hear no evil
Οι πρωινές τσιρίδες ήταν καθημερινό φαινόμενο στην πολυκατοικία της οδού Πετμεζά 13, ένα ετοιμόρροπο μαυσωλείο που είχε κτιστεί την εποχή που ο Παρθενώνας ήταν ακόμα γιαπί. Ο ήχος από την καμπάνα της διπλανής εκκλησίας που βροντολογούσε ακριβώς στις επτάμισι προκαλούσε σφοδρή σοβαδόπτωση στα διαμερίσματα και το αστικό που έστριβε στη γωνία μπροστά από το ταλαίπωρο […]
Οι πρωινές τσιρίδες ήταν καθημερινό φαινόμενο στην πολυκατοικία της οδού Πετμεζά 13, ένα ετοιμόρροπο μαυσωλείο που είχε κτιστεί την εποχή που ο Παρθενώνας ήταν ακόμα γιαπί. Ο ήχος από την καμπάνα της διπλανής εκκλησίας που βροντολογούσε ακριβώς στις επτάμισι προκαλούσε σφοδρή σοβαδόπτωση στα διαμερίσματα και το αστικό που έστριβε στη γωνία μπροστά από το ταλαίπωρο οικοδόμημα κάθε τρία τέταρτα έκανε τους πολυελαίους να τραντάζονται ανυπόμονα, περιμένοντας την ευλογημένη στιγμή που θα ξεκολλήσουν από το ταβάνι και θα αναπαυθούν εν ειρήνη στον σκουπιδότοπο. Τι κι αν η γριά μέγαιρα στον δεύτερο καντήλιαζε τον ταλαίπωρο άντρα της ανελλιπώς κάθε πρωί πριν ακόμα ανοίξει τα παρταλιασμένα της βλέφαρα, τι κι αν ο παπάς κατέβαζε κάθε μέρα καινούρια καμπανο-ring tones από το internet, τι κι αν ο ΟΑΣΘ βύθιζε κάθε μέρα την οικοδομή κατά 1 εκατοστό στο έδαφος. Αυτό που ενοχλούσε και προβλημάτιζε περισσότερο τους ενοίκους ήταν ένα ρυθμικό ντούπ ντούπ που ακουγόταν τα βράδια από το οροφοδιαμέρισμα του τρίτου.
Τα υπερευαίσθητα και εκπαιδευμένα αφτιά τους ανέλυαν τα ωστικά κύματα, τα αποκωδικοποιούσαν, και αναγνώριζαν το mystery sound: Ήταν μεταλλικό κρεβάτι που χτυπάει σε υπεραιωνόβιο τοίχο. Το πόρισμα που έβγαλαν, κατόπιν ωρίμου σκέψεως ήταν ότι το κρεβάτι δεν ήταν δυνατόν να κοπανιέται αυτεπαγγέλτως στα ντουβάρια, αλλά μία άλλη δύναμη προκαλούσε αυτή την κρουστική ταλάντωση. Δεν χρειαζόταν να διαθέτουν και τεράστια φαντασία (αν και χρειάστηκε να ανακαλέσουν πολύ μακρινές αναμνήσεις) για να καταλάβουν πως εκεί πάνω βρισκόταν ένα εργαστήριο ζαχαροπλαστικής όπου κανελωνόταν πολλά ρυζόγαλα την εβδομάδα. Η επαφή των σκωροφαγωμένων καλωδίων μέσα στα κεφάλια τους που τους έκανε να συνειδητοποιήσουν αυτό το γεγονός τους γέμισε τρόμο και ανησυχία, που ίσως και να συνδεόταν με χρόνια φοβία για το ζάχαρο. Και αν άρχιζαν κάποια μέρα να τρέχουν σορόπια από τον τρίτο και πασαλειβόταν τα σπίτια τους; Κάτι έπρεπε να κάνουν.
Συγκάλεσαν έκτακτη συνεδρίαση του συμβουλίου των ενοίκων για να αποφασίσουν πώς θα αντιμετωπιστεί η ενοχλητική κατάσταση, και πήραν όλοι από μια μεζούρα για να λάβουν τα μέτρα τους. Ο Αντώνης, ο ανυποψίαστος ένοικος του τρίτου φυσικά δεν ειδοποιήθηκε γι’ αυτή την μυστική συνεδρία, που θα λάμβανε χώρα στο ανήλιαγο υπόγειο το επόμενο πρωί. Εκείνη την ώρα θα βρισκόταν στη σχολή του και δεν θα επέστρεφε πριν το μεσημέρι.
Επειδή δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν, ούτε εκείνο αλλά ούτε και κανένα άλλο πρωινό, μαζεύτηκαν όλοι στην ώρα τους. Η συζήτηση άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στον τρίτο κάθε μέρα, τα οποία είχαν να κάνουν με αιθέριες υπάρξεις που εμφανιζόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας, χτυπούσαν το κουδούνι και ανέβαιναν με ελαφριά βήματα τα σκαλιά μέχρι το διαμέρισμα του κολασμένου φοιτητή. Καθώς ανέβαιναν, τα ματάκια από τις εξώπορτες ζωντάνευαν, με το μάτι του Σάουρον κολλημένο από πίσω μέχρι τα βήματα να φτάσουν στον επόμενο όροφο. Την συνέχεια την ήξεραν όλοι. Φαντάζονταν τον Αντώνη να βάζει καφέ ή ποτό, αναλόγως την ώρα. Άκουγαν μουσική που αν και κάλυπτε τις συνομιλίες, πρόδιδε τι θα επακολουθούσε με τον στίχο των τραγουδιών. Και όταν η μουσική σταματούσε, την διαδεχόταν αυτό το εκνευριστικό ντούπ-ντούπ που κανένας τους δεν μπορούσε να αντέξει αλλά όλοι καταλάβαιναν τι το προκαλούσε. Συμφώνησαν ότι αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο, και μετά από δύο ώρες σκέψης σε πρωτόγνωρο επίπεδο εγκεφαλικής δραστηριότητας αποφάσισαν να αποπέμψουν από την μικρή τους κάθετη κοινότητα αυτό το λάγνο υποκείμενο, όπως είχαν συμφωνήσει να το αποκαλούν. Την απόφαση θα ανακοίνωνε η αποσκελετωμένη διαχειρίστρια την ερχόμενη Κυριακή το πρωί.
Το πρωινό την Κυριακής έφτασε. Την ώρα που οι τσιρίδες της γριάς στον δεύτερο αντηχούσαν με την μουσική υπόκρουση του «La Camisa Negra» από τις καμπάνες της εκκλησίας, ακριβώς μόλις είχε περάσει το αστικό και είχε βυθίσει την οικοδομή ακόμα ένα εκατοστό στο έδαφος, ένας διαφορετικός ήχος ακούστηκε και όλοι βγήκαν στα μπαλκόνια να δουν από πού προερχόταν. Ένα φορτηγό μετακόμισης είχε σταματήσει μπροστά στην είσοδο και έπιπλα άρχισαν να βγαίνουν από το κτίριο. Ο Αντώνης ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και κοιτούσε το κτίριο χαμογελώντας. Θα του έλειπε αυτό το τρελοκομείο. Κρατούσε στα χέρια του ένα χαρτί τυλιγμένο σε ρολό -το πτυχίο του-.
Μέσα σε δυο ώρες το φορτηγό ήταν ασφυκτικά φορτωμένο και ανηφόριζε την οδό Πετμεζά, με τους ενοίκους του αριθμού 13 να το κοιτάν αναποφάσιστοι για τον αν έπρεπε να χαρούν που έφυγε, ή να στενοχωρηθούν που δεν μπόρεσαν να τον διώξουν. Πέρασαν αρκετοί μήνες και το διαμέρισμα του τρίτου έμενε άδειο, η αναποφασιστικότητα τους όμως είχε μετατραπεί σε απόγνωση, γιατί συνειδητοποίησαν πως τελικά σ εκείνο το διαμέρισμα βρισκόταν ένας πυρήνας ζωής που κρατούσε το παλιό οικοδόμημα στα πόδια του. Τώρα τους φαινόταν πως το αστικό προκαλούσε καθίζηση δυο εκατοστών αντί για ενός κάθε μέρα, και ανησυχούσαν για το μέλλον. Μέχρι που μια Κυριακή ένα ακόμα φορτηγό σταμάτησε στην είσοδο τους, και έπιπλα άρχισαν να μπαίνουν μέσα. Δεν ήξεραν ακόμα το όνομα του νεαρού που καθόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και κοιτούσε το κτίριο με αμηχανία, αλλά ήλπιζαν να κρατήσει την παράδοση του διαμερίσματος του τρίτου. Και δεν διαψεύσθηκαν. Το ρυθμικό ντουπ ντούπ ξανάρχισε να ακούγεται, αυτή τη φορά από ξύλινο κρεβάτι, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Οι πρωινές τσιρίδες σταμάτησαν, και τα παράθυρα των διαμερισμάτων άνοιγαν για να ακούν καλύτερα τα ερωτικά τύμπανα. Το αστικό άλλαξε δρομολόγιο και οι καμπάνες εμπλούτισαν το ρεπερτόριό τους γιατί ο παπάς έμαθε να χρησιμοποιεί και το μ-torrent. Κάποια πράγματα άλλαξαν και κάποια έμειναν ίδια, αλλά η μεταμόρφωση ήταν ριζική για τους ενοίκους της οικοδομής της οδού Πετμεζά 13. Είχαν μάθει να ακούν και όχι να αφουγκράζονται.