Η αισθηματική ταινία που ξεπέρασε το μελό και προβάλλεται τώρα στην μεγάλη οθόνη

Και τελικά, άξιζαν τα 9,5 ευρώ και ένα αβίαστο "πάμε να δούμε άλλο ένα μελόδραμα". 

Μυρτώ Τούλα
η-αισθηματική-ταινία-που-ξεπέρασε-το-μ-1232817
Μυρτώ Τούλα

Την Κυριακή, πήγαμε να δούμε το “Ζούμε την Στιγμή”, χωρίς βέβαια να έχουμε μεγάλες προσδοκίες διότι, οι αισθηματικές κομεντί τα τελευταία χρόνια έχουν χάσει πολύ την αίγλη τους κι έχουν βυθιστεί σε επαναλήψεις σεναρίων και μελό χαρακτήρες χωρίς στο τέλος της ταινίας να λένε τίποτα απολύτως. Εγώ ας πούμε, έχω να δω καλή αισθηματική ταινία από το Lalaland.

Το “Ζούμε τη στιγμή” για κάποιο λόγο δεν είχε σωστό marketing σε σχέση με εκείνο του “Τελειώνει με ‘μας” που βασίζεται στο ομότιτλο Best Seller της Colleen Hoover, και έσπασε τα ταμεία των κινηματογράφων. Κοινώς, αν δεν ψάχναμε τι ταινίες παίζουν αυτή την στιγμή στην Μεγάλη Οθόνη δεν θα ξέραμε καν πως κυκλοφόρησε.

Πριν προχωρήσω όμως στον σχολιασμό της ταινίας που κατάφερε να γίνει τελικά, μία από τις αγαπημένες μου, θέλω λίγο να σταθώ στο γεγονός του ό,τι ο κινηματογράφος έχει γίνει έξοδος πολυτελείας, με ένα εισιτήριο που κοστίζει 9,50 ευρώ (παλιότερη τιμή 7,50 ευρώ) και το μεγάλο pop corn να στοιχίζει στα 4,50 ευρώ και φυσικά έναν βασικό μισθό που δεν φτάνει τα 800 ευρώ.

Πάμε τώρα στην ταινία.

Ο Τοbias (ο υπέροχος Andrew Garfield), είναι ένας “κλειστός” άνδρας, με την σταθερή του δουλειά, πολύ ευγενικός και σε ορισμένες σκηνές της ταινίας άβολος. Πρόσφατα διαζευγμένος, μένει στο σπίτι του πατέρα του με τον οποίο φαίνεται πως διατηρεί πολύ καλή σχέση, σε ένα επαγγελματικό του (μάλλον) ταξίδι βγαίνει με το μπουρνούζι στον δρόμο να αγοράσει ένα στυλό για να υπογράψει το διαζύγιο του και τελικά, η Almut (η φρέσκια Florence Pugh) μία νεαρή επιτυχημένη σεφ, μπαισέξουαλ, νευρική με χιούμορ, κοινωνική και συνάμα δυναμική τον χτυπά με το αμάξι. Κάπως έτσι λοιπόν, γνωρίζονται και επιβεβαιώνεται η θεωρία πως τα ετερώνυμα έλκονται.

Βλέπουμε λοιπόν, εν τάχει τα τελευταία 10 χρόνια της κοινής τους ζωής, να θέλει ο Tobias να κάνει οικογένεια μαζί της και εκείνη να μην θέλει παιδιά, να βγαίνουν σε πάρτι με φίλους της και εκείνος να κάθεται και να την χαζεύει μόνος με ένα ποτό στο χέρι, τελικά να μένει έγκυος και να στέκεται δίπλα της με ένα χρονόμετρο κάθε μέρα. Η Almut γεννάει στις τουαλέτες ενός βενζινάδικου, σε αυτή την σκηνή δεν σταματήσαμε να γελάμε – θα ήμουν περιγραφική αλλά δεν θέλω να σας κάνω άλλα spoil.

Να γνωρίζονται οι οικογένειες τους, από την πλευρά της Almut μία οικογένεια με 3 αδέρφια και μία εξωστρεφή μητέρα και από την πλευρά του Tobias μονάχα ο γλυκύτατος πατέρας του. Ο χρόνος να κυλά πολύ γρήγορα με τον καρκίνο να τους κυνηγά ενώ εκείνοι προσπαθούν να τον αγνοήσουν ενώ εκείνος τους χτυπά την πλάτη βίαια σε κάθε τους σκέψη.

Τους βλέπουμε να έχουν μετακομίσει στα προάστια του Λονδίνου σε μία αγριοικία, με δικά τους λαχανικά, ζώα και πλέον μία κόρη. Εκείνη, έχει το δικό της μισελέν εστιατόριο εκείνος γνωρίζουμε πως δουλεύει αλλά τον παρακολουθούμε να είναι περισσότερο στο σπίτι με την κόρη τους. Η πιο δυνατή σκηνή για μένα εκείνη που βγαίνουν στον κήπο και ξυρίζουν οικογενειακώς τα μαλλιά της Almut. Την επόμενη μέρα εκείνος, έχει γεμίσει όλο το σπίτι με κεριά και της κάνει πρόταση γάμου, εκείνη όμως έχει άλλες βλέψεις, να ακολουθήσει μέχρι τέλους την καριέρα της.

Η πλοκή της ταινίας όσο εξελίσσεται τόσο πιο πολύ ταιριάζει στα ζευγάρια του σήμερα. Χωρίς λοιπόν να γίνει μελοδραματική, γίνεται περιγραφική και αληθινή και κινεί μέσα σου έντονα συναισθήματα που σου βουρκώνουν τα μάτια,  χωρίς κλισέ ατάκες. Με μία σύγκρουση χαρακτήρων βγαλμένων από δύο διαφορετικούς κόσμους, κρατά την ισορροπία σε κάθε σκηνή και παίζει μπάλα ανάμεσα στην χαρά και τον πόνο.

Και ενώ είναι ακόμη μία κομεντί που περιγράφει την ζωή ενός καρκινοπαθούς ατόμου, και το πως το βιώνει ο σύντροφος του, αυτό που με κέρδισε ήταν το γεγονός του ό,τι δεν επικεντρώθηκαν στις τελευταίες τους στιγμές, οριακά δηλαδή δεν είδαμε καθόλου το πως πέθανε η πρωταγωνίστρια, δεν ζήσαμε τον αποχωρισμό, αλλά ζήσαμε την σκέψη του “σε λίγο καιρό δεν θα είναι μαζί μας” η οποία δεν μπορούσε να βγει από το μυαλό μας, από τα πρώτα λεπτά μέχρι τα τελευταία. Είναι μία αισθηματική ιστορία που γυρνά γύρω από τις καλές και τις πολύ κακές στιγμές μίας σχέσης, χωρίς να πλησιάζει δημιουργώντας μία νοσταλγία και μία τρομερή τρυφερότητα. Ενώ ταυτόχρονα σου ξυπνά σκέψεις αυτογνωσίας και ερωτηματικών για τα δικά σου βιώματα, για τις δικές σου αποφάσεις και τελικά για το πόσο γρήγορα κυλά ο χρόνος, όταν βρίσκεσαι σε μία καλή σχέση που βασίζεται στην αλληλοκατανόηση.

Οι ερμηνείες των Άντριου Γκάρφιλντ Pugh και της  Φλόρενς Πιου είναι πραγματικά η ψυχή της ταινίας, υποδύονται χαρακτήρες με βαθιά ελαττώματα, αλλά συνάμα σχετικούς, δίνουν αποχρώσεις στους ρόλους τους, μεταφέροντας τόσο την τρυφερότητα όσο και την ένταση που υπάρχει σε κάθε σκηνή. Plus one, διότι, δεν είναι ένα πολυδιαφημισμένο κινηματογραφικό δίδυμο.

Δεν σταμάτησα να κλαίω και να χαμογελάω σε όλη την διάρκεια της ταινίας. Έφυγα από την αίθουσα και ήθελα να αγκαλιάσω όλο τον κόσμο. Είχα καιρό να το αισθανθώ αυτό. Πέρασαν μόλις 3 ημέρες και περιγράφω στους φίλους μου την ταινία με τον ίδιο ενθουσιασμό. Δεν είμαι κριτικός κινηματογράφου αλλά όντας λάτρης των αισθηματικών κομεντί μπορώ να πω πως είχε καιρό να με κερδίσει φιλμ τόσο πολύ. Διάβασα πως την χαρακτηρίζουν μελόδραμα, εγώ όμως πιστεύω πως απλώς σου δημιουργεί το αίσθημα του αποχωρισμού στα πρώτα 2 λεπτά και αυτό, σε “αγκαλιάζει” καθ’όλη την διάρκεια χωρίς υπερβολικές αντιδράσεις, κλισέ μονολόγους και έντονα φορτισμένες συναισθηματικές σκηνές.

Για μένα ήταν ένα διαμάντι μετά το Lalaland. Και τελικά, άξιζαν τα 9,5 ευρώ και ένα αβίαστο “πάμε να δούμε άλλο ένα μελόδραμα”.

Υ.Γ. Τελικά, αγαπώ, τον Nick Payne και τον Τζον Κρόουλι!
#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα