Η ακαμψία του πολιτισμικού κράτους ή η Λίνα Μενδώνη ως σύμπτωμα της θνησιγενούς διαχείρισης
Η εποχή της Λίνας Μενδώνη, μια εποχή χωρίς σιωπή, χωρίς παύση, χωρίς ανάσα, υπήρξε, ίσως, το απόγειο της λήθης μεταμφιεσμένης σε προστασία - Γράφει ο Μ. Λαμπράκης
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Στην εποχή της αποπολιτικοποίησης του πολιτικού, της καλλιτεχνικής καταστολής που παρουσιάζεται ως μέριμνα, και της ακινησίας που βαφτίζεται πρόοδος, η μορφή της Λίνας Μενδώνη δεν ανήκει πια στο πεδίο της κριτικής· ανήκει στο πεδίο της ανατομίας. Το έργο της, ή, ακριβέστερα, η στρατηγική της, δεν μπορεί να κατανοηθεί μέσα από την απλή εναλλαγή επιτυχιών και σφαλμάτων, αλλά ως συμβάν του κρατικού λόγου πάνω στο σώμα του πολιτισμού, ως επιβολή μιας ψυχρής λογιστικής των αξιών πάνω σε ένα χώρο που οφείλει να παράγει νόημα, όχι απορροφητικότητα ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η Λίνα Μενδώνη δεν υπήρξε απούσα όπλα αυτά τα χρόνια της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη. Αντιθέτως υπήρξε εμφατικά παρούσα.
Και αυτή η παρουσία, η μονότονη, γραφειοκρατική, απρόσωπη και βουβή, είναι ακριβώς που καθιστά την περίπτωσή της αποκαλυπτική.
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική μορφή δεν αναιρεί το κράτος, αλλά το επανεφευρίσκει ως εργαλείο τεχνικής κυριαρχίας, όχι για να υπηρετεί πολίτες, αλλά για να οργανώνει διαδικασίες. Κι η Μενδώνη υπήρξε υπόδειγμα αυτής της κρατικής μορφής: η υπουργός που «υπηρετεί τον πολιτισμό» χωρίς να τον κατοικεί, που «διασφαλίζει τη συντήρηση» χωρίς να αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο εκείνου που συντηρεί.
Ο πολιτισμός, όμως, δεν είναι αλγόριθμος συντηρησιμότητας. Δεν είναι μια γραμμική απόδοση χρηματοδότησης σε αποδοτικότητα έργου. Η τέχνη δεν μπορεί να μετατραπεί σε θεσμική αναπαράσταση της αρμονίας, καθώς είναι πάντοτε ένας τόπος ασυμμετρίας, ενόχλησης, σκανδάλου, επιτελεστικής φθοράς. Το θέατρο δεν είναι εκτελεστικό προϊόν. Είναι ρωγμή. Η επιτέλεση δεν είναι πρόγραμμα αλλά πληγή.
Η Μενδώνη απέτυχε ακριβώς εκεί όπου πέτυχε: δεν άφησε χώρο στο ανοίκειο, στο επικίνδυνο, στο μετέωρο που συγκροτεί την ουσία του πολιτισμικού φαινομένου. Διεκπεραίωσε έργο χωρίς θεώρηση, κατεύθυνε το υπουργείο σαν δημόσιο λογιστήριο, εστίασε στην ορατότητα του έργου ως branding και όχι στη γενεαλογία του ως αντιστάθμιση στη φθορά.
Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε την εμμονική της προσήλωση στο κράτος ως φορέα πολιτισμικής ευθύνης. Αυτή η σχεδόν προνεωτερική πίστη στην res publica ως εντολέα της πολιτισμικής επιμέλειας είναι μια ιδεολογική σταθερά σπάνια, σχεδόν αταβιστική, σε μια εποχή όπου η ιδιωτικοποίηση, η εταιρική χορηγία και η λογική του φεστιβάλ εξοβελίζουν κάθε δημόσια πολιτισμική φαντασία. Η Μενδώνη δεν πούλησε τον Παρθενώνα
Αλλά τον περικύκλωσε με αναπλάσεις. Και αυτό, αν και ανεπαρκές, είναι υπαρξιακά λιγότερο επώδυνο από την παραίτηση από κάθε μορφή ευθύνης.
Ο θάνατος του πολιτισμού δεν έρχεται από εξωτερική επιβολή, αλλά από υπερλειτουργία, από το ότι «όλα πλέον λειτουργούν». Η Μενδώνη ενσαρκώνει αυτήν την υπερλειτουργικότητα: έστησε μια πολιτισμική γραφειοκρατία τόσο αποτελεσματική που εκμηδένισε την επιθυμία. Το υπουργείο της δεν παρήγαγε πολιτισμό. Παρήγαγε κανονικότητα δημοσίου υπαλλήλου.
Και εδώ βρίσκεται η μέγιστη αποτυχία της: το ότι εφάρμοσε την ιδεολογία του μη συμβάντος, της αθόρυβης πολιτικής μηχανής, σε ένα πεδίο που απαιτεί πάθος, ρίσκο, ανοιχτές πληγές, ηθικά διλήμματα, σχέσεις εμπιστοσύνης, αγωνίες και εκτροπές. Δεν άκουσε ποτέ τη φωνή του ρήγματος, κι έτσι, κατέστη η ίδια μέρος του τσιμέντου.
Η πολιτική του πολιτισμού δεν είναι διοίκηση, είναι στάση απέναντι στο οντολογικό βάθος της κοινότητας. Και αυτή η στάση δεν μετριέται σε επισκέπτες, αλλά σε σκοτάδι που διαλύθηκε.
Η εποχή της Λίνας Μενδώνη, μια εποχή χωρίς σιωπή, χωρίς παύση, χωρίς ανάσα, υπήρξε, ίσως, το απόγειο της λήθης μεταμφιεσμένης σε προστασία.
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής