Η ατέλειωτη μονοκαλλιέργεια της καφετέριας
Η Ελλάδα όμως δεν μπορεί να στηρίξει το μέλλον της σε ένα μοντέλο που βασίζεται στην υπερεργασία, στη φτηνή απασχόληση και στην εξάρτηση από τον τουρισμό
Δύο ειδήσεις που διάβασα με παρακίνησαν να γράψω τις παρακάτω γραμμές. Από τη μια τα τεράστια ποσά με τα οποία βρέθηκε ο Φραπές από την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ και από την άλλη μια νέα μελέτη του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του LSE (Nikiforos, Missos, Pierros & Rodousakis, 2025) που αποτυπώνει με ακρίβεια τη μεταμόρφωση της ελληνικής οικονομίας σε μια οικονομία των υπηρεσιών φιλοξενίας και εστίασης (Accommodation and Food Service Activities – AFSA), δηλαδή τουρισμού, εστιατορίων, καφέ, μπαρ και βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Έτσι έχουμε από την μία την οικονομία του Φραπέ (που είναι η οικονομία της διαφθοράς) και από την άλλη την οικονομία του καφέ (ή του καφενείου σε ελεύθερη απόδοση) όπως την χαρακτηρίζουν οι 4 συγγραφείς.
Οι τελευταίοι, στην εργασία τους τονίζουν ότι από το 2009 έως σήμερα, η απασχόληση στον τομέα της φιλοξενίας και της εστίασης αυξήθηκε κατά 87%, απορροφώντας σχεδόν το 43% των νέων θέσεων εργασίας. Όμως η παραγωγικότητα του ίδιου τομέα μειώθηκε αισθητά ενώ οι πραγματικοί μισθοί κατακρημνίστηκαν. Πρόκειται λοιπόν για μια δομική μετατόπιση της ελληνικής οικονομίας προς έναν τομέα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, ο οποίος παράλληλα λειτουργεί και σαν «πολλαπλασιαστής» της φθηνής εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι ένα παράδοξο: έχουμε περισσότερες θέσεις εργασίας, αλλά λιγότερη παραγωγικότητα, μικρότερα εισοδήματα και λιγότερες ευκαιρίες εξέλιξης. Αυτό σημαίνει αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος της εργασίας.
Η μελέτη αυτή δείχνει λοιπόν ότι η κατακόρυφη πτώση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα δεν ήταν μια φυσική εξέλιξη ούτε και οφείλεται σε έλλειψη μεταρρυθμίσεων, το αντίθετο. Οφείλεται στις μνημονιακές πολιτικές και στη συνταγή των μεταρρυθμίσεων που υποτίθεται ότι θα έκαναν την οικονομία πιο ανταγωνιστική αλλά τελικά οδήγησαν στην συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης και στη μείωση των πραγματικών μισθών. Και αυτό όχι μόνο στον τουρισμό φυσικά αλλά στους περισσότερους κλάδους απασχόλησης.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι επιχειρήσεις δεν είχαν κίνητρο να καινοτομήσουν· αφού οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταναλώσουν, και η οικονομία παγιδεύτηκε σε ένα φαύλο κύκλο στασιμότητας (χαμηλής παραγωγικότητας).
Έτσι, αντί να μεταβούμε σε μια «οικονομία της γνώσης», περάσαμε σε μια «οικονομία του καφέ/καφενείου». Η Ελλάδα μετατράπηκε σε μια οικονομία δύο ταχυτήτων: από τη μία τα τουριστικά νησιά, οι υπηρεσίες, τα AirBnB και οι εποχικοί εργαζόμενοι· από την άλλη μια αποδυναμωμένη βιομηχανία, υποχρηματοδοτούμενη έρευνα (και εκπαίδευση θα συμπληρώσω) και ένα κράτος που ζει με την ψευδαίσθηση ότι οι αφίξεις τουριστών είναι δείκτης ανάπτυξης. Και στο όνομα αυτής της ανάπτυξης θυσίασε πολλές φορές και το φυσικό της περιβάλλον.
Αυτή η μετάβαση στην «οικονομία του καφενείου» έχει όμως κατά την άποψή μου και ένα βαθύ κοινωνικό κόστος: απομακρύνει συναισθηματικά και πρακτικά τους νέους από τα πανεπιστήμια, την γνώση, την έρευνα και την επιστημονική τους πορεία. Όταν η αγορά εργασίας προσφέρει ελάχιστες προοπτικές και ελάχιστα υψηλότερες απολαβές σε όσους έχουν υψηλά προσόντα, όταν το δίπλωμα, το μεταπτυχιακό ή το διδακτορικό δεν πληρώνουν περισσότερο από μια εποχική θέση στον τουρισμό ή σε ένα κατάστημα εστίασης, τότε η απογοήτευση γίνεται συλλογική. Και έτσι έχουμε μια διπλή φυγή…
Από τη μία οι νέοι που έχουν φιλοδοξίες εξακολουθούν να φεύγουν στο εξωτερικό ενώ από την άλλη φεύγουν νοητικά αλλά σταδιακά και ουσιαστικά από την ιδέα μιας κοινωνίας που επενδύει στη γνώση.
Η Ελλάδα όμως δεν μπορεί να στηρίξει το μέλλον της σε ένα μοντέλο που βασίζεται στην υπερεργασία, στη φτηνή απασχόληση και στην εξάρτηση από τον τουρισμό. Η «οικονομία του καφέ» δεν είναι ανάπτυξη αλλά στασιμότητα. Ούτε φυσικά μπορούμε να συνεχίσουμε να ανεχόμαστε την «οικονομία του Φραπέ» που κάνει μια βίαιη αναδιανομή του πλούτου σε γνωστούς και φίλους…δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερες τάσεις φυγής.
Αν θέλουμε πραγματικά μια χώρα παραγωγική και δίκαιη, πρέπει να επαναφέρουμε στο κέντρο της πολιτικής την αξιοπρεπή εργασία, την καινοτομία και την έρευνα σε συνδυασμό φυσικά με την δικαιοσύνη και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Μόνο έτσι θα οδηγηθούμε σε μια οικονομία που παράγει γνώση και αξία —και όχι μόνο καφέδες και Φραπέδες.
