Η δικιά μου Χαλκιδική

Στα µέσα της δεκαετίας του εβδοµήντα έκανα το πρώτο µου ταξίδι στην Χαλκιδική. Προορισµός η Βουρβουρού που τότε έµοιαζε µε ένα µέρος φανταστικό σαν τον πλανήτη Κάλαβροξ.

Εύη Καρκίτη
η-δικιά-μου-χαλκιδική-458404
Εύη Καρκίτη
thalatamain5.jpg

Της Εύης Καρκίτη

Στα µέσα της δεκαετίας του εβδοµήντα έκανα το πρώτο µου ταξίδι στην Χαλκιδική. Προορισµός η Βουρβουρού που τότε έµοιαζε µε ένα µέρος φανταστικό σαν τον πλανήτη Κάλαβροξ.

Για να φτάσουµε εκεί χρειαζόµασταν αντοχές περιπέτειας camel trophy, κτήνος αυτοκίνητο για να κρατήσει στον κατσικόδροµο, θερµός µε νερό και τάπερ µε κεφτεδάκια, γιατί θα έπαιρνε και ένα πεντάωρο µέχρι να την ανακαλύψουµε. Βέβαια ήταν σαν να ανακαλύπταµε την Αµερική. Βάλτοι σαν να βγήκαν από µυθιστόρηµα, πεντακάθαρα νερά, ρηχά και ζεστά, πεύκα που έφταναν µέχρι την αµµουδιά, ένα ποίηµα, ένα όνειρο, χωρίς αντηλιακά, γυαλιστερά σώµατα, κατεψυγµένα καλαµαράκια Beach bar και Άννα Βίσση.

Αργότερα η Χαλκιδική άρχισε να γίνεται πιο δική µας. Πρώτα κατακτήθηκε το πρώτο πόδι. Η έλευση των Θεσσαλονικέων στάθηκε µοιραία για την εξέλιξή του. Ξεφύτρωσαν τα εξοχικά στην Ποτίδαια, οι πολυκατοικίες τύπου Ξηροκρήνης στη Χανιώτη, στήθηκε το βασίλειο της µεζονέτας στην Σίβηρη. Οι παραλίες γέµισαν οµπρέλες, αυτοκίνητα, ταβέρνες. Μια καταραµένη δύναµη όµως µας τραβούσε και µας τραβάει ακόµη εκεί. Και ας µην είναι πια τόσο όµορφα. Ούτε τόσο κοντά. Η Καλλιθέα είναι πλέον εδώ και χρόνια η πρωτεύουσα της καλοκαιρινής νύχτας, η πλαστική καρέκλα το σύµβολο της. Μπαρ, κλαµπ και µπουζουξίδικα ανοιγοκλείνουν και σκίζονται να κρατήσουν τους Θεσσαλονικείς, που τα Σαββατοκύριακα του καλοκαιριού µετακοµίζουν όλοι εκεί. Το δεύτερο πόδι αρχικά αντιστάθηκε. Με λιγότερους οικισµούς, αµέτρητες παραλίες, ονειρεµένες θάλασσες, ξεκίνησε την τουριστική ζωή του ως ορµητήριο ψαροτουφεκάδων και φρικιών. Το πόσος Μποµπ Ντύλαν ακούστηκε σε εκείνα τα µέρη, πόσα sleeping bags στρώθηκαν στις ακτές του, πόσες φωτιές άναψαν τις νύχτες, πόση τζίβα κυκλοφόρησε, είναι αδύνατο πια να τη µετρήσει κανείς. Ούτε και τα χταπόδια που χτυπήθηκαν µε µανία στα βραχάκια της. Ο γυµνισµός και η επιστροφή στη φύση καθόρισαν για µια δεκαετία τη Σιθωνία, που κάποια στιγµή ξεπέρασε το σύνδροµο Γούντστοκ και άρχισε µια ζωή πιο οικογενειακή και πιο συµβατική. Στα πρώην φρικοκάµπινγκ ακούγεται από τη διπλανή σκηνή ο Πλούταρχος, στα τροχόσπιτα η τηλεόραση παίζει ποδόσφαιρο και σαπουνόπερες και ο κόσµος είναι τόσο πολύς που κανείς πια δεν βγάζει το µαγιό του. Φίλοι από την Αθήνα πρόπερσι αποφάσισαν να περάσουν τις διακοπές τους στην Σιθωνία σε γνωστή και αγαπηµένη για τους Θεσσαλονικείς ακτή. Βρήκαν τρισεκατοµµύρια τροχόσπιτα παραταγµένα, λαϊκά τραγούδια να παίζουν στη διαπασών, µπριζόλες να ψήνονται στις ψησταριές. Έφυγαν τροµαγµένοι για να αναζητήσουν κάτι ανθρώπινο. Εµείς προφανώς έχουµε συνηθίσει.

Στο τρίτο πόδι, το λιγότερο συναρπαστικό από το πρώτο, το λιγότερο όµορφο από το δεύτερο µε την αργή βαρετή οικογενειακή νύχτα ίσως κάποιος να βρει κάτι από την ησυχία του παλιού καιρού. Είναι η τελευταία ελπίδα εκείνων που αγαπούν την Χαλκιδική και θέλουν να περνούν τα καλοκαίρια κοντά της. Παρά το οικιστικό χάλι της, η µυρωδιά της, εκείνη η µίξη θυµαριού και θάλασσας, παραµένει µοναδική, οι ακτές της µας έχουν γίνει έξη. Γι’ αυτό και υπάρχει το σχετικό ανέκδοτο.

Από τι ξεχωρίζει ο κάτοικος της Θεσσαλονίκης που περνάει τις διακοπές του σε νησί της Καραϊβικής: “Όταν πάει για κολύµπι σκέφτεται: Ωραίες θάλασσες αλλά  σαν της Χαλκιδικής δεν είναι”.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα