Η εκταφή δεν είναι πράξη ελπίδας. Είναι πράξη απόγνωσης

Ο Μάνος Λαμπράκης γράφει για τους —συχνά παραγνωρισμένους— συμβολισμούς που φέρει το νεκρό σώμα του Ντένις Ρούτσι

Parallaxi
η-εκταφή-δεν-είναι-πράξη-ελπίδας-είναι-1385685
Parallaxi

Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης

Υπάρχει μια κατηγορία θανάτου που δεν ολοκληρώνεται. Όχι επειδή δεν συνέβη, αλλά επειδή δεν μπορεί να πενθηθεί. Είναι οι θάνατοι που αποσπούν από τον επιζώντα το δικαίωμα της ύλης. Θάνατοι χωρίς σώμα, χωρίς μορφή, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα αφής. Θάνατοι όπου η απώλεια δεν είναι απλώς υπαρξιακή, είναι υλική, χειρωνακτικά ανυπόστατη. Ο Πάνος Ρούτσι ανήκει σε εκείνους που παρέλαβαν το παιδί τους όχι ως σώμα, αλλά ως υπόλειμμα. Όχι ως νεκρό, αλλά ως διαλυμένο.

Η βιολογική φθορά δεν είναι το τραγικό. Τραγικό είναι το αδιανόητο: να μην μπορείς να δεις, να μην μπορείς να αγγίξεις, να μην μπορείς να αναγνωρίσεις. Να μην έχεις τίποτα να πλύνεις, τίποτα να ενταφιάσεις εν γνώσει σου. Το φέρετρο σφραγίζεται, όχι για λόγους τιμής ή υγειονομικής ασφάλειας, αλλά γιατί αυτό που περιέχει δεν επιτρέπει κανέναν τελευταίο διάλογο. Η υλικότητα του θανάτου έχει ήδη χαθεί κι αυτό που απομένει είναι ένα τεχνικό, διοικητικό αντικείμενο: μία σακούλα αποκαΐδια, ένα όνομα στην ετικέτα, ένας αύξων αριθμός.

Στην περίπτωση των Τεμπών, δεν χάθηκαν μόνο άνθρωποι. Καταργήθηκε η αφή. Το κράτος – ως θεσμικός φορέας του πένθους – παρέδωσε στους γονείς τεκμήρια, όχι παιδιά. Ό,τι δεν μπορούσε να καεί, να αποσυντεθεί, να εξαφανιστεί – τους επεστράφη. Κάποια θραύσματα οστών, ίσως, κάποιο τεμάχιο ένδυσης, ένα πορτοφόλι. Κανένα βλέμμα. Καμία επιδερμική επαφή. Καμία μετάβαση από το ζωντανό στο νεκρό. Μόνο απόν.

Σ’ αυτή την ερημωμένη μορφή πένθους συναντά κανείς και πολλαπλά προηγούμενα ανάλογα παραδείγματα: ο Ηρακλειώτης πιλότος Βασίλης Ανδρεαδάκης, σκοτωμένος στις 23 Μαΐου 1980 έξω από τη Λαμία, όταν, στη διάρκεια διατεταγμένης αποστολής, το RF‑5A στο οποίο επέβαινε κατέπεσε σε ακατοίκητη περιοχή, προκειμένου να μην συγκρουστεί με τον αστικό ιστό της πόλης. Η απόφασή του απέτρεψε την καταστροφή. Η πράξη του υπήρξε εξαιρετικά ηθική. Το αποτέλεσμα όμως ήταν το ίδιο: ο νεκρός δεν είχε σώμα. Και οι γονείς του δεν είχαν πένθος. Είχαν τιμές, είχαν λόγια, είχαν μνήμη — αλλά όχι άγγιγμα.

Θυμάμαι μικρός, πάντα την μητέρα του και γειτόνισσα του παππού και της γιαγιάς μου, Την κυρία Βαγγελιώ, στο νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου να πηγαίνει κάθε απόγευμα και στην υπόγεια κατακόμβη να έχει τοποθετήσει ένα τραπεζάκι μικρό, μια καρέκλα και να ψήνει τον ελληνικό καφέ της σε ένα μπρούτζινο μικρό γκαζάκι με ανοικτό πάντα σε έναν μουσικό σταθμό το τραντζιστοράκι.

Η απώλεια του σώματος δεν είναι αφηρημένη. Είναι ακρωτηριασμός της δυνατότητας της μνήμης. Ό,τι δεν έχει υλική αναφορά, διαλύεται στο άχρονο της φαντασίας. Όταν ο θάνατος γίνεται αόρατος, χάνει την τελετουργική του δύναμη και μετατρέπεται σε άθροισμα πληροφοριών: ποιος, πότε, πού, με ποιο τρόπο. Δεν απομένει τίποτα να κρατήσει κανείς. Κανένα πρόσωπο. Καμία αγκαλιά. Ο χρόνος του πένθους δεν κυλά, μένει αιχμάλωτος σε μια συνθήκη ανεπίγνωστης φρίκης.

Αυτό το σώμα που χάθηκε δεν ήταν ένα σώμα. Ήταν το παιδί. Ήταν η ιστορία του, η φωνή του, η μυρωδιά του, το βλέμμα που απέσπασε από τον πατέρα και την μάνα του ένα «καληνύχτα». Το σώμα αυτό δεν είναι αναλώσιμο – είναι ανεπανάληπτο. Και αυτό το ανεπανάληπτο, το κράτος το διαμέλισε, το ανέλαβε, το εξαφάνισε — και το παρέδωσε στον πατέρα του σε σφραγισμένο κουτί. Όχι για λόγους υγειονομικούς. Για λόγους πολιτικής ενοχής. Γιατί το κράτος φοβάται την υλικότητα της ευθύνης.

Το τραύμα του Πάνου Ρούτσι δεν είναι ιδιωτικό. Είναι αρχέτυπο. Είναι η ακύρωση της πατρότητας στην τελική της μορφή: τη φροντίδα του νεκρού παιδιού. Ο πατέρας δεν μπορεί να γίνει νεκροθάφτης του παιδιού του, γιατί δεν έχει παιδί να θάψει. Δεν έχει στόμα να φιλήσει, μέτωπο να σταυρώσει, χέρι να ακουμπήσει. Δεν έχει τίποτα.

Και αυτό το τίποτα δεν είναι απώλεια. Είναι βεβήλωση.

Κανένα συλλυπητήριο μήνυμα, κανένα υπουργικό συμβούλιο, καμία συγγνώμη δεν φτάνει εκεί. Γιατί το κράτος δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα πίσω. Δεν μπορεί να επανορθώσει την απουσία του σώματος. Δεν μπορεί να αποκαταστήσει την αφανισμένη αφή. Δεν μπορεί να δημιουργήσει μια τελετουργία όπου το σώμα έχει εξαφανιστεί. Μπορεί μόνο να υποχωρήσει — και να σωπάσει.

Ο Πάνος Ρούτσι δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος. Όχι επειδή πενθεί. Αλλά επειδή δεν έχει πενθήσει. Γιατί για να πενθήσεις, πρέπει να έχεις κρατήσει. Και αυτό δεν του το επέτρεψαν.

Και ο Ντενίς δεν πρόκειται απλώς για έναν χαμένο γιο. Πρόκειται για ένα κράτος που απέτυχε να διαφυλάξει τη μορφή του πένθους. Ένα κράτος που σκότωσε – και εξαφάνισε. Και το έκανε όχι μόνο στις οικογένειες των νεκρών των Τεμπών, αλλά και νωρίτερα, και παλιότερα, και σε κάθε περίπτωση που το φέρετρο σφραγίστηκε πριν το βλέμμα αποχαιρετήσει.

Και τώρα που δόθηκε, επιτέλους, η άδεια της εκταφής, και αναμένονται οι τοξικολογικές εξετάσεις του Ντενίς Ρούτσι, θα ανοιχθεί ο τάφος. Και μέσα του θα ανοιχθούν δύο σακούλες. Τι περιέχουν αυτές οι σακούλες; Ποια μορφή ανθρώπου, ποια εικόνα παιδιού, ποια σύσταση υλικής παρουσίας επιβιώνει μέσα σ’ αυτές; Το ερώτημα δεν είναι ιατροδικαστικό. Είναι φιλοσοφικό και πολιτικό: μπορεί η δικαιοσύνη να οικοδομηθεί επάνω σε ύλη διαμελισμένη; Μπορεί μια μάνα ή ένας πατέρας να κληθούν να πιστοποιήσουν το αίτιο του θανάτου, όταν αυτός ο θάνατος υπήρξε ήδη άρνηση της μορφής;

Η εκταφή δεν είναι πράξη ελπίδας. Είναι πράξη απόγνωσης. Είναι η καθυστερημένη απόπειρα της Πολιτείας να επιτρέψει – υπό όρους – την επιστροφή του πραγματικού.

Όμως το πραγματικό δεν βρίσκεται πια εκεί. Η αλήθεια, αν υπάρξει, θα βρεθεί μέσα σε δύο σακούλες.

Και τότε θα τεθεί το έσχατο ερώτημα: σε ποιον απευθύνεται αυτή η αλήθεια, και με ποιο τίμημα θα ακουστεί;

Γιατί η δικαιοσύνη χωρίς σώμα, χωρίς μορφή, χωρίς άγγιγμα, δεν είναι δικαιοσύνη. Είναι ομοίωμα δικαιοσύνης. Και αυτό το ομοίωμα θα παραμένει να αιωρείται πάνω από τη χώρα, μέχρι το ίδιο το κράτος να κοιτάξει τον πατέρα και να του πει, όχι τι συνέβη — αλλά γιατί έγινε ό,τι έγινε έτσι.

*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής .

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα