Η επόμενη ημέρα των εκλογών αναδεικνύει την αναγκαιότητα για έμφυλη ισότητα

71 χρόνια από την κατοχύρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τις γυναίκες, η υποεκπροσώπηση τους στην αυτοδιοίκηση αποδεικνύει την υφιστάμενη έμφυλη ανισότητα

Parallaxi
η-επόμενη-ημέρα-των-εκλογών-αναδεικνύ-1070717
Parallaxi

Λέξεις: Αγγελική Κόγιου

Η δεύτερη Κυριακή των αυτοδιοικητικών και περιφερειακών εκλογών έχει παρέλθει. Στο διάβα της άφησε ανατροπές, εκπλήξεις, αποχωρήσεις και νέα πρόσωπα στους δήμους και στις περιφέρειες της χώρας.

Αυτό όμως που παραμένει ίδιο και αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων είναι η υποεκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική σκηνή και στην προκειμένη περίπτωση στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των πρόσφατων εκλογών, από τους 1.222 δημοτικούς συνδυασμούς μόλις 164 γυναίκες διεκδίκησαν τον δημαρχιακό θώκο ως επικεφαλής παράταξης (13,5%).

Στους 332 δήμους της χώρας μόλις 22 γυναίκες εκλέχθηκαν δήμαρχοι (6,62%) και από τους 66 δήμους της Αττικής μονάχα 6 γυναίκες εκλέχθηκαν (9,91%). Οι συσχετίσεις των φύλων σε επίπεδο περιφέρειας δε διαφέρουν ιδιαίτερα, καθώς από τους 176 περιφερειακούς συνδυασμούς μόλις οι 11 είχαν επικεφαλής γυναίκα (14,1%), ενώ καμία από αυτές δεν εκλέχθηκε.

Στις προηγούμενες δημοτικές εκλογές η εικόνα της εκπροσώπησης γυναικών στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι πανομοιότυπη. Πιο συγκεκριμένα, το 2019, το ποσοστό των υποψήφιων γυναικών δημάρχων άγγιξε το 10,8% και το ποσοστό των εκλεγέντων ήταν 5,4%.

Στις περιφερειακές εκλογές του 2019 μόλις το 10,8% των γυναικών διεκδίκησε τη θέση της περιφερειάρχη, ενώ εξελέγη μόνο μία σε αυτή τη θέση (η Ρόδη Κράτσα στα Ιόνια Νησιά), αποδεικνύοντας πως καμία αξιοσημείωτη πρόοδος δεν έχει σημειωθεί εντός της τελευταίας τετραετίας.

Εβδομήντα ένα χρόνια από την κατοχύρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τις γυναίκες, τα ποσοστά αποδεικνύουν και επιβεβαιώνουν την υφιστάμενη ανισότητα μεταξύ των φύλων στον τομέα της πολιτικής.

Η πολιτική αποτελεί διαχρονικά ένα ανδροκρατούμενο πεδίο, το οποίο απαιτεί ηγετικά και ορθολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία κατέχουν εκ φύσεως αποκλειστικά οι άνδρες, σύμφωνα με τα ευρέως γνωστά παρωχημένα μεν, δημοφιλή δε, σεξιστικά στερεότυπα. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα η παραπάνω στερεοτυπική και μισογύνικη αντίληψη αποτελεί για κάποιους/ες πολίτες το κεντρικό κριτήριο ψήφου στις εκλογές.

Παράλληλα, κάποιοι πολιτικοί φέρουν τις ίδιες σεξιστικές αντιλήψεις, εξαπολύοντας υποτιμητικά, απαξιωτικά και κακοποιητικά σχόλια και αντίστοιχες συμπεριφορές προς τις γυναίκες συναδέλφισσες τους. Ένα τέτοιο περιβάλλον ασφαλώς λειτουργεί απωθητικά για τις γυναίκες, οι οποίες ενδέχεται να παραμερίσουν την επιθυμία τους για την ενασχόληση με την πολιτική, προκειμένου να αποφύγουν τέτοιου είδους ψυχοφθόρες συνθήκες.

Με αυτόν τον τρόπο περιορίζεται η γυναικεία παρουσία στην πολιτική ζωή της χώρας, δεδομένου ότι υπάρχουν ελάχιστες γυναίκες στα πολιτικά δρώμενα, με αποτέλεσμα το μήνυμα που διαχέεται να είναι αποτρεπτικό για όλες τις υπόλοιπες γυναίκες.

Αποτρεπτικά επίσης λειτουργεί και η ανάθεση πολλαπλών και πολυδιάστατων ρόλων στις γυναίκες, η οποία εμποδίζει την συμμετοχή τους στην πολιτική. Ο ρόλος της συζύγου, της μητέρας, της εργαζόμενης και ενίοτε της φροντίστριας κάποιου ηλικιωμένου ατόμου κατακλύζουν με πλείστες υποχρεώσεις την καθημερινότητα των γυναικών. Δεδομένου ότι η πολιτική αποτελεί ένα απαιτητικό πεδίο δράσης, τόσο από άποψη χρόνου/ωραρίων, όσο και εργασιακών απαιτήσεων, ο συνδυασμός της με όλους τους παραπάνω ρόλους, καθίσταται τουλάχιστον εξαντλητικός, εάν όχι ανέφικτος.

Την ίδια στιγμή, οι γυναίκες καλούνται να εστιάσουν την προσοχή τους σε στοιχειώδη θέματα προσωπικής και οικογενειακής επιβίωσης, εφόσον είναι αυτές που πλήττονται περισσότερο συγκριτικά με τους άνδρες, από τη φτώχεια, την ανεργία, την απλήρωτη ή κακοπληρωμένη εργασία και την κακοποίηση. Σε αυτό το ζοφερό σκηνικό καθημερινής επισφάλειας η ενασχόληση με την πολιτική δεν υφίσταται καν ως προοπτική.

Η συνθήκη της υποεκπροσώπησης του γυναικείου πληθυσμού φαίνεται συνηθισμένη, εφόσον διαχρονικά η αντρική παρουσία επικρατεί στα πολιτικά έδρανα και στα πάνελ πολιτικών συζητήσεων στα μίντια. Ωστόσο, δεν παύει να είναι κατάφωρα άδικη για τις γυναίκες, οι οποίες παρά το γεγονός ότι αποτελούν τον μισό πληθυσμό της χώρας δεν συμμετέχουν ισότιμα στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

Η γυναικεία εμπειρία, διαφέρει από αυτή των ανδρών και κρίνεται καθόλα απαραίτητη και χρήσιμη για τις διαδικασίες χάραξης πολιτικών γενικότερα, καθώς και για τη διεκδίκηση και την κατάκτηση των γυναικείων δικαιωμάτων.

Το μέτρο της ποσόστωσης, το οποίο καθιερώθηκε στις εκλογές του 2008 και προβλέπει ότι ο αριθμός των υποψηφίων για κάθε φύλο και για κάθε συνδυασμό θα είναι τουλάχιστον ίσος με το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού υποψηφίων από το σύνολο της επικράτειας, αποτέλεσε σημείο τομής για τη συμπερίληψη των γυναικών στην πολιτική ζωή της χώρας.

Όπως αποδεικνύεται όμως, το συγκεκριμένο μέτρο αποκλειστικά δεν αρκεί για να γεφυρώσει το έμφυλο χάσμα. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι περισσότερο ουσιαστικές και βαθιές, στοχεύοντας στη ρίζα του προβλήματος, στην πατριαρχία.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα