Η εξαναγκαστική αποδοχή της μοίρας…

Το να συνηθίζεις μια κατάσταση είναι χειρότερο από το να μην κάνεις τίποτε για να την αλλάξεις. Αυτή η αποδοχή μοιάζει να έχει στον πυρήνα της τη συναίνεση, ως και την συνενοχή. Τα μέτρα που προοιωνίζεται το δεύτερο Μνημόνιο είναι πολύ σκληρά, κατά γενική ομολογία. Ακόμη κι αυτών που μας κυβερνούν. Έχουν γραφεί πολλά για […]

Αθηνά Καλαϊτζόγλου
η-εξαναγκαστική-αποδοχή-της-μοίρας-45880
Αθηνά Καλαϊτζόγλου
1.jpg

Το να συνηθίζεις μια κατάσταση είναι χειρότερο από το να μην κάνεις τίποτε για να την αλλάξεις. Αυτή η αποδοχή μοιάζει να έχει στον πυρήνα της τη συναίνεση, ως και την συνενοχή.

Τα μέτρα που προοιωνίζεται το δεύτερο Μνημόνιο είναι πολύ σκληρά, κατά γενική ομολογία. Ακόμη κι αυτών που μας κυβερνούν. Έχουν γραφεί πολλά για εργασιακό μεσαίωνα, για υποβάθμιση της ζωής μας, για αύξηση της ανεργίας, για πλήρη βαλκανιοποίηση του βιοτικού μας επιπέδου. Κι όμως, δεν υπήρξε καμία αντίδραση. Μοιάζει να ξεφούσκωσε, μετά τα θλιβερά επεισόδια που συνέβησαν στο κέντρο της Αθήνας, στις 12 Φεβρουαρίου. Οι «συνήθεις ύποπτοι» συγκεντρώθηκαν, στη συνέχεια, μια-δυο φορές, για να διαμαρτυρηθούν για τα εφαρμοστικά μέτρα και ύστερα σιωπή.

Τι έγινε λοιπόν; Αισθανθήκαμε ανακούφιση που δεν γυρίζουμε στη δραχμή; Που αποσοβήθηκε η χρεοκοπία της χώρας; Που θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε να παραμένουμε, έστω και με τη ρετσινιά ενός PIG, στην ευρωζώνη;

Δεν υπάρχει πολίτης σε αυτήν τη χώρα που να μη συζητά, να μην προβληματίζεται, να μην αγωνιά για την τροπή που πήραν τα πράγματα στη ζωή όλων μας. Λίγο ως πολύ όλοι βιώνουμε τις συνέπειες αυτής της νέας κατάστασης. Το βλέπεις και το ακούς παντού. Δουλειές δεν υπάρχουν, προσλήψεις δεν γίνονται, συναλλαγές περιορίζονται, μισθοί περικόπτονται, συντάξεις μειώνονται. Τα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο και η απόγνωση δεν έχει ταυτότητα. Είναι κοινή.

Υπάρχει μια μερίδα κόσμου, οι νεότεροι, κυρίως, που αναζητούν ήδη ευκαιρίες στο εξωτερικό. Οι αγγελίες και η προσφορά εργασίας προέρχονται πολύ περισσότερο από το εξωτερικό, παρά από το εσωτερικό. Το βλέπουν πια σαν μια φυσιολογική εξέλιξη, σαν αναγκαίο κακό. Κάποιοι και σαν ένα τρόπο να δοκιμάσουν κάτι καινούριο, να κάνουν μια νέα αρχή.

Οικογένειες είναι έτοιμες να χωριστούν για ένα διάστημα, έως ότου το ένα μέλος, κατά τεκμήριο, ο σύζυγος, να βρει εκτός συνόρων δουλειά, να στρώσει τα πράγματα, ώστε να μπορέσουν να ακολουθήσουν και τα άλλα μέλη της οικογένειας.

Και όσοι δεν έχουν αυτήν την επιλογή; Η φράση που ακούς όλο και πιο συχνά είναι «θα μάθουμε να ζούμε με λιγότερα». Αν κάτι με πληγώνει πιο πολύ είναι ακριβώς αυτή η φράση. Η αποδοχή, επί της ουσίας, μιας μοίρας την οποία πολλοί δεν την επέλεξαν. Γιατί δεν έκλεψαν, δεν λάδωσαν, δεν συμμετείχαν στο φαγοπότι, δεν έχουν διακοποδάνεια. Δεν χρωστούν, δηλαδή, πουθενά.

Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι λίγοι. Ανήκουν στη λεγόμενη μεσαία τάξη, και συμβιβάζονται με την ανατροπή, με το φόβο να μην χάσουν τα πάντα. Αλλάζουν τις αγοραστικές συνήθειες τους, αναβάλουν εξόδους, σταματούν ιδιαίτερα μαθήματα και ιδιωτικά σχολεία για τα παιδιά τους, ανέχονται κακοπληρωτές, συσσωρεύουν διαμαρτυρημένες επιταγές, δέχονται να δουλεύουν χωρίς υπερωρίες, δέχονται να εργάζονται λιγότερες ώρες για να μην χάσουν εντελώς τη δουλειά τους. Η αντίδραση τους εκτονώνεται σε ιδιωτικές συζητήσεις. Που κι αυτές έχουν περιορισθεί πια, γιατί «δημιουργούν κατάθλιψη».

Ορισμένοι πιστεύουν ότι έτσι θα υπάρξει ένα νοικοκύρεμα. Άλλοι ότι μας αξίζει να το περάσουμε κι αυτό, γιατί προηγήθηκε η εποχή της «ευμάρειας» και του «ξεσαλώματος». Κάποιοι θεωρούν ότι έτσι θα ανακαλύψουμε ξανά τις αξίες που ξεχάσαμε. Την αλληλεγγύη, την εγχώρια παραγωγή, τα ανταλλακτικά παζάρια, τη χαρά της ατομικής δημιουργίας.

Μπορεί να έχουν δίκιο. Αλλά έχω την αίσθηση ότι όλοι έχουμε την ανάγκη της εκλογίκευσης, για να τα έχουμε καλά με τον εαυτό μας. Για να λύσουμε αυτό που στην ψυχολογία ονομάζεται γνωστική ασυμφωνία. Δηλαδή, την ανάγκη να μειώνουμε την ασυμφωνία που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε δύο γνωστικά στοιχεία, αντιφατικά μεταξύ τους. Είτε είναι συμπεριφορές, είτε γνώμες, είτε πεποιθήσεις, είτε στάσεις. Η οικονομική κρίση και η συνεπαγόμενη εξαθλίωση της ζωής μας είναι η μια δυσάρεστη κατάσταση, την οποία αναγνωρίζουμε ως πραγματική. Η «διόρθωση» της συνεπάγεται το αντίθετο της, δηλαδή, αντίδραση, δράση. Όμως, δεν το πράττουμε σε συλλογικό επίπεδο. Για να λύσουμε αυτήν ακριβώς την ασυμφωνία με τον ίδιο μας τον εαυτό, καταλήγουμε να εκλογικεύουμε μεθύστερες συμπεριφορές, που καταλήγουν στη στάση, «μπορούμε να ζήσουμε και με λιγότερα, αρκεί να είμαστε καλά». Δεν αντιλαμβανόμαστε, όμως, ότι έτσι δίνουμε άφεση αμαρτιών, ότι γινόμαστε συνένοχοι, ότι, τελικά, ναι, «μαζί τα φάγαμε».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα