Η Φλέρυ Νταντωνάκη και μια παραίσθηση της στιγμής
“Μερικές φορές νιώθω πως αγαπιέμαι από σκεύη κουζίνας και πράματα και όχι από τους ανθρώπους”
“Είστε…”.
“Είμαι αυτή που είμαι” τον διέκοψε απότομα και χαμογέλασε.
Τον έκοψε κρύος ιδρώτας αλλά δεν είχε ζέστη. Μάλλον δεν την περίμενε αυτή την ετοιμότητα.
Δεκαπέντε χρόνια πριν, την είχε δει μπροστά στην βιτρίνα ενός καταστήματος δίσκων. Ήταν στο εξώφυλλο ενός δίσκου. Η μορφή της τόσο ήρεμη και το βλέμμα της να εκπέμπει μια απίστευτη γλυκύτητα. Δεν είχε πολλά λεφτά στην τσέπη του. Ίσα, ίσα 5 δρχ για το εισητήριο και κάτι απαραίτητα ψωνια για το σπίτι. Μπήκε στο δισκάδικο και πήρε το δίσκο στα χέρια του. Ζήτησε από τον πωλητή να ακούσει για 5 λεπτά το περιεχόμενο. Τα 5 λεπτά έγιναν μισή ώρα. Η μισή ώρα πέρασε τα 120 λεπτά. Κάποια στιγμή ο υπάλληλος τον πλησίασε και του έκανε νόημα “Συγνώμη κύριε σχολάσαμε”…
Και τώρα ήταν εκεί μπροστά του. Πότε να χάνεται στις σκέψεις της, πότε να χαμογελάει με τον πιο γλυκό τρόπο.
Τα θυμόταν όλα. Την πρώτη φορά που άκουσε τη φωνή της. Τον τρόπο που την εκθείαζε ο Χατζιδάκις. Άκουγε τις ηχογραφήσεις που κάνανε μαζί στη δισκογραφία και αργότερα στο Τρίτο Πρόγραμμα. Λειτουργικά, Κύκλος του CNS, Καπετάν Μιχάλης… Λίγο μετά θα χανόταν στους εσωτερικούς της δαίμονες, στις σκέψεις και στις παραισθήσεις της, στους λαιστρυγόνες, όπως είχε πει και η ίδια. Ένα δελτίο ειδήσεων κάποια στιγμή στο μέσο ενός καλοκαιριού ανακοίνωσε τον θανάτο της. Το φευγιό της για τον Σείριο, όπως θα έλεγε μεταφυσικά και ο Χατζιδάκις.
Είχε πετύχει την είδηση σε ένα σουβλατζίδικο. Η εκφωνήτρια με περισπούδαστο ύφος διάβασε το ανακονωθέν. “Έφυγε σήμερα χτυπημένη από την επάρατο νόσο…”
“Ποια είναι αυτή ρε παληκάρι; Τη γνωρίζεις;” τον ρώτησε με απορία ο σουβλατζής, ένα δεμένο γεροντάκι που έκοβε το γύρο με τις φαλτσέτες καλλιτεχνικά.
“Η μεγαλύτερη τραγουδίστρια της Ελλάδας.” του είπε.
“Μπα! Και τι έχει τραγουδήσει πασά μου;”
“Κέλομαι σε γογγύλα”
“Ορίστε; Τι είναι αυτά που λες αγόρι μου;”
Ξαναγύρισε στο τώρα, στο παρόν, στη συνάντηση τους. Μεγάλες παύσεις. Απίστευτες σιωπές. Ήταν αυτή η έντονη σιωπή που την έκανε κάποια στιγμή να μιλήσει.
“Μερικές φορές νιώθω πως αγαπιέμαι από σκεύη κουζίνας και πράματα και όχι από τους ανθρώπους”.
Ακούστηκε σαν παράπονο. Και μάλλον ήταν. Μοναχικό πλάσμα, τη φοβιζαν οι ανθρώποι. Κάποια στιγμή, σε μια συναυλία στη Ρωμαϊκή Αγορά με τη Δημήτρα Γαλάνη, τρομαξε τόσο από την κοσμοσυρροή που εγκατέλειψε τη σκηνή έντρομη.
“Πώς γίνεται αυτό; Εσείς ερμηνεύσατε το Μεγάλο Ερωτικό”. Γέλασε. Την κοιτούσε εκστατικά εδώ και ώρα.
“Νιώθω πως ήμουν πάντα ένα σύννεφο. Και τα σύννεφα στο τέλος εξατμίζονται”.
Ξαφνικά ένα φως έπεσε πάνω του και τον τύφλωσε. Γύρισε το κεφάλι του. Είχε εξαφανιστεί. Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά του. Ο οδηγός βγήκε με ταχύτητα έξω…
“Εϊστε καλά κύριε; Χτυπήσατε; Να σας πάω στο νοσοκομείο;”
Τα πάντα έτρεχαν με ταχύτητα φωτός. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Γέλασε και είπε με βροντερή φωνή “Χάρηκα για την γνωριμία Φλέρυ Νταντωνάκη”. Ο οδηγός έμεινε παγωμένος να τον κοιτάει. Μα ούτε αυτό τον πτόησε. Σηκώθηκε, έφτιαξε τα ρούχα του και χάθηκε στην παλιά παραλία. Στο βάθος ο Λευκός Πύργος έστεκε φωτισμένος…
*Τα λόγια της Φλέρυς δάνειο από στίχους τραγουδιών που ερμήνευσε