Η γιαγιά μου η Παναγιώτα

H γιαγιά μου η Παναγιώτα ήταν ο άνθρωπος που ασυνείδητα με επηρέασε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στα χρόνια που διαμορφώνεται η προσωπικότητα. Ζούσε μαζί μας στο σπίτι μέχρι το τέλος της, στα 93 της χρόνια, έχοντας σώας τα φρένας. Μιλούσε λίγο και συνήθως επαναλάμβανε τις ίδιες ιστορίες, χρόνια ατέλειωτα, προσθέτοντας ή αφαιρώντας λεπτομέρειες, ανάλογα με […]

Γιώργος Τούλας
η-γιαγιά-μου-η-παναγιώτα-7201
Γιώργος Τούλας
1.jpg

H γιαγιά μου η Παναγιώτα ήταν ο άνθρωπος που ασυνείδητα με επηρέασε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στα χρόνια που διαμορφώνεται η προσωπικότητα. Ζούσε μαζί μας στο σπίτι μέχρι το τέλος της, στα 93 της χρόνια, έχοντας σώας τα φρένας.

Μιλούσε λίγο και συνήθως επαναλάμβανε τις ίδιες ιστορίες, χρόνια ατέλειωτα, προσθέτοντας ή αφαιρώντας λεπτομέρειες, ανάλογα με τη φορά και το κοινό που τις διηγούνταν. Ήταν εξαιρετικά ολιγαρκής και εκτιμούσε πολύ τα απρόσμενα δώρα, ένα γλυκάκι ας πούμε, ένα καινούργιο μαντίλι, ένα ποτήρι κρασί τις Κυριακές.

Οι ιστορίες που μας έλεγε ήταν πάντα από χρόνια ζόρικα. Φυσικά αρνούμασταν να τις ακούμε και τις λέγαμε πως αυτά πέρασαν και δεν θα γυρίσουν. Κοίτα να μάθεις το τηλέφωνο και την τηλεόραση και άσε την πείνα. Δεν πρόκειται να πεινάσεις ποτέ, έκτος αν αρνηθείς να πας στο σούπερ μάρκετ να ψωνίσεις, της λέγαμε σχεδόν αλαζονικά.

Η γιαγιά μου η Παναγιώτα εκτός από ατάκες που με σημάδεψαν και τις οποίες ανασύρω διαρκώς στη μνήμη, αλλά και πάρα πολλές φορές τις χρησιμοποιώ ασυναίσθητα, βρίσκοντας τις εντελώς κατάλληλες για διάφορες περιστάσεις μου έλεγε πως της έλεγαν και αυτηνής οι παππούδες της που ζούσαν στην τουρκοκρατία στα Γρεβενά, ότι όλα τα πράματα πάνε και έρχονται και καμιά κατάσταση δεν κρατάει για πάντα. Πως ο άνθρωπος πρέπει να είναι προετοιμασμένος για όλα.

Αδυνατούσα να συμφωνήσω και μερικές φορές την κορόιδευα λέγοντας της πως τίποτε από αυτά που λέει δεν έχουν σχέση με τον καιρό μας. Καλά, μου έλεγε, μακάρι να βγω ψεύτρα.

Απόψε διαβάζοντας στο Reuters για την επανεμφάνιση της φυματίωσης και άλλων χαμένων ασθενειών στην Ελλάδα, εξαιτίας της φτώχιας και της δυστυχίας και βλέποντας έξω από ένα σούπερ μάρκετ στη Βασιλίσσης  Όλγας μια εικόνα ενός σκελετωμένου παιδιού που παρακαλούσε η μάνα του για ένα κρουασάν, μου ήρθαν στο νου μου έκτος από τη γιαγιά μου την Παναγιώτα και όσα έλεγε, οι εικόνες των τεσσάρων σημαντικότερων φωτογράφων του προηγούμενου αιώνα κατά τη γνώμη μου στην Ελλάδα, του Κώστα Μπαλάφα, του Τάκη Τλούπα, του Σπύρου Μελετζή και της Βούλας Παπαϊωάννου. Εικόνες απόγνωσης, ξενιτεμού, φτώχειας, πόνου.

Οι εικόνες που αποτύπωσαν όσο τίποτε άλλο εκείνα τα δύσκολα χρόνια που μου περιέγραφε η γιαγιά μου. Για κάποιο λόγο μερικές από κείνες τις εικόνες μοιάζει να έχουν τραβηχτεί στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη σήμερα. Χτες το μεσημέρι βρέθηκα σε ένα συσσίτιο. Καμιά πενηνταριά παιδιά έτρωγαν με όρεξη ότι τους είχαν ετοιμάσει οι εθελόντριες. Γύρω τριγύρω υπήρχαν τενεκέδες με λάδι, ζάχαρες, αλεύρι για όσους τα είχαν μεγάλη ανάγκη, οικογένειες που δυσκολεύονται να ταΐσουν τα παιδιά τους. Σήμερα. Θυμήθηκα τους τέσσερις φωτογράφους και ξαναέψαξα τις εικόνες τους. Μέρες που είναι, ένεκα και των εορτασμών, αντί για κωδονοκρουσίες και παρελάσεις ενδόξων λυτρωτών, σκέφτηκα τους αφανείς ήρωες αυτού του τόπου. Τα πρόσωπα που έγραψαν ή κατέγραψαν αθόρυβα την Ιστορία. Η επιστροφή, που μου έλεγε η γιαγιά μου η Παναγιώτα και την κορόιδευα.

Οι εικόνες με τη σειρά είναι της Βούλας Παπαιωάννου, του Σπύρου Μελετζή, του Κώστα Μπαλάφα και του Τάκη Τλούπα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα