Η μοναξιά των γλυκών γερόντων
Του Γιάννη Σκαραγκά …Ο Μαντέλα δεν είναι ο Γκάντι της εποχής μας. Όχι επειδή δεν μπορεί να στηριχθεί ως αναλογία, αλλά επειδή τέτοιες συγκρίσεις υποκρύπτουν μια επικίνδυνη επιλογή, αυτή που αντιμετωπίζει τους αγώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα ως φαντασιακές αναμετρήσεις ανάμεσα στους Δαβίδ και στους Γολιάθ της Ιστορίας. Όταν το 1986 ο Μαντέλα έκλεινε το […]
Του Γιάννη Σκαραγκά
…Ο Μαντέλα δεν είναι ο Γκάντι της εποχής μας. Όχι επειδή δεν μπορεί να στηριχθεί ως αναλογία, αλλά επειδή τέτοιες συγκρίσεις υποκρύπτουν μια επικίνδυνη επιλογή, αυτή που αντιμετωπίζει τους αγώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα ως φαντασιακές αναμετρήσεις ανάμεσα στους Δαβίδ και στους Γολιάθ της Ιστορίας.
Όταν το 1986 ο Μαντέλα έκλεινε το 23ο έτος της εικοσιεπτάχρονης, συνολικά, φυλάκισής του, ένας από τους Ρεπουμπλικάνους που καταψήφιζαν το νομοσχέδιο για την επιβολή κυρώσεων εναντίον της κυβέρνησης του απαρτχάιντ ήταν ο μελλοντικός 46ος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Ντικ Τσένι, τότε εκπρόσωπος του Γουαϊόμινγκ στη Βουλή των Αντιπροσώπων στο Κογκρέσο.
Ο Τσένι δεν μετάνιωσε ποτέ που δεν υποστήριξε με την ψήφο του μια «τρομοκρατική οργάνωση», το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο του Μαντέλα, όπως δήλωσε ο ίδιος στο ABC το 2000, αποκάλεσε όμως τον ίδιο έναν σημαντικό άντρα, ο οποίος ‘γλύκανε’ στα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του.
Είναι εντυπωσιακή η απόσταση από την επίσημη λίστα τρομοκρατών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στην οποία το όνομα του Μαντέλα παρέμεινε μέχρι το 2008, δηλαδή στα 90 του χρόνια, μέχρι το σύμβολο του γλυκού, ανιδιοτελή και άκακου γέροντα ο οποίος πρεσβεύει τη δύναμη της συγχώρεσης και της συμφιλίωσης με τον δυνάστη — εικόνα που καλλιεργούν ακόμα και ακραίοι συντηρητικοί, όπως ο γερουσιαστής Τεντ Κρουζ.
Ο κόσμος σήμερα είναι διαφορετικός, καταρχάς για τις ίδιες τις γενιές των Νοτιοαφρικανών μετά το τέλος του απαρτχάιντ, που δεν αισθάνονται την ίδια σύνδεση με το παρελθόν, κάποιες φορές και με το πρόσωπο του Μαντέλα. Ο κόσμος είναι διαφορετικός ακόμα και για τους πρώην επικριτές του, που μετά τον θάνατό του ανακεφαλαιώνουν τα σημεία που τον έκαναν μεγάλο ηγέτη.
Η απόσταση όμως ανάμεσα στον τρομοκράτη και τον σύγχρονο Γκάντι δεν είναι ενδεικτική για το πόσο άλλαξε ο κόσμος τις δύο τελευταίες δεκαετίες αλλά για το πόσο αδιαπραγμάτευτη παραμένει η επίσημη μνήμη.
Το να παρουσιάζουμε τον Μαντέλα μόνο ως συναινετικό ίνδαλμα είναι σαν να παραβλέπουμε τη συγκυρία που τον έκανε αυτό που υπήρξε. Μπερδεύουμε τον ιστορικό χρόνο: Ο θυμωμένος άντρας που διεκδίκησε κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία προηγήθηκε του άντρα που όταν την κατέκτησε, έγινε ― πολύ σοφά ― η γέφυρα ανάμεσα σε δύο κόσμους που κατέρρεαν αμφότεροι από την ίδια την έλλειψη σύνδεσης ανάμεσά τους και με την εποχή τους.
Ο Μαντέλα, επίσης πολύ σοφά, αποκήρυξε τη βία, όμως οφείλουμε να επισημάνουμε μια λεπτομέρεια: δεν την αποκήρυξε όταν τέθηκε ως όρος για την αποφυλάκισή του, αλλά εκ των υστέρων. Στη σχετική ανακοίνωση που διάβασε η κόρη του Ζίνζι Μαντέλα στο Σοβέτο, στις 10 Φεβρουαρίου 1985, ανέφερε ότι το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο αναγκάστηκε να υιοθετήσει τη βία, όταν πλέον δεν διέθετε καμιά άλλη μορφή διαμαρτυρίας.
Το κενό στον τρόπο που παρουσιάζεται ο Μαντέλα τις τελευταίες μέρες στις ΗΠΑ δεν είναι τόσο η ιδεολογική ‘απολύμανση’ της δράσης του πριν από την φυλάκισή του όσο οι παραλείψεις στις θέσεις του όταν πλέον είχε γίνει ο ‘γλυκός’ και σοφός γέροντας, τον οποίο επικαλούνται τα επικρατέστερα αμερικανικά μέσα με αφορμή τον θάνατό του.
Ο Μαντέλα ήταν ο σκληροπυρηνικός υποστηρικτής των εργατικών συνδικάτων, όπως επιβεβαίωσε με την ομιλία του στους εργαζόμενους των αυτοκινητοβιομηχανιών στο Ντιτρόιτ τον Ιούνιο του 1990. Αυτός που έκανε λόγο για φυλετικές διακρίσεις στην Αμερική στη διάρκεια συγκεντρώσεων στο Χάρλεμ και στο Γιάνκι Στάντιουμ. Ήταν ο άντρας που κατηγορήθηκε στις ΗΠΑ για τον επικίνδυνο αντιαμερικανισμό του, τη μακρόχρονη αφοσίωσή του στον κομμουνισμό και τις εγκωμιαστικές του αναφορές σε τρομοκράτες (National Review, Φεβρουάριος, 2003).
Σε ομιλία του τον Ιανουάριο του 2003, δύο μήνες πριν από την εισβολή στο Ιράκ, χαρακτήρισε τον Πρόεδρο των ΗΠΑ απερίσκεπτο, και τον κατηγόρησε ότι υπονομεύει τον ΟΗΕ και ότι πάει να βυθίσει τον πλανήτη σε ολοκαύτωμα.
Ο Μαντέλα ήταν αυτός που, ως πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, υπερασπιζόταν το δικαίωμα του Ισραήλ για ασφάλεια, και ήταν ο ίδιος που, 16 μέρες μετά την αποφυλάκισή του, εξομοίωνε το Παλαιστινιακό με τον αγώνα εναντίον του απαρτχάιντ, που τον Οκτώβριο του 1990 στην Αυστραλία κατηγορούσε τους Ισραηλινούς για «τη σφαγή ανυπεράσπιστων και αθώων Αράβων στα κατεχόμενα», και που έκανε λόγο για τα όπλα μαζικής καταστροφής και το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ (Newsweek, 2002).
Εξέφρασε την υποστήριξή του στο πρόσωπο παραδοσιακών εχθρών της Αμερικής. Δήλωνε θαυμαστής του Φιντέλ Κάστρο και του κουβανικού λαού για τις «θυσίες τους να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους», και το 1997 ζητούσε τον τερματισμό των κυρώσεων στη Λιβύη, υποστηρίζοντας τον Καντάφι. Να μην ξεχνάμε βέβαια ότι τόσο η Λιβύη του Καντάφι όσο και η Κούβα του Κάστρο στήριξαν τον αγώνα εναντίον του απαρτχάιντ στη δεκαετία του ’80, την εποχή που οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο χαρακτήριζαν το ΕΑΚ ως τρομοκράτες.
Από θαυμασμό και μόνο για το μεγαλείο της αυτοθυσίας και της προσφοράς του, θα πω ότι ο Μαντέλα δεν είναι ο Γκάντι της εποχής μας. Όχι επειδή δεν μπορεί να στηριχθεί ως αναλογία, αλλά επειδή τέτοιες συγκρίσεις υποκρύπτουν μια επικίνδυνη επιλογή, αυτήν που αντιμετωπίζει τους αγώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα ως φαντασιακές αναμετρήσεις ανάμεσα στους Δαβίδ και στους Γολιάθ της Ιστορίας. Την αφέλεια που έχει ανάγκη να πάρει εκ των υστέρων αποστάσεις και να απομονώσει τα απαρτχάιντ κάθε εποχής ως ιστορικές τερατογενέσεις και όχι ως αναπόφευκτες συνέπειες από τον κυνισμό της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων.
Και είναι επικίνδυνη γιατί με αυτόν τον τρόπο διευκολύνει την αναζήτηση ορθών, καθησυχαστικών και ανιστόρητων αφηγήσεων, ώστε να αμβλυνθεί μια δυσάρεστη αλήθεια: ότι οι αγώνες των μειονοτήτων και οι ηγέτες τους δικαιώνονται όταν πλέον είναι αδύνατον να αποσιωπηθούν. Τακτοποιούνται στην επίσημη μνήμη όταν μπορούν να ενισχύσουν τους ευφημισμούς που επικαλείται η εξουσία στις επιδιώξεις της, όταν επιβεβαιώνουν τις δημοκρατικές της ευαισθησίες και τον ηθικό της πυρήνα (όπως, για παράδειγμα, όταν ο Ρεπουμπλικανός Άρον Σοκ εξυμνεί τον Μαντέλα ως τον Τζορτζ Ουάσιγκτον της εποχής μας, τον πατέρα δηλαδή της επανάστασης των Αμερικανών και του αγώνα τους εναντίον των Άγγλων).
Ήταν όμως εξίσου καθησυχαστικές και ορθές οι αφηγήσεις της ψυχροπολεμικής υστερίας εκείνης της εποχής που συνέδεαν την ύπαρξη του ΕΑΚ με την υπερίσχυση της Σοβιετικής Ένωσης, επινοώντας με αυτόν τον τρόπο ιδεολογικά επιχειρήματα για να στηρίξουν το καθεστώς του απαρτχάιντ.
Είναι άδικο το δίλημμα ανάμεσα στον βίαιο ή στον συναινετικό Μαντέλα, ανάμεσα στη σύνδεσή του με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τον Γκάντι ή με τον Μάλκολμ Χ. Είναι άδικο γιατί οι αγώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν διακρίνουν ανάμεσα σε αυτούς που αγωνίστηκαν με σωστό ή λάθος τρόπο, σε εκείνους που τα αξίζουν περισσότερο ή λιγότερο, σε καλά και κακά θύματα και θύτες. Και είναι άδικο επειδή με τους αποστειρωμένους ήρωες δεν διαφεύγουν μόνο τα λάθη της εποχής τους, αλλά και πιθανά δικά τους λάθη.
Το πένθος μας για φυσιογνωμίες σαν τον Μαντέλα, και η τιμή στην κληρονομιά που αφήνει, είναι η ακρίβεια της μνήμης. Γιατί οι λεπτομέρειες είναι που μπορούν να δώσουν νόημα ή να κάνουν αφόρητη την αυτοθυσία και τη μοναξιά των γλυκών γερόντων.
Ένα από τα πιο τρυφερά πράγματα που γράφτηκαν με αφορμή τον θάνατό του είναι τα λόγια της Αφροαμερικανίδας Άλις Γουόκερ, βραβευμένης με Pulitzer για το βιβλίο της Πορφυρό Χρώμα: «Είμαι τόσο χαρούμενη που ο Νέλσον Μαντέλα είναι επιτέλους στα αλήθεια ελεύθερος. Θα του γνέφω όπως θα μεταμορφώνεται στα Πάντα γύρω μου και πέρα μέσα στο Σύμπαν. Τι αγώνα τού ανέθεσε η Ζωή. Το ότι εκείνος τον έκανε μέσα από τόση ομορφιά, λέει σε εμάς ποιοι είμαστε και ποιοι μπορούμε να γίνουμε».
*Ο Γιάννης Σκαραγκάς είναι συγγραφέας και σεναριογράφος. Είναι υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright και μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων. Κείμενά του δημοσιεύονται κατά καιρούς σε ξένα έντυπα όπως to Iowa City Press Citizen, World Literature Today, European Business Review κ.ά.