Η μπόσσα νόβα των «Σερρών»
Η σειρά του Γιώργου Καπουτζίδη κερδίζει το στοίχημα γιατί ασπάζεται τα αυτονόητα...
Στις «Σέρρες» έπεσα τυχαία το περασμένο καλοκαίρι, στην επανάληψη, όταν ανακάτευα τις τηλεοπτικές σειρές του χειμώνα που είχε περάσει. Ατυχώς, είδα μόνο τα δύο τελευταία επεισόδια κι έμεινα με τη χαρά.
Μου είχε κάνει εντύπωση πάντως η ησυχία της σειράς, ο ευθύβολος τρόπος που διαχειριζόταν ένα επικίνδυνο (για την ελληνική τηλεόραση) θέμα, που είναι πολύ εύκολο να κακοφορμίσει ξεπέφτοντας σε κλισέ και εκβιάζοντας την εύκολη συγκίνηση ενός κοινού που δεν είναι πολύ πρόθυμο να αναμετρηθεί με το θέμα της συνύπαρξης ενός μεσήλικα πατέρα με τον ομοφυλόφιλο γιο του και μάλιστα σε μια σκληρή επαρχία της Βόρειας Ελλάδας..
Φέτος είδα (βλέπω) τις Τρίτες τον δεύτερο κύκλο. Και νιώθω ότι η σειρά του Γιώργου Καπουτζίδη κερδίζει το στοίχημα γιατί ασπάζεται τα αυτονόητα: ευθύγραμμη αλλά καθόλου στατική αφήγηση (με λοξά βλέμματα στο φανταστικό) και αγάπη των δημιουργών για τους ήρωές τους, που δεν είναι καρικατούρες κι όταν μιλάνε τους ακούς προσεκτικά και τους βλέπεις να λάμπουν ακόμα και στα μισοσκόταδα της επαρχιακής νύχτας (εκτός της Λένας Δροσάκη: εκείνη λάμπει στα σαλόνια της πολυτελούς αθηναϊκής ματαιοδοξίας – μια σπάνια τηλεοπτική ερμηνεία).
Δεν ξέρω αν οι «Σέρρες» είναι η καλύτερη τηλεοπτική σειρά φέτος, είναι όμως μακράν η πιο ειλικρινής. Και η πιο ανοιχτόκαρδη. Γιατί παίζει μ’ όλες τις καρδιές (και μ’ όλα τα σώματα). Και γιατί κυκλώνει το θέμα της χωρίς να το κάνει να ασφυκτιά δίνοντας το λόγο σε ανθρώπους διάφανους, αγνοημένους πανηγυρικά από την τηλεοπτική κανονικότητα.
Και μπορεί τα βράδια, στην αχανή στέπα της prime time, η πλειοψηφία των ελληνικών νοικοκυριών να παρευρίσκεται μάρτυρας σε λογής συνωμοσίες, φονικά και βιασμούς (ένας μαυροφορεμένος, ανοικονόμητος ρεαλισμός) και να μπαινοβγαίνει (με την πίτσα στο στόμα) σε φυλακές, νοσοκομεία και νεκροταφεία, αλλά εκεί, στις μακρινές «Σέρρες» του τηλεοπτικού τοπίου, οι κάτοικοί συνεχίζουν να τραγουδούν χαμηλόφωνα. Και να χορεύουν όλο και λιγότεροι μόνοι.