«Η Ορχήστρα του Αδερφού μου»: Μία αισιόδοξη ματιά στη ζωή
Μία κριτική του Γιάννη Γκροσδάνη για την ταινία γαλλικής παραγωγής, του Εμανουέλ Κουρκόλ
Ο Εμανουέλ Κουρκόλ, γνωστός για τη δουλειά του ως ηθοποιός και σεναριογράφος, έδωσε πολύ καθαρά το στίγμα του με την δημιουργική του προσέγγιση και η ικανότητά του να αφηγείται συγκινητικές ιστορίες όπως η ταινία του “Ένας Θρίαμβος” που απέσπασε το βραβείο καλύτερης κωμωδίας από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου.
Η ταινία εμπνέεται από αληθινά γεγονότα και ακολουθεί ένα θεατρικό σχήμα κρατουμένων που ανεβάζει το κλασικό έργο “Περιμένοντας τον Γκοντό”. Με έξυπνο χιούμορ και συγκινητική αφήγηση, η ταινία εντάσσεται στο πλαίσιο των μεγάλων γαλλικών κινηματογραφικών επιτυχιών, όπως τα “Παιδιά της Χορωδίας” και οι “Άθικτοι”. Ο Κουρκόλ επιτυγχάνει να συνδυάσει δύο διαφορετικούς κόσμους: την απαιτητική τέχνη του Μπέκετ και τη λαϊκή ψυχαγωγία, προσαρμόζοντας την ιστορία με έναν πιο μελωδικό και ανθρώπινο τόνο.
Την ίδια ακριβώς συνταγή με επιτυχία ακολουθεί και στη νέα ταινία του με τίτλο Η Ορχήστρα του Αδερφού μου. Πρωταγωνιστής του ο Τιμπό, ένας διακεκριμένος μαέστρος της κλασικής μουσικής, ο οποίος βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με μια σοβαρή ασθένεια. Στην αναζήτησή του για συμβατό δότη μυελού των οστών, έρχεται αντιμέτωπος με μια αναπάντεχη αλήθεια: είναι υιοθετημένος. Αυτή η αποκάλυψη τον ωθεί να αναζητήσει τις βιολογικές του ρίζες, οδηγώντας τον στην εγκαταλειμμένη γαλλική επαρχία. Εκεί ανακαλύπτει τον μικρότερο αδερφό του, τον Τζιμί, ο οποίος έχει επίσης μεγαλώσει ως υιοθετημένος.
Ο Τζιμί, που εργάζεται σε ένα εργοστάσιο που βρίσκεται στα πρόθυρα λουκέτου και παίζει τρομπόνι στη φιλαρμονική των εργαζομένων, δέχεται να γίνει δότης. Παρότι ο Τιμπό ανήκει στον κόσμο της υψηλής μουσικής, γρήγορα συνειδητοποιεί ότι ο αδερφός του, αν και δεν έχει τυπική καλλιτεχνική εκπαίδευση, διαθέτει φυσικό ταλέντο και μουσικό αισθητήριο. Σε μια προσπάθεια να ανταποδώσει την ανιδιοτελή πράξη του Τζιμί, ο Τιμπό αναλαμβάνει τη θέση του μαέστρου στην τοπική μπάντα, γεγονός που μπλέκει ακόμη πιο πολύ τη σχέση των δύο αδερφών και τους ωθεί στο να παραδεχτούν τις αλήθειες που μέχρι τότε έκρυβαν ο καθένας από τον εαυτό του και παράλληλα ό ένας από τον άλλον.
Με πολύ εύστοχο τρόπο και με γέφυρα την μαγεία της μουσικής, ο Κουρκόλ καταφέρνει να γεφυρώσει δύο εντελώς αντίθετους κόσμους.
Από τη μια ο μεγαλοαστός, πετυχημένος, μοναχικός, εκλεπτυσμένος, καριερίστας Τιμπό, που η δύσκολη ασθένεια του τον γειώνει στο έδαφος, και από την άλλη ο μέχρι πρότινος ανύπαρκτος αδερφός του, ο Τζιμί, που ζει σε ένα περιβάλλον γεμάτο ήχους, συναισθήματα και καθημερινές προκλήσεις. Είναι ωραία η σεναριακή επιλογή να αφήσει στην άκρη την αφορμή (την ασθένεια του Τιμπό), που ουσιαστικά ξετυλίγει το κουβάρι της σχέσης τους καθώς ο Κουρκόλ δεν ενδιαφέρεται να φτιάξει ένα καθαρό μελόδραμα εδώ αλλά μια ανθρώπινη, γλυκόπικρη ιστορία. Και χτίζει με αφορμή αυτή την γνωριμία και επαφή των δύο αδερφών τις απαραίτητες κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις, αποτυπώνοντας όμορφα την Γαλλία της εποχής μας, μια χώρα με τεράστιες ανισότητες και σοβαρά κοινωνικά αδιέξοδα.
Πάνω σε αυτό το οικογενειακό δράμα αναδεικνύονται οι διαφορές των δύο αδερφών, που δεν είναι μόνο προσωπικές ή κουλτούρας και αντίληψης των πραγμάτων, αλλά κυρίως ταξικές και αυτό το σχόλιο μέσα στην ταινία είναι καθαρό, καθόλου ηθικοδιδακτικό και κουμπώνει άψογα με τον ανθρωπισμό της κεντρικής ιστορίας.
Όμως παρά αυτό το σχόλιο που κάνει ενδόμυχα ο Εμανουέλ Κουρκόλ, ο ίδιος πιστεύει και θέλει παράλληλα τους ανθρώπους – ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές τους – να ενώνονται τόσο χάρη στην αλληλεγγύη, όσο και μέσα από την ζύμωση τους με την Τέχνη, μια σκέψη τόσο λυτρωτική, που δίνει ουσιαστικό νόημα στην ιστορία του σεναριακά, παρά τις όποιες μικρές απροσεξίες ή παραλείψεις.
Η γλυκόπικρη, ζεστή, ανθρώπινη Ορχήστρα του Αδελφού μου καταφέρνει να αποδώσει μια αισιόδοξη ματιά στη ζωή, παρά το ότι στο όμορφο και μουσικά δοξαστικό φινάλε της ταινίας ξέρουμε ότι τίποτα δεν τελειώνει απόλυτα θετικά. Μας θυμίζει λοιπόν τις παλιές καλές feelgood ταινίες, που σε αυτή την δύσκολη εποχή τις έχουμε ανάγκη απόλυτα. Μια φαινομενικά απλή ιστορία που δίνεται με απόλυτη τρυφερότητα και συνδυάζει την εμπορικά επιτυχημένη αλλά και καλλιτεχνικά αξιόλογη ταινία, που ξεπέρασε κάθε προσδοκία στο γαλλικό box office και η οποία κατέκτησε επτά υποψηφιότητες για τα βραβεία Σεζάρ. Μια ανθρώπινη ταινία που την έχουμε απόλυτη ανάγκη.