Η ψυχή δεν αρρωσταίνει από μόνη της, αρρωσταίνει από τον κόσμο
Ο Μάνος Λαμπράκης καταγράφει τις σκέψεις του για την ψυχική υγεία, που ως έννοια και εμπειρία, παραμένει μία από τις τελευταίες αόρατες τάξεις της ανθρώπινης ύπαρξης
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Η ψυχική υγεία, ως έννοια και ως εμπειρία, παραμένει μία από τις τελευταίες αόρατες τάξεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Ζούμε σε μια εποχή όπου η εξωτερική κανονικότητα έχει αναγορευθεί σε ηθική αρετή, ενώ η εσωτερική κατάρρευση εκλαμβάνεται ως αδυναμία ή εκτροπή. Και όμως, κάθε μορφή ψυχικής αναδιάρθρωσης —όπως θα όφειλε να ονομάζεται— αποτελεί πράξη γενναιότητας, ένα ρήγμα μέσα στη συνέχεια του ψευδούς εαυτού, μια απόπειρα να επαναθεμελιωθεί ο εσωτερικός τόπος του ανθρώπου απέναντι στην ίδια του την Ιστορία.
Το στίγμα δεν είναι ποτέ ατομικό, το ξέρουμε, είναι πάντα πολιτικό. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία προστατεύει τη δική της ψευδαίσθηση ομαλότητας. Ο ψυχικά πάσχων —ή καλύτερα, ο ψυχικά αναζητών— λειτουργεί ως καθρέφτης της αποτυχίας του συλλογικού φαντασιακού να αντέξει το ίδιο του το βάθος. Ο «τρελός» γίνεται έτσι ο εξόριστος της κανονικότητας, ο εξιλαστήριος κρίκος μιας κοινωνίας που δεν αντέχει να αντικρίσει το ίδιο της το χάος. Όμως, πίσω από κάθε ειρωνεία, πίσω από κάθε κοινωνική απομόνωση, κρύβεται μια δομική άρνηση: η άρνηση να παραδεχθούμε ότι ο καθένας μας είναι δυνητικά έτοιμος να διαρραγεί.
Η ψυχή δεν αρρωσταίνει από μόνη της, αρρωσταίνει από τον κόσμο. Από τον θόρυβο, την επίδειξη, τον διαρκή ανταγωνισμό εικόνων και απόψεων, από την πολιτική της εξουθένωσης, από την «κόπωση του Εαυτού». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο καλλιτέχνης γίνεται ο κατεξοχήν φορέας της ψυχικής διακινδύνευσης. Δεν αρρωσταίνει επειδή δημιουργεί. Δημιουργεί επειδή νοσεί από την αλήθεια. Και όμως, η κοινωνία που επαινεί το έργο του, σπεύδει να αποκηρύξει την πηγή του. Είναι η ίδια η κοινωνία που, ενώ καταναλώνει την ευαισθησία, εξορίζει τον ευαίσθητο.
Είναι τραγικά ειρωνικό πως, συχνά, εκείνοι που σπεύδουν να στιγματίσουν έναν άλλον ως ψυχικά διαταραγμένο, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που κρύβουν μέσα τους μια άβυσσο αθεράπευτης ανάγκης για έλεγχο. Το στίγμα γίνεται εργαλείο εξουσίας: ένας τρόπος να αποφευχθεί η αναμέτρηση με το ίδιο το τραύμα. Ο Foucault το είχε δείξει: η «τρέλα» δεν είναι ιατρική κατηγορία, είναι κοινωνικό επιχείρημα ελέγχου. Η κοινωνία δεν θεραπεύει τον τρελό, τον φυλακίζει στο στερεότυπο για να διατηρήσει την τάξη των σωφρόνων.
Η πιο οδυνηρή ιστορία, όμως, δεν είναι ποτέ εκείνη των εξωτερικών πληγών. Είναι η ιστορία της ψυχής —η αφανής διαδρομή του πόνου που δεν ειπώθηκε, του φόβου που έγινε συμπεριφορά, της σιωπής που μετατράπηκε σε δημόσια αντοχή. Όταν δημόσια πρόσωπα αναγνωρίσιμα, επιλέγουν να μιλήσουν για επιφανειακά τραύματα, αποφεύγουν εκείνη την κρίσιμη αναμέτρηση με το αληθινό βάθος: την κατάρρευση της ψυχής ως προϋπόθεση για την ανάδυσή της. Ο δημόσιος λόγος για την ψυχική υγεία θα παραμένει υποκριτικός, όσο η κοινωνία αρνείται να ονομάσει τη θλίψη όχι ως πάθηση, αλλά ως γνώση.
Η ψυχική αναδιάρθρωση δεν είναι ντροπή, φίλες και φίλοι είναι κάθαρση. Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος παύει να μιμείται την κανονικότητα και αρχίζει να συνομιλεί με το σκοτάδι του. Και όποιος άντεξε να περάσει μέσα απ’ αυτό, δεν βγαίνει ποτέ ο ίδιος. Βγαίνει, όμως, αληθινός. Και ίσως αυτό να είναι το μόνο αντίδοτο απέναντι στο στίγμα: να μην φοβάσαι πια να είσαι ολόκληρος.
Μέσα στον καλλιτεχνικό χώρο, το στίγμα της ψυχικής αναδιάρθρωσης αποκτά μια ιδιαίτερη, σχεδόν μεταφυσική διάσταση. Ο καλλιτέχνης δεν είναι απλώς ένα άτομο που παλεύει με τις εσωτερικές του ρωγμές, είναι ο τόπος όπου το κοινωνικό τραύμα αποκτά μορφή. Ο καλλιτέχνης είναι εκείνος που απορροφά την «υπερβολή του πραγματικού» και τη μεταστοιχειώνει σε μορφή αισθητικής διάσωσης, όμως αυτή η διαδικασία είναι ψυχικά εξαντλητική. Γιατί το έργο τέχνης δεν γεννιέται από την ισορροπία αλλά από το ρήγμα. Από εκεί όπου η ψυχή παραδίδει ένα μέρος του εαυτού της για να σωθεί το υπόλοιπο.
Η Butler, με τη θεωρία της ευαλωτότητας, θα μας υπενθύμιζε ότι το υποκείμενο συγκροτείται μέσα από τις πληγές του. Η καλλιτεχνική πράξη δεν είναι παρά η δημόσια μορφή αυτής της ευαλωτότητας — μια έκθεση της ψυχής στην αδηφαγία του βλέμματος. Κι όμως, το κοινό που συγκινείται από την πληγή στο έργο, αποστρέφεται το πρόσωπο που την φέρει. Ο καλλιτέχνης γίνεται έτσι ένας φορέας ασθένειας για μια κοινωνία που επιθυμεί την αισθητική της λύτρωση χωρίς να αντέχει την ψυχική της προϋπόθεση.
Ο Benjamin, στοχαστής της μελαγχολίας, θα έβλεπε εδώ την κατάρρευση της αύρας. Η εποχή του θεάματος δεν αντέχει το βάθος της ψυχής, ζητά μόνο την αναπαράστασή του. Οι καλλιτέχνες μετατρέπονται σε εμψυχωτές της κανονικότητας, σε εξιδανικευμένα πρόσωπα, όπου η ψυχική αναστάτωση επιτρέπεται μόνο αν είναι παραγωγική, ποτέ αν είναι αληθινή. Και όμως, εκεί που το θέαμα ζητά σταθερότητα, η τέχνη απαιτεί αποσάθρωση.
Η ψυχική αναδιάρθρωση, μέσα στην τέχνη, είναι πράξη πολιτική: μια μορφή αντίστασης στη βιοπολιτική απαίτηση του ελέγχου. Ο Foucault θα έλεγε ότι κάθε δημιουργός που εκθέτει τη ρωγμή του υπονομεύει το καθεστώς της ορθοφροσύνης. Η τέχνη, τότε, γίνεται το τελευταίο άσυλο της ψυχής απέναντι στη λογική της απόδοσης. Όχι επειδή θεραπεύει, αλλά επειδή αποδέχεται την ανίατη φύση του ανθρώπινου.
Κάθε άνθρωπος που πέρασε μέσα από τη δική του εσωτερική διάλυση και βγήκε ζωντανός, είναι ήδη πολιτικό υποκείμενο. Γιατί μόνο ό,τι πονάει μπορεί να παράγει αλήθεια. Και ίσως, σε έναν κόσμο που φοβάται τη σιωπή και εξιδανικεύει τη σταθερότητα, το πιο ριζοσπαστικό έργο τέχνης να είναι αυτό της ψυχικής αποδοχής — η ήσυχη δήλωση πως είμαι ακόμη εδώ, μέσα στη ρωγμή, χωρίς μάσκα, χωρίς θέαμα, χωρίς ντροπή.
Κάποτε πίστευα πως η ψυχική αντοχή είναι δύναμη. Σήμερα όμως ξέρω πως είναι απλώς καθυστέρηση της κατάρρευσης. Και πως η αληθινή δύναμη αρχίζει εκεί που το προσωπείο σπάει. Όσοι από εμάς σταθήκαμε κάποτε απέναντι σε αυτό το σπάσιμο, μέσα στον καλλιτεχνικό χώρο ή στη ζωή, γνωρίζουμε πως το τίμημα είναι βαρύ — όχι γιατί πονά η ψυχή, αλλά γιατί ο κόσμος δεν αντέχει να τη δει να πονά.
Κι αν κάτι μένει σήμερα, στην Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας, είναι η ανάγκη να επανανοηματοδοτήσουμε τη λέξη «ισορροπία». Όχι ως επιστροφή στο κανονικό, αλλά ως πράξη συμφιλίωσης με το ανολοκλήρωτο. Δεν θέλω να μιλήσω για «τρέλα», ούτε για πάθηση, ούτε για θεραπεία. Θέλω να μιλήσω για τη σιωπηλή εργασία της ψυχής, που κάθε τόσο διαλύει ό,τι έχει στερεώσει, για να μην πάψει να αναπνέει.
Γιατί τελικά, το πιο μεγάλο τραύμα δεν είναι εκείνο που μας συνέβη, αλλά εκείνο που δεν επιτρέψαμε ποτέ να ειπωθεί. Κι αν έχουμε κάποιο χρέος μεταξύ μας, εμείς που περπατήσαμε μέσα ή στις παρυφές της ρωγμής, είναι να μην επιτρέψουμε ποτέ ξανά να γίνει η ψυχική ευαισθησία συνώνυμο αδυναμίας. Είναι να ονομάσουμε το στίγμα με το πραγματικό του όνομα: φόβο. Και να του αντιτάξουμε, ήσυχα, τη μόνη πράξη που το καταλύει — την αλήθεια του να παραμένεις ευάλωτος και ζωντανός.
Να προσέχετε τον κόσμο γύρω σας και τον εαυτό σας!
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής.