I see the children of summer in their ruins*

Γιατί αυτά τα παιδιά χορεύουν ακόμα….

Κυριάκος Γιαλένιος
i-see-the-children-of-summer-in-their-ruins-45324
Κυριάκος Γιαλένιος
1.jpg

Μην προσπαθήσεις να τους εντοπίσεις μέσα στο πλήθος, στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης. Δεν ξεχωρίζουν με κάποιο συγκεκριμένο dress code, και ούτε το επιδιώκουν άλλωστε. Αν υπάρχει ένας κοινός παρανομαστής, ένα αξεσουάρ που τους χαρακτηρίζει, αυτό ίσως είναι τα ακουστικά στ’ αυτιά. Τα ακουστικά που συμβολίζουν δύο πράγματα: Την αγάπη για την μουσική και την αποστροφή για την γενικευμένη μετριότητα που (θεωρούν ότι) κυριαρχεί γύρω τους. Οχυρωμένοι στο προσωπικό τους ηχητικό σύμπαν, αρνούνται με αυτό τον τρόπο να συμμετάσχουν σε όλο εκείνον τον ανελέητο ορυμαγδό από μεγαλόσχημες βρισιές εφήβων που να θέλουν φαίνονται μεγάλοι και ενηλίκων που νιώθουν την μικροαστική μαγκιά να πηγάζει από κάθε πόρο του λιπαρού τους κορμιού.

Στην πόλη που ζω είναι μειοψηφία. Στην πόλη που ζω οτιδήποτε δεν συνδέεται με το στερεά δομημένο τρίπτυχο, φραπές-μπουζούκι-θρησκεία, χαρακτηρίζεται αναμφίβολα «περιθώριο». Αυτό δεν τους αφορά καθόλου. Το περιθώριο δηλαδή. Εκεί που τους τοποθετεί ο κόσμος σε σχέση με την μάζα. Αρκεί να μην γίνεται εμπόδιο μπροστά τους. Στις νύχτες τους και στα τραγούδια τους.

Κάποιοι γνωστοί τους απ’ τα παλιά που πλέον κινούνται σε άλλο μήκος κύματος, τους λένε σνομπ. Κάποιοι άλλοι, πιο κουλτουριάρηδες, ελιτιστές. Τα ακούνε και κουνάνε το κεφάλι χαμογελώντας. Όταν βρεθούνε μόνοι μεταξύ τους, σε κάποιο μπαρ με υποτυπώδη φωτισμό, ντι τζέι που παίζει καλά και συμπαθητικές σερβιτόρες οι οποίες δεν θεωρούν ότι κάνουν την χειρότερη δουλειά του κόσμου, θα απευθύνουν αυτοσαρκαζόμενοι αυτούς τους χαρακτηρισμούς ο ένας στον άλλον και θα γελάσουν δυνατά: αντικοινωνικοί, indie, υπαρξιστές, σνομπ και βεβαία το αγαπημένο τους, hipsters.Οι ταμπέλες που με τόση μανία προσπαθούν κάποιοι να τους κρεμάσουν, έχει μετατραπεί για τους ίδιους σε inside joke.

Tα βράδια δεν βγαίνουν έξω σε μορφή παρέλασης, οι άντρες δεν καταφτάνουν μέσα σε αστραφτερά αυτοκίνητα που τα παρουσιάζουν ως βραβείο για την καινούρια δουλειά που έκλεισαν, όχι, συνήθως έρχονται με το λεωφορείο, με τα πόδια ή με το ποδήλατο και όσο για τις κοπέλες δεν προχωράνε δίπλα στους συντρόφους τους ως λάφυρο αλλά ως συνοδοιπόροι, δίχως να αγχώνονται για το ποια φοράει την πιο ψηλή γόβα και κρατάει την πιο ακριβή τσάντα.

Όλοι αυτά τα αγόρια και τα κορίτσια, τα πενήντα-εξήντα, μπορεί και εκατό, στέκονται πάντα δίπλα ο ένας στον άλλο, με εκείνο το χαρακτηριστικό βλέμμα συνενοχής, όταν (ξανά)ανταμώνουν οι ίδιοι και οι ίδιοι σε κάποιο live ενός dj από το San Francisco ή μιας garage μπάντας από την Σκωτία, στα σκοτεινά υπόγεια της πόλης με τα τσιμεντένια πατώματα και τους γυμνούς γλόμπους φωτισμού, εκεί οπού δεν κυριαρχεί η φαιδρή αυτοκρατορία του φαίνεσθαι αλλά η ευδαιμονία της μουσικής, η ένταση του ρυθμού καθώς διατρέχει τα άκρα του σώματος και η προσδοκία μιας διαφαινόμενης κάθαρσης, έστω προσωρινής, έστω και διαμέσου του χορού.

Γιατί αυτά τα παιδιά χορεύουν ακόμα….

*Ο τίτλoς είναι παράφραση του στίχου «I see the boys of summer in their ruins» του Ουαλού ποιητή Dylan Thomas.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα