Η τέχνη πάντα κερδίζει

Ο Χ. Χεϊζάνογλου γράφει για τις αρνητικές κριτικές γύρω από το Poor Things και πώς το ίδιο το έργο λειτουργεί ως κάτοπτρο που αντανακλά την εικόνα που προβάλλει ο καθένας

Parallaxi
η-τέχνη-πάντα-κερδίζει-1104292
Parallaxi

Λέξεις: Χάρης Χεϊζάνογλου

Η πλάκα είναι ότι την ταινία δεν την έχω δει, έχω διαβάσει μόνο, και ότι έχω διαβάσει ήταν κυρίως ανοησίες…

Θα μου πεις “και που ξέρεις ότι ήταν ανοησίες αφού δεν έχεις δει την ταινία”. Το ξέρω γιατί τίποτα από αυτά που διάβασα δεν μιλούσε για την ταινία. Σχεδόν όλα μιλούσαν άμεσα ή έμμεσα για τον ψυχισμό και την ταυτότητα αυτού που τα έγραφε. Για τις επιθυμίες του, τα πρέπει του κλπ.

Προφανώς και μια ταινία, όπως και κάθε έργο τέχνης, είναι ένα κάτοπτρο πάνω στο οποίο ο καθένας προβάλλει την ταυτότητα, τις γνώσεις και τις επιθυμίες του, και αυτό που παίρνει πίσω ως αντανάκλαση είναι η υποκειμενική εικόνα του έργου η οποία φυσικά περιέχει εκδοχές του εαυτού του που περιέχουν τις γνώσεις του, τα άγχη, τα θέλω, τα πρέπει, τα δεν πρέπει, την ταυτότητα που έχει ή διεκδικεί κλπ.

Δεν χρειάζεται δηλαδή να πει κάποιος συνειδητά “θα γράψω ένα κείμενο για μια ταινία για να σας πω τί είμαι εγώ!” γιατί αυτό γίνεται περίπου αυτόματα. Κάθε φορά που γράφεις μια κριτική για την τέχνη γράφεις και για εκδοχές του εαυτού σου. Αυτό άλλοτε είναι εμφανές και άλλοτε όχι, αλλά αν έχεις μέσα σου πχ πολλά άγχη, το πιθανότερο είναι ότι θα προβάλλεις άγχη, και έτσι το έργο θα σου δώσει πίσω άγχη και μετά θα γράψεις για άγχη. Και όντως, πολλά από αυτά που διάβασα εγώ γράφτηκαν με άγχος.

Θα μου πεις, δηλαδή δεν έχω δικαίωμα να κάνω αρνητική κριτική; Και η απάντηση είναι φυσικά και ναι. Αλλά είναι διαφορετικό πράγμα η αρνητική κριτική χωρίς άγχος, που περιστρέφεται γύρω από το έργο, από την αρνητική κριτική με άγχος, με ύφος, με στόμφο και με βεβαιότητες που περιστρέφονται γύρω από την ταυτότητα του γράφοντος σε σχέση με το έργο.

Και είδα πολλές κριτικές αυτού του είδους, που κουβαλάνε ένα άγχος να αποδείξουν κάτι σε σχέση με το έργο, που βάζουν αυθαίρετα τίτλους και χαρακτηρισμούς, αποδίδουν αυθαίρετα ταυτότητες, χρεώνοντας έμμεσα (ή και άμεσα) στο έργο και στον δημιουργό προθέσεις που δεν γίνεται να γνωρίζουν αν υπάρχουν πραγματικά ή όχι. Φάση “εγώ το είδα υπό αυτό το πρίσμα, και θέλει να πει αυτό, και κακώς θέλει να πει αυτό και όχι το άλλο, και θα σου πω εγώ τί λέει και τί θα έπρεπε να πει και πώς και σε ποιους κλπ…”

Αφενός, αυτού του είδους η κριτική προφανώς πριν πει κάτι για το έργο μας λέει κάτι γι’ αυτόν που την κάνει και για το πόσο καταλαβαίνει την λειτουργία της τέχνης, ως μια σύνθετη σημειολογική μηχανική που παράγει νοήματα, θέσεις, δηλώσεις κλπ. Και προφανώς δεν την καταλαβαίνει.

Αφετέρου, η ίδια η τέχνη τα έχει απαντήσει αυτά και συνεχίζει να τα απαντά συστηματικά από τη δεκαετία του 1920. Και η βασική απάντηση, με κάποιες εκδοχές, είναι ότι τα έχει γραμμένα όλα αυτά, εκτός από τις περιπτώσεις που επιχειρεί επίτηδες να τα πυροδοτήσει για να τα εξαργυρώσει. Οπότε, μπράβο σου για την αντίδραση αλλά η τέχνη ή σε έχει γραμμένο ή θα βγάλει λεφτά από αυτήν. Έχει γίνει εκατοντάδες φορές και πάντα η τέχνη κέρδιζε.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι όλο αυτό μας λέει κάτι και για το ίδιο έργο. Δεν μας λέει ότι είναι καλό, δεν λέει ότι είναι κακό, λέει όμως ότι λειτουργεί καλά τουλάχιστον ως κάτοπτρο που αντανακλά την εικόνα που προβάλλει ο καθένας.

Το ερώτημα είναι αν αυτό γίνεται επειδή ο Λάνθιμος ήθελε να φτιάξει έναν καθρέφτη και να τον βάλει μπροστά μας ή επειδή αυτοί που αντιδρούν έχουν μάθει να προβάλλουν με τόση ένταση την αντίδρασή τους που αυτόματα τα πάντα μετατρέπονται σε κάτοπτρα που την αντανακλούν.

Τείνω να πιστέψω το δεύτερο…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα