Η τελευταία χαμένη γενιά
του Γιάννη Τσολακίδη Βρέθηκα σήμερα το πρωί μάρτυρας μιας σκηνής που με γύρισε σχεδόν 35 χρόνια πίσω. Ένα κοριτσάκι έτρεχε κατα-αγχωμένο στο φροντιστήριο. Το άκουσα που το έλεγε σε φίλη της στο κινητό. Και συνειδητοποίησα ότι, πέρα από εκλογές, βρε αδελφέ, έχουμε και τις Πανελλαδικές! Και ανέσυρα μνήμες από τον καιρό που κι εγώ έδινα […]
του Γιάννη Τσολακίδη
Βρέθηκα σήμερα το πρωί μάρτυρας μιας σκηνής που με γύρισε σχεδόν 35 χρόνια πίσω. Ένα κοριτσάκι έτρεχε κατα-αγχωμένο στο φροντιστήριο. Το άκουσα που το έλεγε σε φίλη της στο κινητό. Και συνειδητοποίησα ότι, πέρα από εκλογές, βρε αδελφέ, έχουμε και τις Πανελλαδικές! Και ανέσυρα μνήμες από τον καιρό που κι εγώ έδινα εξετάσεις, να τελειώσω το λύκειο και να μπω στη Νομική.
Τα μικρά δράματα των νεαρών παιδιών- ψυχούλες- φαίνονται μικρά μόνο σαν θαμπώσουν από τη σκόνη του χρόνου. Τον καιρό που συμβαίνουν μοιάζουν κύματα πελώρια, φουρτούνες μοιραίες.
Σ’ ένα σύστημα που βαθύτατα νοσεί στα κριτήρια και τις επιλογές των ανθρώπων που καταλαμβάνουν τις θέσεις εργασίας, από υπουργούς ως τους κλητήρες κι από μεγαλοεπιχειρηματίες της διαπλοκής ως τους «ενοικιαζόμενους» εργαζομένους, τα παιδιά των 18 ετών διδάχτηκαν κι εξετάζονται στα ακριβώς αντίθετα όσων θα αντιμετωπίσουν και θα διαπιστώσουν, μόλις ξεσχολίσουν.
Γιατί μαθαίνουν ότι «Ἐστὶν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» και διαπιστώνουν ότι η ζωή είναι πράγματι μια τραγωδία (ενίοτε και φαρσοκωμωδία, αναλόγως των αντοχών σε ειρωνεία) μίμησης πράξεων ασήμαντων και ατελών με μεγέθη που αφορούν είτε σε τετραγωνικά μέτρα, κυβικά εκατοστά και τραπεζικούς λογαριασμούς είτε, το χειρότερο και συνηθέστερο, σε μεγέθη υπομονής, υποτέλειας και ανέχειας.
Μαθαίνουν ότι «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» αλλά συναντούν από νωρίς το ότι «πάντων ανθρώπων μέτρον χρήμα» με την πολύ συγκεκριμένη σημερινή και όχι την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης «χρήμα».
«Μούσαις Χάρισι Θύε» θα διαβάσουν αν διαβούν, έστω και για βόλτα, την είσοδο της παλαιάς Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης. Και θα δουν πράγματι τους νεοέλληνες να «θύουν» σε άλλες «Μούσες» και συναφή νυχτερινά μορφώματα της λαμέ σκυλάδικης διασκέδασης ακόμη και σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης. Να «θύουν» σε εκλογικές επιλογές τύπου…Ψινάκη, Γκλέτσου, Βάνας Μπάρμπα, Λευτέρη Πανταζή, Μπέου, Ζαγοράκη, σε εφιαλτικά υψηλά ποσοστά Κασιδιάρη και Παναγιώταρου και άλλων… αστέρων της πίστας, της σκηνής ή του ποδοσφαίρου, της ρατσιστικής βίας και του κοινού ποινικού εγκλήματος. Σε θριάμβους «αστέρων», μερικοί από τους οποίους είναι και υπόδικοι…
Γιατί μαθαίνουν ότι «Έστι δίκης οφθαλμός, ός τα πανθ’ ορά» και θα διαπιστώσουν ότι το ΣτΕ έκρινε… «συνταγματικό και νόμιμο το κλείσιμο της ΕΡΤ» και ότι ο μόνος οφθαλμός που βλέπει τα πάντα είναι αυτός της Google και του διαδικτύου, των δορυφόρων και των μυστικών υπηρεσιών- α, ναι- και όπως ανέκαθεν, του οφθαλμολάγνου, αδιάκριτου κουτσομπόλη, χαφιέ γείτονα.
Και εντέλει θα βρεθούν σ’ έναν κόσμο τρομαχτικά ψεύτικο και ξένο κι εχθρικό και ίσως γι’ αυτό μας απωθούν και μας κατηγορούν, μας αρνούνται και μας αποκαθηλώνουν. Μακάρι να γίνουν καλύτεροι με τούτα και με τα άλλα που συναντούν, μην προκύψουν εκδικητικά, διπλά ψεύτες ξένοι κι εχθρικοί, κάτι που δεν θα το άντεχα…
Κι ούτε το θέλω, ούτε το πιστεύω.
Εμείς… καθώς ο ήλιος από μεσημέρι τραβάει προς τη δύση, θα διαπιστώσουμε ότι όσα μάθαμε είναι σαν τη ρήση του Πρωταγόρα (νομίζω): «Έν έστι, ότι ουδέν έστι…» δηλαδή, ένα υπάρχει, ότι τίποτε δεν υπάρχει κι αν υπάρχει δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε κι αν το κατανοήσουμε δεν μπορούμε να το μεταδώσουμε… κι έτσι θα τελειώσουμε, διδάσκοντας αλήθειες στα παιδιά που καταλήγουν ψέματα και ζώντας με ψέματα που είναι η σκληρή αλήθεια της πραγματικότητας. Ας μείνουμε εμείς «Η τελευταία χαμένη γενιά».