Η τρυφερότητα ως πολιτικός λόγος
«Γιατί έκλαψα τόσο; Για ποιον; Για σένα ή για μένα;»
Λέξεις: Αντώνης Ανδρουλιδάκης
Ο επικήδειος λόγος του Αλκίνοου Ιωαννίδη στον αποχαιρετισμό του Διονύση Σαββόπουλου -όπως και η σημερινή τοποθέτηση του Οδυσσέα Ιωάννου, όπως και γενικότερα ο Λόγος της Μαρίας Καρυστιανού- έχει μια διεισδυτική ισχύ που πρέπει να εξετάσουμε, γιατί αποκαλύπτει πολλά για τη σχέση ανάμεσα στη συγκίνηση, την τρυφερότητα και τις πολιτικές/πολιτισμικές μας συλλήψεις και άρα και τις πολιτικές αλλαγές που χρειαζόμαστε.
Τι κάνει λοιπόν αυτόν τον λόγο τόσο διεισδυτικό;
1. Δεν επιχειρηματολογεί — νιώθει.
Ο Ιωαννίδης δεν αναπτύσσει “λόγια επιχειρήματα” για τη σημασία του Σαββόπουλου. Δεν λέει «αυτό έγινε», «αυτό άλλαξε», ούτε καταγγέλλει τι έγινε ή δεν έγινε. Λέει «σ’ αγαπώ», «σε ευχαριστώ», «χωρίς εσένα…». Αυτός ο τόνος της προσωπικής οικειότητας ανοίγει τον Λόγο— του δίνει πρόσβαση στο κοινό-σώμα, μεταφορφώνοντας τους «θεατές/ακροατές» σε «συν-μέτους» «συγκινητές».
2.Απευθύνεται προσωπικά σε ένα “διαθέσιμο” κοινό — το κοινό της ψυχής.
Όταν λέει «Ακριβέ μου δάσκαλε», δεν απευθύνεται απλώς σε ένα μουσικό δημιουργό. Απευθύνεται σε έναν “πνευματικό γονιό”, σε έναν καθοδηγητή της μουσικής και της ζωής. Με αυτόν τον τρόπο, ο λόγος μεταφέρει μια αρχετυπική σχέση — δάσκαλος-μαθητής, παιδί-γονιός.
Η τρυφερότητα εδώ δεν είναι “καταναλωτική” — είναι πηγαία, βαθιά, φοράει τον τόνο της ευγνωμοσύνης και της συνειδητοποίησης.
3.Επαναφέρει το συλλογικό νόημα μέσα από την ατομική συγκίνηση.
Ο Ιωαννίδης δεν μένει στην ιδιωτική συγκίνηση. Μέσα στο «εκ μέρους των γνωστών και αγνώστων ποιητών», «εκ μέρους κάθε ακροατή», φέρνει το ατομικό δάκρυ στον κόσμο της συλλογικότητας.
Με άλλα λόγια: η τρυφερότητα γίνεται κοινωνική σχέση. Δεν είναι απλώς “εγώ αισθάνομαι”. Είναι “εμείς αισθανόμαστε”.
4.Έχει στοιχεία ειλικρίνειας και ευαλωτότητας που αντιστέκονται στον πολιτικό λόγο της «βεβαιότητας».
Σε αντίθεση με έναν πολιτικό λόγο που ψάχνει να πείσει, να “πουλήσει” ιδεολογία ή πρόγραμμα, ο αποχαιρετισμός μοιάζει να εγκαταλείπει την προθυμία για “μεγάλες λύσεις”. Επιλέγει την πραγματικότητα του αποχωρισμού, της απώλειας, του ευχαριστώ.
Και σε αυτό το σημείο, η τρυφερότητα — η αναγνώριση του περάσματος, του δώρου, της έλλειψης — γίνεται αντίσταση στον λόγο της εξουσίας που λέει «όλα είναι υπό έλεγχο».
Γιατί λοιπόν αυτός ο τύπος λόγου έχει πολιτική σημασία;
• Διαταράσσει τον ορθολογικό λόγο της εξουσίας: Η εξουσία θέλει βεβαιότητες, λογικές αλυσίδες, προγράμματα. Η τρυφερότητα δεν έχει πλήρη έλεγχο. Δεν υπόσχεται. Απλώς υπάρχει — και αυτό την κάνει αληθινά επαναστατική. • Ανακαλεί την αίσθηση της κοινότητας: Όταν κάποιος λέει «σε ευχαριστώ εκ μέρους όλων», αναβιώνει τη δημόσια διάσταση του συναισθήματος — κάτι που το σύστημα προτιμά να κρατά ιδιωτικό. • Υπερβαίνει το μοντέλο της σύγκρουσης: Η δυτική πολιτική μας παράδοση ταύτισε συχνά τη “δύναμη” με τη “σύγκρουση”. Εδώ βλέπουμε ότι δύναμη μπορεί να είναι και η τρυφερότητα, η ευγνωμοσύνη, η αναγνώριση της κοινής μοίρας. • Ενεργοποιεί τη μνήμη και την ταυτότητα με τρόπο διαφορετικό από την ιδεολογία: Ο λόγος αυτός δεν ποντάρει στο “μεγάλο αφήγημα” αλλά στην “ιδιωτική εμπειρία” που γίνεται κοινή. Το κοινό αναγνωρίζει τον εαυτό του σε αυτόν τον λόγο — και έτσι η τρυφερότητα μετατρέπεται σε συλλογική δύναμη.
Συμπερασμτικά:
Ο λόγος του Αλκίνου Ιωαννίδη δεν είναι απλώς λόγος αποχαιρετισμού — είναι μανιφέστο τρυφερότητας.
Και αυτή η τρυφερότητα έχει πολιτική βαρύτητα:
• Θυμίζει ότι η πολιτική δεν επαρκεί όταν στερείται καρδιάς. • Υποστηρίζει ότι η συλλογική αλλαγή δεν προέρχεται μόνο από τη σύγκρουση, αλλά και από τη δύναμη της συνένωσης μέσα από το συναίσθημα. • Δείχνει πως ο άνθρωπος δεν είναι απλώς φορέας πολιτικής επιλογής, αλλά κυρίως φίλος, φοιτητής, μαθητής, παιδί, ακροατής — δηλαδή μέτοχος/υποκείμενο σχέσης και αυτή η πλευρά του δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Γιατί αυτός είναι ο πολιτικός λόγος που χρειαζόμαστε.
Γιατί ο λόγος της συγκίνησης είναι ο μόνος που μπορεί να θεραπεύσει μια κοινωνία που έχει μάθει να μην νιώθει.
Έχουμε πνιγεί σε λόγια “ορθολογικά”, “ρεαλιστικά”, “τεχνοκρατικά” — “πειστικά” επιχειρήματα και παρ’ όλα αυτά δεν αλλάζει τίποτα.
Γιατί τίποτα δεν αλλάζει, αν δεν αλλάξει ο τρόπος που νιώθουμε.
Ο πολιτικός λόγος που χρειαζόμαστε δεν είναι αυτός που υπόσχεται, ούτε αυτός που κατηγορεί.
Είναι αυτός που συγκινεί.
Που θυμίζει ότι η δημοκρατία δεν είναι διαδικασία, είναι σχέση — σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους που βλέπουν ο ένας τον άλλον.
Που κατανοούν, που σιωπούν μαζί, που μπορούν να πουν “σε ευχαριστώ”.
Η συγκίνηση είναι ο τόπος όπου ο άνθρωπος συναντά ξανά το “ανήκειν”. Κι εκεί, στο “ανήκειν”, αρχίζει η πολιτική.
Η εποχή μας υποφέρει από υπερπληθώρα λέξεων και έλλειμμα συγκίνησης. Οι άνθρωποι μιλούν — δεν συναντιούνται.
Αναλύουν — δεν νιώθουν.
Η πολιτική έχει γίνει μια αδιάκοπη μετάδοση επιχειρημάτων χωρίς ψυχή, ένας ανταγωνισμός “ορθολογισμού”, όπου η ευαισθησία θεωρείται πολυτέλεια ή αδυναμία.
Κι όμως, η αληθινή πολιτική αρχίζει εκεί όπου ο άνθρωπος συγκινείται.
Εκεί όπου το δίκαιο δεν είναι ρητορική αξία, αλλά αίσθηση — η βαθιά αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά και πρέπει να αλλάξει όχι επειδή “συμφέρει”, αλλά επειδή ΠΟΝΑΕΙ.
*Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι ψυχολόγος
