Η Ξυπόλητη ηρωίδα της Θεσσαλικής πρωτεύουσας

της Αθηνάς Τερζή Εικόνα: Konstantia Maz της Stereosis Πρώτη φορά γράφω την ιστορία κάποιου και ξέρω καλά γιατί το κάνω. Είναι που κάποια στιγμή φτάνεις στα όριά σου. Είναι που κάποια στιγμή ο θαυμασμός για έναν άνθρωπο σε ξεπερνά και θέλεις να βγεις έξω να το φωνάξεις για να το ακούσουν όλοι. Να ακούσουν όλοι […]

Αθηνά Τερζή
η-ξυπόλητη-ηρωίδα-της-θεσσαλικής-πρωτ-18138
Αθηνά Τερζή
terzi.jpg

της Αθηνάς Τερζή Εικόνα: Konstantia Maz της Stereosis

Πρώτη φορά γράφω την ιστορία κάποιου και ξέρω καλά γιατί το κάνω. Είναι που κάποια στιγμή φτάνεις στα όριά σου. Είναι που κάποια στιγμή ο θαυμασμός για έναν άνθρωπο σε ξεπερνά και θέλεις να βγεις έξω να το φωνάξεις για να το ακούσουν όλοι. Να ακούσουν όλοι τη δική του ιστορία, το δικό του αγώνα, τη δική του κραυγή. Να σμίξει με τις κραυγές όλων εκείνων των ανεξάντλητων, των δυνατών που σου φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Χαράς και λύπης μαζί. Θυμού κι ευγνωμοσύνης. Για τα όνειρα που έφτιαξαν, για τις στιγμές που μοιράστηκαν, για τη ζωή που δεν έζησαν.

Και το λέω εγώ που η ζωή  μου φέρθηκε καλά κι ανέξοδα. Σαν ένα λευκό πουπουλένιο σύννεφο, μια σιγανή βροχή, από κείνες τις φθινοπωρινές, τις χουζούρες, που γρατζουνάνε τον αέρα και ομορφαίνουν τα σούρουπα. Σπουδαία μέσα την απλότητά της. Μέσα σε αυτό το καταπληκτικό τίποτα! Το μεγαλειώδες καθημερινό και μετρημένο μέτριο!

Τη Σ την γνώρισα πριν από κάποια χρόνια. Πληθωρική και γαλαντόμα. Από κείνες που πάντοτε ζήλευα! Γυναίκα αγέρωχη κι ατρόμητη. Που πιάνει την πέτρα και τη στύβει. Αθυρόστομη, βροντόφωνη, με μια παράξενη λαϊκότητα και μια βραχνάδα στη φωνή που δεν ταίριαζαν με τα 30 της χρόνια. Σαν κάτι αρχοντορεμπέτισσες παλιάς κοπής, που τις παραδέχεσαι αγόγγυστα και αναντίρρητα. Ω! πόσο λίγη ένιωσα δίπλα της. Την πρωτοσυνάντησα σε ένα παιδικό πάρτυ από κείνα που δεν περιμένεις και πολλά, μόνο γουρλώνεις  μάτια, τεντώνεις αυτιά σε ένα τσούρμο από μικρά παιδιά που σε γυροφέρνουν σαν τα τρελά πουλιά κι από τότε ρωτούσα πάντοτε για κείνη, μέχρι να ξανασμίξουμε στο ίδιο πάρτυ, να επιδιώξω να καθίσω δίπλα της, για να μου μεταδώσει λίγη από τη θετική της ενέργεια, από κείνο το Αχ του χορτάτου αναστεναγμού, μιας γυναίκας ικανοποιημένης και μονιασμένης με τη ζωή .

Δίχως φρου φρου κι αρώματα, φτιασίδια και υπερβολές η Σ ζούσε τη ζωή της κι απόκτησε δύο παιδιά. Έζησε την οικονομική κρίση στο πετσί της, τη ζόρισε κι ο σύζυγος, αλλά δεν απαξίωσε το όνειρο. Δε φοβήθηκε κι απόκτησε και τρίτο παιδί. Κι ύστερα ήρθε η αρρώστια. Δεν την τσάκισε, της έκοψε  απλώς τη φόρα. Κι ας ήταν τα μηνύματα σκοτεινά κι απαισιόδοξα και μετρημένες οι χαρές. Εκείνη πάλευε με το θηρίο. Έχω τα μικρά μου έλεγε. Κι ας έμενε πιο πολύ μόνη της. Σαν τη λέαινα τα μάζευε γύρω της και τα προστάτευε. Μετρούσε ώρες…Μια δύο τρεις. Μετρούσε μέρες… Μια δύο τρεις. Μετρούσε αγκαλιές…Μια δύο τρεις. Μετρούσε φιλιά…Ένα δύο τρία. Κι ας ξεμάκραινε πιο μόνη. Κι ας έδινε ένα σκληρό αγώνα. Εκείνη η Σ που έπαιρνε το τρένο και κατέβαινε Αθήνα για θεραπεία. Ολομόναχη. Ένα βράδυ η Π σήκωσε το τηλέφωνο. Ήταν μεσάνυχτα.” Κοιμάσαι;”, τη ρώτησε η Σ. “Καλά καλά κοιμήσου, δεν πειράζει”. Όταν την αποχαιρέτησα για πάντα έμαθα ότι εκείνη τη  νύχτα η Σ γύριζε από την Αθήνα με το τρένο. Είχε υποστεί άλλη μια θεραπεία. Τα παπούτσια την έσφιγγαν και δεν είχαν απομείνει χρήματα πάνω της ούτε για ταξί. Κατέβηκε στο σταθμό της Θεσσαλικής πρωτεύουσας και περπάτησε ξυπόλητη μέσα στο κρύο μέχρι το σπίτι της. Η Σ που δε φοβήθηκε τίποτα, που δεν ενόχλησε κανένα.

Κι αν γράφω την ιστορία της είναι γιατί τη διαβάζω καθημερινά στον καθρέφτη του σπιτιού μου. Άλλες έχουν δίαιτες, εγώ έχω την ιστορία της Σ. Τη δική της μεγάλη, υπέροχη ιστορία για τη ζωή που πρέπει να την πιάνεις γερά από τα μαλλιά. Για το σκασμό που οφείλω να  βγάζω κάθε φορά που θα παραπονεθώ, θα μαυρίσω τη σκέψη μου για ένα τίποτα. Για τη ντροπή που νιώθω.

“Μα αν είχα ένα πολύχρωμο πουλί με χρώματα δεκάξι, ίδιο μ’ ένα ανοιξιάτικο λιβάδι, μεσ’ τον ήλιο θα το έστελνα σ΄ εσένανε να το’ βλεπες λιγάκι”….

*”Αν είχα”…Στίχοι: Δημήτρης Μπασλάμ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα