Parallax View

Ικέτιδες: Άλλη μία τραγωδία

Γιατί να έχουμε ελληνικές παραστάσεις στην Επίδαυρο κάθε χρόνο;

Σάββας Πατσαλίδης
ικέτιδες-άλλη-μία-τραγωδία-1199576
Σάββας Πατσαλίδης

Το θέμα τελικά δεν είναι να προετοιμάσει κάποιος μια παράσταση αρχαίας τραγωδίας και να την πάει στην Επίδαυρο ή κάπου αλλού. Κουτσά στραβά όλοι μπορούν να το κάνουν, εφόσον το επιθυμούν και το επιδιώκουν συστηματικά. Το θέμα είναι γιατί να το κάνουν; Γιατί να μπουν σε αυτή τη δύσκολη και πολλαπλώς επικίνδυνη δοκιμασία; Έχουν κάτι ουσιαστικό να προτείνουν ή να αντιπροτείνουν; Έχουν κάτι να μοιραστούν με τους θεατές που να ξεφεύγει από τα γρανάζια της αυτοματοπoιημένης μηχανής της ανακύκλωσης των οικείων τόπων και τρόπων; Κάτι ικανό να μας ταράξει, να μας αναστατώσει; Να μας κάνει εντέλει καλύτερους και σοφότερους πολίτες; Κι αν δεν έχουν, προς τι όλα αυτά; Ποιο είναι το βασικό κίνητρο, αν δεν είναι η ανανέωση της γνωριμίας μας με τους κλασικούς;

Ας το καταλάβουμε: οι κλασικοί μας ποιητές δεν είναι μοντέρνοι. Είναι αρχαίοι, που σημαίνει ότι η όποια ερμηνευτική και/ή επιτελεστική μετακίνησή τους είναι κάτι παραπάνω από απλή δοκιμασία. Είναι ένα τεραστιο στοίχημα.

Μοντέρνος είναι ο Σάιξπηρ, ο Pierre Corneille, ο Molière, ο Jean Racine, ο Pedro Calderón de la Barca,ο Lope de Vega, ο Christopher Marlowe κ.ά. Όλοι αυτοί κινούνται σε έναν νέο κόσμο, τον κόσμο της ιστορίας, της πρόγνωσης και της επιστημονικής πρόβλεψης. Οι αρχαίοι κινούνται στη σφαίρα της μυθιστορίας και της προφητείας. Οι διαφορές τεράστιες, αβυσσαλέες. Σαφώς είναι πιο βατό, πιο διαχειρίσιμο να ανεβάσει κανείς Άμλετ από ό,τι Οιδίποδα, γιατί ο Άμλετ, είναι ένα αναγνωρίσιμο τρισδιάστατο πλάσμα πολύ πιο κοντά σε αυτό που είμαστε εμείς, οι μοντέρνοι. Μπορούμε να τον φανταστούμε να περπατά στην Ερμού ή στην Τσιμισκή. Το ίδιο και την Ιουλιέτα. Τον Ρωμαίο. Διόλου τυχαίο που η ιστορία του μοντέρνου θεάτρου αρχίζει με τον Σαίξπηρ. Ο Οιδίποδας ή ο Αίαντας ή η Κυταιμνήστρα δεν είναι “σαν κι εμάς”. Είναι αρχαίες μορφές που απαιτούν μια εντελώς άλλη επιτελεστική αντιμετώπιση ώστε να γίνουν μοντέρνοι.

Κάνω αυτή τη βιαστική σύγκριση για να πω ότι το ουσιαστικό ανέβασμα ενός αρχαίου κειμένου είναι μια δοκιμασία πολλαπλώς πιο περίπλοκη, πιο απαιτητική, επίπονη, χρονοβόρα, γεμάτη παγίδες. Η απουσία απόλυτων απαντήσεων (τεκμηρίων) σε όλα τα επίπεδα (μουσικής, κίνησης, υποκριτικής κ.λπ) μετατρέπουν το όλο εγχείρημα σε ένα “θεατρικό αίνιγμα”, ένα ναρκοπέδιο απαγορευτικό για ξεπέτες, προχειρότητες και λύσεις του ποδαριού.

Η τραγωδία δεν είναι ταχυφαγείο. Το να ισχυρίζεται κανείς ότι μέσα σε 7-8 εβδομάδες θα ετοιμάσει και θα ανεβάσει αρχαία τραγωδία, η οποία παράλληλα θα κάνει και τη διαφορά στην παραστασιολογική μας βιβλιοθήκη, σίγουρα μας δουλεύει ή τρέφει ψευδαισθήσεις. Το να μετατρέψει κανείς το αρχαίο σε μοντέρνο απαιτεί καντάρια ιδρώτα, πίστη, δόσιμο, μελέτη, μακροχρόνια έρευνα, διαφορετικά το αποτέλεσμα θα είναι, εκ των πραγμάτων “μία από τα ιδια”, με κάποιες ελάχιστες αποχρώσεις. Ως εκεί, στην καλύτερη περίπτωση.

Όλοι έπαθαν υστερία με την “Ορέστεια” του Τερζόπουλου. Λογικό. Και δικαίως. Ήταν μια σπουδαία παράσταση, μια αξιοζήλευτη summa ζωής. Οι περισσότεροι που δεν είχαν δει ποτέ δουλειά του Τερζόπουλου ξαφνιάστηκαν. Σου λένε, τι κάνει αυτός; Από πού μας ήρθε; Ναι, είδαν κάτι αλλιώτικο, κάτι εντελώς “ξένο” σε σχέση με αυτά που έχουν συνηθίσει να υποδέχονται ως αναγνώσεις αρχαίων κειμένων. Δεν ξέρω αν αναλογίστηκαν ότι αυτός ο καλλιτέχνης ασχολείται συστηματικά, σχεδόν εμμονικά, με τα αρχαία κείμενα εδώ και πενήντα χρόνια. Ταξίδι μοναχικό, βασανιστικό αλλά συνάμα και απίστευτα γοητευτικό και ουσιαστικό. Και η “Ορέστεια” ήταν ο θριαμβευτικός επίλογος αυτής της ευεργετικής “οδύσσειας”. Οι ψηφίδες μιας ολόκληρης ζωής συγκεντρωμενες σε έναν τρίωρο άθλο.

Θα μου πείτε πως δεν έχουν όλοι είτε τη δύναμη είτε τη βούληση είτε τη δίψα είτε την εσωτερική ανάγκη να σκαλίσουν τα αρχαία κείμενα σε τέτοια βάθη ώστε να πετύχουν την εξόρυξη των πολύτιμων μετάλλων τους και να τα κάνουν επί της ουσίας “μοντέρνα”. Ουδέν μεμπτό επ’ αυτού. Το σέβομαι. Τουλάχιστο όμως ας προσπαθήσουν να δημιουργήσουν, στο μέτρο του δυνατού, τις συνθήκες εκείνες που θα τους επιτρέψουν περισσότερο χρόνο ενασχόλησης.

Και μιας και το είπα αυτό, σκέφομαι στα γρήγορα: Γιατί να έχουμε ελληνικές παραστάσεις στην Επίδαυρο κάθε χρόνο; Ας έχουμε κάθε δεύτερο χρόνο. Τον ένα χρόνο ας έχουμε φιλοξενούμενες παραγωγές αρχαίου θεάτρου από ξένους (υπάρχουν άφθονες και ενίοτε πολύ καλύτερες και απενοχοποιημένες). Κάπως έτσι πιστεύω πως αφενός θα ενισχύεται ακόμη πιο πολύ η εξωστρέφεια και η διεθνής ενημέρωση του κοινού μας (και οι αναπόφευκτες συγκρίσεις) και αφετέρου θα δημιουργούνται μεγαλύτερα χρονικά περιθώρια προετοιμασίας των ελληνικών παραστάσεων.

Ξέρω ότι κάτι τέτοιο δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει. Ούτε οι παραγωγοί ούτε οι τουριστικοί πράκτορες, μα ούτε φυσικά και οι σκηνοθέτες ή οι μεταφραστές ή οι μεγάλοι πρωταγωνιστές το θέλουν. Είναι πολλά τα λεφτά. Πάνω από όλα αυτό. Κι ας μας λένε (φιλολογικά, εννοείται) πως πάνω από όλα η τέχνη. Εν πάση περιπτώσει. Μια σκέψη ήταν και τη μοιράστηκα μαζί σας.

Τα λέω όλα αυτά με αφορμή τις ΙΚΕΤΙΔΕΣ (σκην. Μ. Κάλμπαρη) με τις οποίες αποφάσισα να κλείσω τις καλοκαιρινές θεατρικές μου εξορμήσεις. Ομολογώ πως δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή για “αυλαία”.

Ακόμη διερωτώμαι: γιατί άραγε ανέβηκε αυτή η παράσταση; Τι είχε να μας προσφέρει; Να μοιραστεί μαζί μας τη μετάφραση του Γρυπάρη; Αν ήταν αυτό και μόνο, ας τη διαβάζαμε στο σπίτι. Ποιος ο λόγος να τρέχουμε στο θέατρο Δάσους; Γιατί πέρα από αυτό δεν είδα κάτι άλλο. Η παρουσία της σπουδαίας Λυδίας Κονιόρδου μπορεί να ήταν εκεί, δεσπόζουσα, όχι όμως αρκετή για να αλλάξει η φυσιογνωμία ενός αδιάφορου όλου.

Οι ΙΚΕΤΙΔΕΣ είναι ένα από τα πλέον ιδεολογικά φορτισμένα έργα του αρχαίου θεάτρου. Δεν είναι μόνο το θέμα των φύλων που πρωταγωνιστεί. Είναι και το θέμα της εξουσίας και των ορίων της, καθώς και οι σχέσεις εξουσίας και λαού, το θέμα του δικαιωματισμού, της λαοκρατίας κ.λπ. Τίποτα δεν μας άφησε η παραγωγή αυτή ώστε να θυμόμαστε πως κάποτε είχε περάσει από τη ζωή μας. Όσο για τον Χορό, πώς περιγράφει κανείς το απερίγραπτο;

Αν κρίνω από τα δημοσιεύματα που αναφέρονται στην προσέλευση του κόσμου στις διάφορες πιάτσες μόνο η παραγωγή πρέπει να έμεινε απόλυτα ευχαριστημένη. Άλλωστε αυτός δεν είναι (ας μην κοροϊδευόμαστε) ο απώτερος, ο διακαής πόθος κάθε καλοκαιρινής παραγωγής: να μαζέψει όσο γίνεται περισσότερο κόσμο; Τα νούμερα στο ταμείο μετράνε. Τα άλλα έπονται και ουδείς ασχολείται, πέρα από πομπώδεις φιλολογικές υποσχέσεις.

Όμως ο θεατής είναι εκείνος που αφήνει τα λεφτά του στο ταμείο. Γι’ αυτό μήπως πρέπει πρέπει να απασχολήσει τι παίρνει μαζί του στο σπίτι και όχι τι παίρνει ο παραγωγός από το ταμείο στο δικό του σπίτι;

Εν αναμονή των νέων ανακυκλώσεων το επόμενο καλοκαίρι.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα