Ημερολόγιο ανάγνωσης: Το ντεπόν της πόλης μου
Ένα κείμενο του Άγγελου Μαλλίνη για την κατάθλιψη που μας βυθίζει η πόλη και για το ντεπόν που μας προσφέρουν οι συγγράφεις της, με αφορμή τη βράβευση της Σοφίας Νικολαΐδου για το βιβλίο «Τα Δικά μας Παιδιά»
Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 2025, Καλαμαριά
Πάνε τρεις μήνες τώρα που κάθισε αυτό το τεράστιο σκούρο μπλε σύννεφο πάνω από την πόλη και δεν αφήνει τον ήλιο να φανεί. Υπάρχουν μέρες που περνάνε με μακρόσυρτο ψιλόβροχο και άλλες που ανοίγουν οι ουρανοί από τη νεροποντή.
H υγρασία στην Καλαμαριά είναι ανυπόφορη. Εδώ και μια βδομάδα φούσκωσαν οι τοίχοι, με δύο αμφυγραντήρες κρατάμε την υγρασία λίγο κάτω από 80%. Οι δήμοι της Θεσσαλονίκης έκλεισαν τα σχολεία και ξεκίνησε η τηλεκπαίδευση. Οι λοιμώξεις και τα αναπνευστικά δίνουν και παίρνουν γεμίζοντας τα νοσοκομεία. Η πυροσβεστική ενισχύθηκε με πυροσβέστες από άλλες πόλεις. Οι εκατοντάδες κλήσεις που δέχεται το κέντρο επιχειρήσεων για αντλήσεις υδάτων από σπίτια, απεγκλωβίσεις και παροχή βοήθειας έχουν δημιουργήσει τους νέους ήρωες στα social media. Οι αρχές σταμάτησαν τη λειτουργία του μετρό και με τον φόβο να μη διαρραγούν τα αναχώματα που φτιάξανε έξω από κάθε στάση καλούν τους πολίτες να συμβάλουν εθελοντικά στη προσπάθεια να το κρατήσουν μακριά από τη πλημύρα και την καταστροφή.
Εκεί που ο ουρανός γαλανίζει και λες πως ίσως δούμε ήλιο, αμέσως γίνεται μπλαβός και γεμίζει η ψυχή μας θλίψη και ενοχές. Πελώριες γαλάζιες και μωβ σαρκικές φλέβες φέρνουν την βροχή στη Θεσσαλονίκη από το Χορτιάτη. Ο ουρανός συνεχίζει και το απόβραδο να είναι τρομακτικός και ασήκωτα γαλάζιος. Δεν άντεξα, βγήκα να περπατήσω παρά τη γενική απαγόρευση με την Θύμη. Με κόπο φθάσαμε μέχρι την Μερκουρίου η οποία φέρνει λασπώδη νερά από την Αγία Αναστασία, ψηλά απ’ την Κηφισίας. Σαν παραπόταμοι, η Μαρτίου, η Συνδίκα και η Μπότσαρη τροφοδοτούν την Όλγας η οποία έχει μετατραπεί σε ποτάμι. Στην Όλγας κατεβαίνουν και τα νερά από την Καλιδοπούλου και την Φλέμινγκ. Ένα στρώμα κρεβατοκάμαρας το πήρε η ροή και μοιάζει σαν σχεδία έτσι όπως επιπλέει. Της λέω κάποιος ονειρεύτηκε και ξεκουράστηκε πάνω σε τούτη εδώ τη κλίνη, μα ποιος νοιάζεται τώρα σκέφτομαι και σωπαίνω. H Θύμη φωτογραφίζει ένα graffiti στη Βασιλέως Γεωργίου λίγο μετά τη Σαρανταπόρου, το τεράστιο χέρι του Αγγελόπουλου το οποίο αιωρείται πάνω από τη Λεωφόρο Νίκης με επιγραφή τους στοίχους του Lex: «Όλους μας κρατάει εδώ ένα αόρατο χέρι/ Βγαίνει μεσάνυχτα απ’ το Θερμαϊκό και φτάνει ως τη Θέρμη». Από την Αγγελάκη το νερό κατεβαίνει σαν χείμαρρος και συναντά το φουσκωμένο ποτάμι στην ΧΑΝΘ το οποίο εκβάλει στη πλατεία του Λευκού Πύργου από την μεριά του Βασιλικού Θεάτρου. Και το παρατηρούμε να χύνει στον κόλπο του Θερμαϊκού προσωπικές ιστορίες, συλλογικά όνειρα, την αρχαία και την νεότερη μνήμη των δρόμων της πόλης που γέννησε ο αιώνιος και άγιος χρόνος.

Παρασκευή, 19 Δεκεμβρίου 2025, Καλαμαριά
Έχει ένα υπέροχο ήλιο η σημερινή μέρα. Ξύπνησα διαβάζοντας την είδηση πως τα “Δικά μας Παιδιά” της Σοφίας Νικολαΐδου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο τιμήθηκαν χθες με το βραβείο Πεζού Λόγου του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.
Θυμήθηκα την παρουσίαση που κάναμε μαζί για το βιβλίο της στο Ύψιλον, στο πλαίσιο των Δημητρίων, πέρσι τον Σεπτέμβριο. Ανακαλώ τις λέξεις που χρησιμοποιούσε γεμάτες φόρτιση, η Σοφία έχει μια ψυχική σχέση με τις λέξεις. Δεν εκφέρει τον λόγο της από τον λάρυγγα, οι λέξεις ανεβαίνουν από το στομάχι της καλά μεταβολισμένες. Θυμάμαι τα ανοιχτά βλέμματα του κοινού. Η ιστορία σφαιρώνεται γύρω από την ενηλικίωση τριών φίλων. Η συγγραφέας ναρκοθέτησε μόνη της το εγχείρημα της κυρίως με την γλώσσα. Πώς να πιάσεις τη γλώσσα μιας άλλης γενιάς, μεγάλη παγίδα. Επίσης τοποθέτησε ως επιταχυντή της πλοκής του μυθιστορήματος την δολοφονία ενός παιδιού από οπαδούς στη Θεσσαλονίκη, ένα γεγονός που δεν είχε ούτε δύο χρόνια από τη στιγμή που γράφτηκε το βιβλίο οπότε η πληγή είναι ανοιχτή. Και τι κάνει η Νικολαΐδου; Τις νάρκες τις μετατρέπει σε αρετές του βιβλίου. Κερδίζει το στοίχημα της γλώσσας η οποία είναι παραστατική, ζωντανή και ρεαλιστική. Το γεγονός της δολοφονίας το διαχειρίζεται υποδειγματικά. Με ψυχραιμία, νηφαλιότητα και αυτοσυγκράτηση, χωρίς να το πουλάει και χωρίς να το καίει. Τέλος πλάθει ήρωες ολοκληρωμένους. Χαρακτήρες ολοζώντανους και χειροπιαστούς που θα σε ακολουθούν για καιρό. Η Σοφία Νικολαΐδου κινηματογραφεί μια τυπική μεγάλη γειτονιά της Θεσσαλονίκης από ψηλά. Τέμνει τις πολυκατοικίες, τα σχολεία και έχουμε τις κατόψεις της σχολικής αίθουσας, των εφηβικών δωματίων, τις σαλοκουζίνες, τα τυροπιτάδικα. Και για ποιο λόγο αναφέρομαι σε αυτό εκτός από την αίσθηση της κινηματογραφικότητας; Γιατί κάπου διάβασα για τις πολλές συμπτώσεις στο βιβλίο. Δεν γνωρίζουμε ότι η Θεσσαλονίκη είναι πόλη εβαπορέ; Το μεγαλογιατρό του Πανοράματος με τον λογιστή της Μενεμένης όπως επίσης την κομμώτρια της Χαρίλαου με τον δάσκαλο του κέντρου θα τους συναντήσουμε να τρώνε μπουγάτσα στο τυροπιτάδικο της Στεφάνκα ή να πίνουν φρέντο σε γνωστή αλυσίδα καφέ με δώρο το νερό;
Καθώς γυρνάνε οι σελίδες του βιβλίου η πλοκή του μυθιστορήματος δονείται από μπάρες της ελληνικής ραπ σκηνής σαν φλέβα. Λειτουργεί ως soundtrack του βιβλίου. Η μουσική είναι αυτή που κρατάει αυτή την παρέα ενωμένη και ζωντανή, είναι αυτή που υφαίνει πάντα το ανεξίτηλο αίσθημα της συντροφικότητας ανάμεσα στους εφήβους. Άκουσα την Σοφία εκείνη την μέρα στη παρουσίαση να αναφέρει ότι η μουσική είναι το κλειδί για να καταλάβουμε την κάθε γενιά. Οι αφιερώσεις, οι συναυλίες, τα στιχάκια στα θρανία.
Η Σοφία Νικολαΐδου μας βάζει να σκεφτούμε και να αναρωτηθούμε:
Για τα Δικά μας Παιδιά που σε λίγο θα γίνουν έφηβοι.
Για τα Δικά μας Παιδιά που είναι ήδη έφηβοι.
Για τα δικά μας Παιδιά που δεν ήρθαν ακόμη ή για τα παιδιά των άλλων , αλλά και για τα Παιδιά που είμασταν εμείς κάποτε.
Έγραψε ένα σπουδαίο βιβλίο στην πιο κατάλληλη και επίκαιρη στιγμή. «Σε αυτή τη πόλη χαμογελάμε μόνο όταν βγαίνει ο ήλιος». Ο ήλιος και οι συγγραφείς αυτής της πόλης είναι το ντεπόν μας συμπληρώνω.


