In the mood for love, λοιπόν
(μυστήρια, μολύβια & θερινά σινεμά)
Καμιά φορά συμβαίνει το εξής παράδοξο: ξεχνάμε, κι εγώ μαζί, πόσο απολαμβάνουμε κάποιες δραστηριότητες. Απλές. Όπως το θερινό σινεμά. Σαν να έχω εσωτερικεύσει την ιδέα πως τίποτα δεν έχει πια ενδιαφέρον και δεν ενέχει καμία απόλαυση. Σήμερα στη κουβέντα για τη «lost generation», την χαμένη γενιά – θυμήθηκα πόσο εύκολα έρχεται η αποσύνδεση όταν η τριβή απουσιάζει. Πάντα σε σχέση με κάτι.
Και σαν να απάντησε κάτι μέσα μου, χωρίς βέβαια να ερωτηθεί, ήρθε αναπάντεχα μια ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια. Εικόνα: Εγώ, σκυμμένος πάνω από ένα τετράδιο στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Το μολύβι μου αιωρείται διστακτικά πάνω από το χαρτί. Προσπαθώ να θυμηθώ πως γράφεται το «ήτα». Το κατάπιε η κλεψύδρα ενός πλέον ξεχασμένου καλοκαιριού. Ο αυτοματισμός είχε χαθεί. Χρειαζόταν επανεκκίνηση. Αυτό το μικρό «ήτα» ισοδυναμούσε με ήττα. Όχι όμως καταστροφική ή ανεπανόρθωτη ζημιά. Περισσότερο ως μια υπόμνηση.
Πως ό,τι αφήνεις σε αφήνει.
Πως η μνήμη, ακόμα και για τα πιο βασικά, ζητά, χρήζει συνεχής φροντίδας. Οι αντοχές μου σε πράγματα που απαιτούν υπομονή και προσήλωση έχουν περιοριστεί με τα χρόνια. Εκεί όπου η φροντίδα είναι αναγκαία ο εαυτός μου εύκολα παραιτείται στην πρώτη δυσκολία.
Και τότε σκέφτηκα: Πόσο τρομακτικό θα ήταν να ξεχνούσα το «αλφαβητάρι της πίστης». Όχι των γραμμάτων, αλλά της επιμονής και της σύνδεσης.
Αν έχανα δηλαδή την ικανότητα να αναγνωρίζω αυτό που κάποτε μου έδινε νόημα.
In the mood for love, λοιπόν – και δεν είναι τυχαίο. Θυμήθηκα πως νόμιζα πως είχα ξαναδεί την ταινία. Την είχα κρατήσει στη μνήμη μου όπως θυμάται κανείς μια γυναίκα που είδε μικρός και του φάνηκε πανέμορφη. Μα όταν την είδα ξανά ήταν διαφορετική. Είχε μεγαλώσει.
Όχι πως έχασε την ομορφιά της, αλλά έμοιαζε να κουβαλά κάτι πιο βαρύ, πιο σιωπηλό. Έτσι και η ταινία. Δεν ήταν αυτή που θυμόμουν. Ή μάλλον, εγώ δεν ήμουν αυτός που τη θυμόταν.
Αδυνατώ να ακουμπήσω με βεβαιότητα. Από τα πρώτα πέντε λεπτά, νομίζω πως την καταλαβαίνω, εκεί που νομίζω πως το βρίσκω, ξαφνικά το χάνω. Και πάλι απ’ την αρχή. Κάθε σκηνή με προσκαλεί να κοινωνήσω το βραχυκύκλωμα του έρωτά τους.
Σε αντίθεση με την παρέα που με συνόδευσε εκείνο το βράδυ στο θερινό Απόλλων, δεν πίστεψα ποτέ στην ύπαρξη τρίτων. Εννοώ πως εκείνο το βράδυ, αντιλήφθηκα πως καμία κυρία Chow δεν απουσίαζε και κανένας κύριος Chan δεν μπορούσε να είναι παρών. Στη δική μου ιδιοσυγκρασία αυτά τα δύο «πρόσωπα» φανερώθηκαν ως σημεία. Σημεία προβολής, καθρέφτες για τις εσωτερικές μετατοπίσεις των δύο πρωταγωνιστών.
Επομένως, δεν εστίασα στο «απατούν ή όχι», τουλάχιστον όχι αυτή τη φορά. Αλλά στο πώς οι δύο αυτοί άνθρωποι επανεφευρίσκουν τους εαυτούς τους μέσα στην απουσία των συντρόφων τους.
Μια απουσία, λοιπόν, που δεν βιώνεται απλώς, αλλά σχεδόν επικροτείται. Όταν ο κύριος Chow εκφράζει την επιθυμία να «ταξιδέψει» όχι μόνο χωρικά αλλά και υπαρξιακά, να στραφεί δηλαδή προς τον εαυτό του, προς τη συγγραφή και την εσωτερική του ανασυγκρότηση, η κυρία Chan δεν τον εμποδίζει. Του επιτρέπει να αποτραβηχτεί από την ενότητα τους «εμείς». Του επιτρέπει να διαλυθεί αυτό το κοινό πλέγμα.
Και όμως, καθώς ο κύριος Chow απομακρύνεται, σαν να ενεργοποιείται ένας βαθύτερος, υπόγειος μηχανισμός της ψυχής της. Ο μεγαλύτερος εαυτός της, εκείνος που δεν εκφράζεται ρητά, αλλά κατοικεί μέσα της σαν σκιά , της εκμυστηρεύεται έναν σιωπηλό φόβο: να μην ταξιδέψει εκείνος πολύ, τουλάχιστον όχι μόνος.
Εκεί, μέσα σε αυτή τη σιωπηλή αγωνία, αποκαλύπτεται πως και η κυρία Chan είναι in the mood for love. Συγκινητικά ανοιχτή στο ενδεχόμενο της εγγύτητας. Και τότε συμβαίνει η ανατροπή: η απουσία του άντρα της δεν είναι απλώς κυριολεκτική. Γιατί ο πραγματικός της σύντροφος, εκείνος με τον οποίο διασταυρώνεται βαθιά και ουσιαστικά, είναι ήδη ο κύριος Chow.
Στο παιχνίδι της ανάθεσης ρόλων δεν υπάρχουν άλλοι. Η συναισθηματική αφήγηση δεν αφορά τρίτους. Ο άνδρας της και ο «εν δυνάμει» εραστής της είναι ένας και ο αυτός. Μοναδικός και σύνθετος. Όπως κι εκείνη. Δύο πρόσωπα, πολλαπλές παρουσίες. Και ο έρωτας σαν καθρέφτης, να αντανακλάται στα σημεία που απουσιάζει.
Απόσταγμα: Κι αν τελικά η αγάπη δεν είναι πράξη αλλά πρόθεση; Κι ο έρωτας δεν είναι εκπλήρωση αλλά τρόπος συσχέτισης, προσέγγισης του «άλλου»; Τότε η αλήθεια μας να παραμένει πάντα μισάνοιχτη όπως σωστά τοποθετεί ο Θάνος Ανεστόπουλος. Γιατί υπάρχει κάτι σχεδόν μάταιο στην ανθρώπινη επιθυμία να ορίσει τη ψυχή του.
«Πηγαινοέρχονται οι άνθρωποι ανάμεσα στη ζωή και στο αβίωτο, σαν τους ποιητές αυτούς που ποιήματα δεν έχουν»
(απόσπασμα ποιήματος: «Ανθρώπινες Βαλίτσες», από την ποιητική συλλογή του Θάνου Ανεστόπουλου «Αρχίζω με το σ’αγαπώ» εκδ. Bibliothèque, 2016)