Είναι τρελοί αυτοί οι Γαλάτες!
Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι, θα σ’ αγοράσω ένα αμαξάκι. Να το παίρνεις, να πηγαίνεις στη σχολή και τη δουλειά, να βολτάρεις, να κάνεις εκδρομές και αποδράσεις, και εκείνο να μην σου ζητάει πολλά σε αντάλλαγμα. Λίγη βενζίνη, λίγο θάλασσα και το σέρβις του. Ίσως το μυστικό της επιτυχίας να βρίσκεται στο να […]
Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι, θα σ’ αγοράσω ένα αμαξάκι. Να το παίρνεις, να πηγαίνεις στη σχολή και τη δουλειά, να βολτάρεις, να κάνεις εκδρομές και αποδράσεις, και εκείνο να μην σου ζητάει πολλά σε αντάλλαγμα. Λίγη βενζίνη, λίγο θάλασσα και το σέρβις του.
Ίσως το μυστικό της επιτυχίας να βρίσκεται στο να μπορείς να φυτεύεις ένα «θέλω» και να φυτρώνει ένα «μπορώ». Η σύγχρονη μυθολογία των μεταφορών λέει πως για τα νηστικά πορτοφόλια, το να έχεις δικό σου αυτοκίνητο είναι όνειρο απατηλό. Η πρώτη μούντζα προσγειώνεται ανώμαλα στο πρόσωπο από την τιμή της βενζίνης, που συναγωνίζεται αυτή του εμφιαλωμένου νερού στα περίπτερα κάτω από την Ακρόπολη. Μία δεύτερη με πιο ανοιγμένα δάχτυλα εκτοξεύεται από τα τέλη κυκλοφορίας και τα ασφάλιστρα που καβαλάν κομήτες, και το μεσαίο δάχτυλο υψώνεται επιδεικτικά πάνω από την τιμή αγοράς ενός αυτοκινήτου αντιπροσωπείας και το κόστος του σέρβις του, ολοκληρώνοντας την παρασημοφόρηση του επίδοξου αλλά και αναποφάσιστου αγοραστή. Μπρος αστικό και πίσω δόσεις, και η σαρξ ασθενής παρά το πρόθυμο του πνεύματος.
Ιδού, ένας βετεράνος της αυτοκίνησης που έχει αφήσει τις πατημασιές του στο τσιμέντο της ιστορίας όταν αυτό ήταν ακόμα φρέσκο. Τώρα που στέγνωσε, κάθεται σε μία άκρη και γελά πονηρά σαν κάτι να ξέρει και δεν μας το λέει, περιμένοντας τους λίγους που θα θελήσουν να κάνουν asbeta μαζί του. Φτιαγμένο να σου δίνει αυτό που θες πριν ακόμα το ζητήσεις, με χαμηλή τιμή αγοράς, οικονομία στην χρήση και την συντήρηση, στυλ και έντονη προσωπικότητα, έχει κρυμμένους στο μανίκι πιο πολλούς άσσους από τον Maveric και πιο πολύ fun value και από το allou.
Το Citroen 2cv είναι η χειροπιαστή απόδειξη ότι οι Γαλάτες είναι τρελοί και ο πιο απίθανος συγκερασμός της απλότητας με τις έξυπνες τεχνολογικές εφαρμογές. Έσκασε μύτη το 1948 και μετά το αρχικό σοκ του κοινού όταν αντίκρισε το εκκεντρικό παρουσιαστικό του, η ζήτηση έκανε ρόμπα την προσφορά και οι παραγγελίες άρχισαν να πέφτουν βροχή. Αρνούμενο να γεράσει, έμεινε στην παραγωγή μέχρι το 1990 με ελάχιστες αλλαγές στο προφίλ του. Ο κινητήρας του είναι αερόψυκτος και τραγικά απλός στην κατασκευή, που σημαίνει ότι λίγα πράγματα μπορούν να πάνε στραβά, και όλα τα υπόλοιπα πηγαίνουν ευθεία ενώ τα 600 κυβικά του τρέφουν 33 γαϊδούρια που είναι αρκετά για να κινείται το 540 κιλών κορμί αξιοπρεπώς ακόμα και στις σημερινές συνθήκες κίνησης απαιτώντας 5,4 λίτρα βενζίνης στα 100 χιλιόμετρα. Οι τιμές επιτάχυνσης κυμαίνονται στα: «0-100: Ναι» ή «0-100: Την ίδια μέρα», περνώντας εμμέσως πλην σαφώς το μήνυμα «Χαλαραααα». Η πάνινη οροφή του, που τυλίγεται προς τα πίσω σαν καπάκι κονσέρβας αποκαλύπτει σε κάθε ευκαιρία τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο, αλλά όχι και διάκοσμο, όπου το σπαρτιάτικο know-how δεν αφήνει περιθώρια για περιττές πολυτέλειες. Ούτε αναπτήρας δεν υπάρχει. Τιμόνι, ταχύτητες, πεντάλ, χειρόφρενο, φλας και υαλοκαθαριστήρες, και πολλά είναι.
Παραφωνία σ αυτήν την μανία λιτότητας η ρύθμιση των εμπρός προβολέων καθ’ ύψος από μία…στρόφιγγα στο ταμπλό, για να μην φωτίζει τ’ άστρα όταν είναι φορτωμένος ο χώρος αποσκευών ή όταν στο πίσω κάθισμα κάθεται η θεία Πλούμπω. Όταν η θεία κάθεται στα αυγά της και όχι στο πίσω κάθισμα, που είναι αφαιρούμενο, αυτό προσφέρεται για πικ νικ, κάμπινγκ ή αραλίκι στην αμμουδιά ελευθερώνοντας στο εσωτερικό ένα χώρο όσο ενός μικρού Pick-up ή… ενός διπλού κρεβατιού. Με ένα παρόμοιο χειριστήριο ανοίγει μία οριζόντια φέτα λαμαρίνας κάτω από το παρμπρίζ, μία απλή και πρακτική ιδέα για τον εξαερισμό του εσωτερικού. Βέβαια δεν είναι εντελώς χύμα, αφού υπάρχει μία σίτα για να κρατάει έξω περιστέρια και χαλίκια. Αν δεν σας φτάνει αυτός ο αέρας, τα εμπρός παράθυρα ανοίγουν με μία κίνηση, διπλώνοντας τα προς τα έξω, γλιτώνοντας έτσι τον πολύτιμο χώρο που θα έπιανε ο μηχανισμός στην πόρτα εάν ανέβαιναν και κατέβαιναν ανθρώπινα. Τα πίσω παράθυρα βέβαια δεν ανοίγουν καθόλου, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες (ποιος νοιάζεται για την θεία Πλούμπω.
Το μεγάλο του ατού, σαν Citroen που σέβεται τον εαυτό του, είναι η one-of-a-kind ανάρτησή του, που ενισχύει τον σουρεαλιστικό χαρακτήρα του και είναι υπεύθυνη για την τύπου Jack Sparrow συμπεριφορά του στον δρόμο. Είναι οριζόντια τοποθετημένη και συνδέει τον μπροστινό με τον πίσω τροχό κάθε πλευράς, και με την πολύ μαλακή ρύθμιση της χαρίζει άνεση στην διαδρομή και σταρχιδισμό για τις ανωμαλίες του δρόμου. Σε βαθουλώματα και λακκούβες το 2CV λικνίζεται σε ασφάλτινη τρικυμία και προκαλεί τον οδηγό να αρχίσει τα ναυτικά παραγγέλματα: λάσκα τον παπαφίγκο, όρτσα τον κόντρα φλόκο. Προσοχή όμως τα ύφαλα να μην ανοίξουν σα γαρύφαλλα. Αποτέλεσμα του υπερβάλλοντα ζήλου στο σχεδιασμό της ανάρτησης είναι ότι μπορεί να κατεβεί ακόμα και….σκάλες με ανώτατη ταχύτητα 33 χλμ την ώρα (2cv-ασανσέρ 1-0) ενώ στις στροφές πατάει σαν τραίνο, με το αμάξωμα να παίρνει καρτουνίστικη κλίση και τους τροχούς βεντούζες στην προδιαγεγραμμένη πορεία τους. Το αφτί δεν ιδρώνει για τα μικροατυχήματα, αφού τα φτερά είναι βιδωτά για εύκολη αντικατάσταση τύπου ξεβιδώστε-βιδώστε-τελειώσατε, οι πόρτες και τα καπό αφαιρούνται συρόμενα από τις υποδοχές τους με μία κίνηση και τα ανταλλακτικά πωλούνται σε τιμές λαϊκής. Αυτό που ενδεχομένως θα σε προβληματίσει είναι η αρτζι-μπούρτζι διάταξη των ταχυτήτων, με την πρώτη να βρίσκεται εκεί που θα έπρεπε να είναι η δευτέρα, την δευτέρα εκεί που θα έπρεπε να είναι η τρίτη, που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι, και όλα αυτά με έναν μοχλό που ξεπετάγεται μέσα από το ταμπλό σαν λαβή ομπρέλας καρφωμένη σε τοίχο αντί να είναι αρθρωμένος στο πάτωμα.
Κι ύστερα, υπάρχει κι εκείνο το τραγουδάκι που λέει για μιά παρέα που πάει στην Βουλιαγμένη μια ζεστή νύχτα με « την σκεπή ανοιγμένη». Κάτι μου λέει πως δεν μιλάει για SLK. Θα ήταν μήπως ο κόσμος μας καλύτερος, εάν όλοι οδηγούσαν 2cv; Άν αποφασίσεις να υιοθετήσεις ένα, μπορεί να μην το κρατήσεις μια ζωή, σίγουρα όμως θα το θυμάσαι ώσπου να πάς στο βενζινάδικο της Πρωτοψάλτη στα σύννεφα. Μέχρι τότε, smile with every mile.