Καλοκαίρι χωρίς βιβλία δεν είναι καλοκαίρι
Το πιο παράδοξο και πιο συνεπές ραντεβού.
Τα καλοκαιρινά ραντεβού μου με τα βιβλία είναι τα πιο παράδοξα και ταυτόχρονα τα πιο συνεπή. Ποτέ δεν παραπονιόμαστε ο ένας στον άλλον για το ότι μείναμε μακριά για κάποιο διάστημα ή για το ότι ένα βράδυ προτιμήσαμε μια διαφορετική συντροφιά. Ρίξαμε κάπου αλλού το τελευταίο μας βλέμμα, προτού μας κλέψουν τα όνειρα. Μυρίσαμε ένα δέρμα, έναν ιδρώτα παρά το κίτρινο της εξερεύνησης και της ποίησης.
Λίγα πράγματα είναι εκείνα που μένουν σταθερά στο μυαλό σαν κάτι βέβαιο, πολλές φορές άπιαστο ή αδύνατο στην καθημερινότητα, μα τόσο κοντινό και ταιριαστό. Χαϊδεύοντας μια σελίδα, που με απορροφά ολότελα, καταλαβαίνω πως έχει έρθει το καλοκαίρι, έχει έρθει εκείνη η στιγμή, η μικρή μέσα στους αιώνες, που η αναμονή, η προσμονή εξατμίζονται τόσο φυσικά, όπως όταν αναδύεται ο ατμός, καθώς βράζουν δύο αβγά στο μάτι της κουζίνας. Τα φώτα της πόλης που φαίνονται από το μπαλκόνι γίνονται μάρτυρες της έκπληξής μου με κάθε μικρή ή μεγάλη λέξη που διαβάζω, με κάθε κόμμα και τελεία που μου δίνουν αναπνοή. Ξεκλέβω κάποια βλέμματα για να χαζέψω την ησυχία της λάμψης που φέγγει από μακριά. Μοιράζομαι με το βιβλίο μου αυτή την εικόνα, το γραπώνω ακόμα πιο σφιχτά.
Δε μπορώ να πω στον εαυτό μου «άσε το κάτω, θα συνεχίσεις αύριο, το ξυπνητήρι είναι αμείλικτο». Δεν υπάρχει ξυπνητήρι και αν υπάρχει μπαίνει στη ντουλάπα με τα χειμωνιάτικα, δίπλα στις ψηλές μάλλινες κάλτσες με τους ροζ πελεκάνους. Και αυτές τις νύκτες, που μεγάλωσαν τόσο απότομα και σε αγκαλιάζουν τόσο ζεστά, ο ουρανός μοιάζει ο πιο εχέμυθος εξομολογητής, εκεί όπου μπορείς να αφήσεις ένα μυστικό και να το βρεις στην ίδια θέση την επόμενη νύχτα. Ή και τη μεθεπόμενη.
Κοιτάω τα απλωμένα πόδια μου στην διπλανή καρέκλα και προσπαθώ να καταλάβω το μάκρος τους ή και πόσο μάκρος τους λείπει. Προβληματισμός που ανάγεται σε φιλοσόφημα, μιας και αυτό είναι το μέγεθος των προβλημάτων που χωράει ο νους. «Εσύ τι λες;» ψιθυρίζω στο βιβλίο μου. Συμφωνήσαμε, το ξαναπήρα αγκαλιά, δε χωρίσαμε, παρά μονάχα όταν μάθαμε πολύ καλά ο ένας τον άλλον. Και εκείνη η στιγμή, το τελευταίο πρώτο «κλείσιμο» γνωρίζω ότι είναι η πιο ουσιαστική υπόσχεση, ώστε μέσα μου να μην σταματάει να «κλείνει» ποτέ.