«Καποδίστριας»: Μια εμμονική αγιογραφία και ο καθρέφτης μιας χώρας που δεν αλλάζει
Ο Γιάννης Γκροσδάνης γράφει λίγα λόγια για την ταινία του Γιάννη Σμαραγδή
Η νέα ταινία Καποδίστριας του Γιάννη Σμαραγδή αποτελεί, αναμφίβολα, ένα έργο ζωής για τον δημιουργό της. Ένα πολυετές όραμα που επιχειρεί να αποδώσει κινηματογραφικά την προσωπικότητα του Ιωάννης Καποδίστριας, του πρώτου Κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ίσως να ακολουθεί ως λογική συνέχεια προηγούμενων αντίστοιχων ταινιών του Σμαραγδή, όπως ο Καζαντζάκης, ή Ο Θεός αγαπάει το Χαβιάρι ή ο Γκρέκο. Αν θέλαμε να είμαστε ειλικρινείς από την αρχή ο Σμαραγδής των άρτιων Καβάφη ή Γκρέκο έχει μια φοβερή απόσταση από αυτόν του Καποδίστρια.
Παρά τη βαρύτητα του ιστορικού προσώπου και τις υψηλές και ευγενικές προθέσεις, η ταινία ακολουθεί πιστά –και μάλλον άκριτα– τη γνώριμη δημιουργική πεπατημένη του Σμαραγδή, με όλα τα γνωστά της προβλήματα. Η βασική αδυναμία του Καποδίστρια έγκειται στην εμμονική, άκρατη αγιογράφηση του κεντρικού ήρωα.
Ο σκηνοθέτης δεν επιχειρεί και δεν ενδιαφέρεται ούτε στο ελάχιστο να κρατήσει απόσταση από το πρόσωπο που αφηγείται. Αντιθέτως, τον παρουσιάζει ως σχεδόν υπερβατική μορφή, έναν αλάνθαστο εθνοσωτήρα, απαλλαγμένο από αντιφάσεις, διλήμματα ή ανθρώπινες ρωγμές : μιλάμε ωστόσο ιστορικά για τον άνθρωπο που πρόσφερε το πιο δημοκρατικό Σύνταγμα στους Ελβετούς, υπήρξε όργανο της μοναρχικής Ευρώπης της εποχής δημιουργώντας ωστόσο ρωγμές στην Ιερά Συμμαχία ενώ από την άλλη λειτούργησε αυταρχικά και ως θιασώτης της φωτισμένης δεσποτείας ως Κυβερνήτης του ελληνικού Κράτους. Η ελλειπτική αυτή προσέγγιση άκρατου θαυμασμού στερεί από την αφήγηση κάθε αντίφαση, που κρύβει ιστορικά ο ήρωας, και κάθε δραματική ένταση, που μπορεί να προσφέρει κινηματογραφικά, καθώς η απουσία εσωτερικής σύγκρουσης ακυρώνει τη δυνατότητα ουσιαστικής ταύτισης του θεατή.
Ιδιαίτερα προβληματική είναι και η προσωπική προσέγγιση του ίδιου του Καποδίστρια. Ο θεατής δεν γνωρίζει ποτέ τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο. Η οικογενειακή και ιδιωτική του ζωή παραμένει σχεδόν αόρατη και η ερωτική του σχέση με τη Ρωξάνδρα Στούρτζα παρουσιάζεται εντελώς προσχηματικά, χωρίς ουσιαστικό συναισθηματικό βάθος ή δραματουργική σημασία. Αντί να λειτουργήσει ως παράθυρο στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, περιορίζεται σε μια τυπική, σχεδόν διακοσμητική αναφορά.

Σε επίπεδο σεναρίου, η ταινία λειτουργεί περισσότερο ως συρραφή αποσπασματικών αναπαραστάσεων ιστορικών στιγμών παρά ως συνεκτικό αφηγηματικό έργο. Σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς αφηγηματικό νεύρο ή συναισθηματική κορύφωση (παρά μόνο φτάνοντας στο τέλος στην δολοφονία του Κυβερνήτη), δημιουργώντας ένα απονευρωμένο αποτέλεσμα, που θυμίζει περισσότερο εικονογραφημένο σχολικό εγχειρίδιο παρά ουσιαστική κινηματογραφική αφήγηση. Οι χαρακτήρες της ιστορίας παραμένουν μονοδιάστατοι, χωρίς ουσιαστική εμβάθυνση στη λογική, την κοσμοθεωρία τους, τα κίνητρα ή τις πολιτικές τους θέσεις.
Το μόνο σταθερό μοτίβο είναι το γνωστό και εξαντλημένο κλισέ «υπέρ Ελλάδος, βωμών και εστιών», το οποίο επαναλαμβάνεται σχεδόν μηχανικά. Η απλοϊκή, μανιχαϊστική διάθεση της ταινίας –καλοί από τη μία, κακοί από την άλλη– απλουστεύει επικίνδυνα μια εξαιρετικά σύνθετη ιστορική περίοδο όπως είναι η περίοδος των Συνεδρίων των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών της Ιερής Συμμαχίας και των εθνοκοινωνικών επαναστάσεων στην Ευρώπη στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Οι πολιτικές, κοινωνικές και διεθνείς ισορροπίες της εποχής καλύπτονται αποσπασματικά και συχνά με αφέλεια, ενώ δεν απουσιάζουν και κάποιες ιστορικές ανακρίβειες ή βιαστικά προσπεράσματα της ιστορικής πραγματικότητας. Βεβαίως, αυτές θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν στο πλαίσιο μιας κινηματογραφικής μυθοπλασίας, αφού εξυπηρετούν μια βαθύτερη καλλιτεχνική στόχευση που επιλέγει εξ αρχής συνειδητά ο δημιουργός. Εδώ, όμως, μοιάζουν να υπάρχουν απλώς για να ενισχύσουν το προαποφασισμένο αφήγημα μανιχαϊστικής εξιδανίκευσης για το οποίο ήδη μιλήσαμε.
Σε τεχνικό και αισθητικό επίπεδο, η ταινία συχνά θυμίζει κακοστημένη σχολική παράσταση. Στατικές και επίπεδες σκηνοθετικές επιλογές, ανέμπνευστοι θεατρικοί διάλογοι και ελλιπής κινηματογραφική οικονομία υπονομεύουν το μεγαλόπνοο εγχείρημα. Παρ’ όλα αυτά, και εδώ βρίσκεται η βασική αντίφαση του Καποδίστρια, το κοινό – ακόμα και να εντοπίζει αυτές τις αδυναμίες – φαίνεται να ανταποκρίνεται θετικά στο φίλτρο της ταινίας. Ζώντας επί δύο ώρες, μέσα σε μια γεμάτη αίθουσα, την εμπειρία της θέασης της ταινίας γίνεται αισθητό σχεδόν από το ξεκίνημα ότι ένα σημαντικό μέρος των θεατών μπαίνει στην ατμόσφαιρα και αντιλαμβάνονται τα πρόσωπα της Ιστορίας και τα βασικά ιστορικά προτάγματα και, κυρίως, κάνει τον παραλληλισμό τους με το σήμερα.

Διακόσια χρόνια μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, πολλά από τα δεινά που στοιχειώνουν την ελληνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα μοιάζουν ανατριχιαστικά οικεία. Η αίσθηση ότι «δεν έχουν αλλάξει και πολλά από το 1815-1831 μέχρι το 2025-2026» αναδύεται σχεδόν αβίαστα. Παρά τις σοβαρές καλλιτεχνικές και αφηγηματικές της αδυναμίες, ο Καποδίστριας καταφέρνει να λειτουργήσει ως καθρέφτης μιας διαχρονικής παθογένειας, πως 200 χρόνια μετά προσπαθούμε ακόμα να γίνουμε κράτος αλλά παραμένουμε επιρρεπείς στον κοτζαμπασισμό. Και ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη –και μάλλον ακούσια– επιτυχία της ταινίας. Αυτό το στοιχείο είναι που μπορεί τελικά να συνεπάρει τους θεατές και να λειτουργήσει υπέρ της στο εμπορικό επίπεδο, ακόμη κι αν κινηματογραφικά παραμένει ένα έργο περιορισμένων δυνατοτήτων.
