Ποιοι είναι αυτοί βάνδαλοι τελικά;
Τι κρύβεται πίσω από μια σωρεία βανδαλισμών με αποκορύφωμα αυτόν που έστειλε το Φεγγάρι της Νέας Παραλίας στον πάτο της θάλασσας;
Τις προάλλες κάποιοι γκρέμισαν το μισοφέγγαρο που έλαμπε στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Ειπώθηκαν πολλά. Πολλά δικαιολογημένα. Κάποιοι κατέστρεψαν κάτι που είναι όμορφο για πολλούς. Κατέστρεψαν ένα σύμβολο του δημόσιου χώρου που όλοι διασχίζουμε, συναντιόμαστε και κοινωνούμε.
Αλλά γιατί κανείς να καταστρέψει; Μπορούμε να υποθέσουμε πως ο άνθρωπος είναι βλάκας και επομένως δεν υπάρχει λόγος να επιχειρήσουμε να βρούμε κάποια λογική στην πράξη του. Το θέμα θα μπορούσε να κλείσει εδώ. Κανείς δεν μπόρεσε και δεν θα μπορέσει να νικήσει τα αποθέματα βλακείας που παρουσιάζουν την ακαταμάχητη και αξιοθαύμαστη ικανότητα να επιμένουν, να αναπαράγονται και ποτέ να μην μειώνονται. Αλλά καθώς έχω εκφράσει την δυσπιστία μου για την ευκολία με την οποία αθωώνονται οι αποκαλούμενοι ”βλάκες” εδώ, θα έλεγα πως δε θα ήταν μάταιο να προσπαθήσει κάποιος να καταλάβει τί οδηγεί κάποιον σε έναν τέτοιου είδους βανδαλισμό.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με κάποιες υποθέσεις. Πρώτα πρώτα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ο βανδαλισμός δεν έγινε από έναν άνθρωπο αλλά από μια ομάδα. Είναι το πιθανότερο σενάριο. Πρώτα πρώτα διότι σε μια ομάδα ένας τέτοιος βανδαλισμός είναι ευκολότερος. Μέσα στην ομάδα υπάρχει η βούληση του συνόλου και όχι η κρίση του ατόμου. Η ομάδα αποτελείται από υποκείμενα που ομονοούν και εξομοιώνουν τα αισθητικά και λογικά τους κριτήρια και γίνονται ένα αξεχώριστο όλον. Ακόμα και αν κάποιο άτομο έχει διατηρήσει κάποια στοιχεία προσωπικότητας και αναπτύξει κάποιον δισταγμό απέναντι στα σχέδια της ομάδας, προτιμά να τον πνίξει προκειμένου να παραμείνει στην ομάδα.
Η ομάδα επικοινωνεί μεταξύ της. Πολλές φορές μπορεί να επικοινωνεί μόνο μεταξύ της και με κανέναν άλλο. Πολλές φορές μπορεί να αποζητά να μην επικοινωνεί με κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό της, για να αποδείξει την διαφορετικότητά της και να εκπληρώσει τον σκοπό της: να επιτρέψει δηλαδή στα μέλη της να νιώσουν μοναδικά στην διαφορετικότητά τους. Γι’ αυτό και μια τέτοια ομάδα είναι πολύ εύκολο να αναπτύξει χαρακτηριστικά βίαια απέναντι σε σύμβολα της κοινωνίας και του παρελθόντος, απέναντι σε ορόσημα που αποτελούν κοινά σημεία, σημάδια συμμετοχής σε μια μερικώς όμοια δημόσια σφαίρα.
Υπάρχει και ένας ακόμα λόγος για τον οποίο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως ο βανδαλισμός προέκυψε από μια ομάδα και όχι από ένα μεμονωμένο άτομο. Διότι δεν υπήρξε κάποια αντίδραση από κάποιον περαστικό. Πιθανά η ώρα να ήταν περασμένη. Αλλά είναι σπάνιο να μην υπάρχει κάποιος που να περνά κάποια στιγμή από κάποιο σημείο της παραλίας από όπου να φαίνεται το φεγγαράκι το λαμπρό που πια χάθηκε στα βάθη του πελάγου και έγινε πλαστικοτροφή για τα μολυσμένα Θερμαϊκο-ψαράκια. Και είναι σαφώς δυσκολότερο για κάποιον να αντιδράσει απέναντι σε μια ομάδα, που πιθανά αφού έχει το θράσος να σπάει δημοσίως ένα σύμβολο της παραλίας, δεν θα έχει και κανένα πρόβλημα να απαντήσει ποικιλοτρόπως σε μια αντίδραση.
Ίσως πάλι να είναι ένας άνθρωπος που το μισοφέγγαρο τον ενοχλούσε πολύ που ήταν έτσι λαμπερό, γιατί αυτός προτιμούσε την σκοτεινή του πλευρά ή το προτιμούσε ολόκληρο, ή προτιμoύσε τον ήλιο ή τα αστέρια – που διαφωνούσε τέλος πάντων με το καλλιτέχνημα- και το έβαλε στο μάτι και πήγε προμελετημένα με το σφυράκι του και το αποδόμησε το καλλιτέχνημα πομονετικά και αθορύβως. Όλα παίζουν. Και πρέπει να γίνει αυτοψία, να δούμε αν ασκήθηκε βία ή όχι κατά το σπάσιμο.
Τι άλλο μπορούμε να υποθέσουμε; Μπορούμε να πούμε πως οι λόγοι των βανδαλισμών μπορούν να είναι δυο ειδών. Κοινωνικοί ή συγκυριακοί. Συγκυριακοί λέγονται οι λόγοι που προκύπτουν αναπάντεχα. Μια ξαφνική ανάγκη να καταστρέψεις μπορεί να προκύψει από μια ξαφνική απογοήτευση, μια πληροφορία, την αναπάντεχη εμφάνιση μιας σκέψης. Η περίπτωσή μας είναι μάλλον άλλου είδους. Οι λόγοι μοιάζουν να είναι περισσότερο κοινωνικοί. Δηλαδή να πρόκειται για μια από εκείνες τις συμπεριφορές που εκκολάπτονται και ωριμάζουν μέσα στην κοινωνία και βρίσκουν διάφορες αφορμές για να εκδηλωθούν. Ο βανδαλισμός είναι μια από αυτές τις εκδηλώσεις και έχει ως στόχο τα σύμβολα μιας κοινωνίας και επομένως την ίδια την κοινωνία. Τα κίνητρα μπορεί να είναι πολλά. Η αίσθηση ότι η κοινωνία δεν επιτρέπει στον βάνδαλο την είσοδο στο μεγαλείο της. Η αδυναμία κατανόησης της κοινωνίας από τον βάνδαλο. Η επιθυμία της διαφοράς της ομάδας που αυτοπροσδιορίζεται ενάντια στην κοινωνία, για να δημιουργήσει την δική της «αντι-κοινωνία». Και πάει λέγοντας.
Τρίτη υπόθεση είναι ότι η ομάδα δεν θα ακούσει και ούτε θα συγκινηθεί από τους θρήνους όσων κλαίνε για το αδικοχαμένο φεγγάρι. Αντίθετα μπορεί ο θρήνος να τους ερεθίσει, διότι θα πιστέψουν ότι πράγματι η πράξη τους πέτυχε τον σκοπό της και έπληξε την κοινωνία. Επιπλέον η ομάδα αυτή δεν αντιλαμβάνεται τα αισθητικά κριτήρια των θρηνούντων, δεν μετέχει σε αυτά και δεν κατανοεί την σημασία του φεγγαριού ως ίχνος, άποψη, αισθητική παρέμβαση. Δεν αντιλαμβάνεται την σημασία κανενός συμβόλου εκτός από τα δικά της σύμβολα.
Για να το κάνουμε πιο συγκεκριμένο. Ο ένθερμος οπαδός του Άρη κατά τη διάρκεια της ομαδικής έξαρσης δεν αντιλαμβάνεται τον Λευκό Πύργο ως σύμβολο της πόλης του, γιατί όσο κρατάει η έξαρση της ομάδας δεν αυτοπροσδιορίζεται ως Θεσσαλονικιός αλλά ως αρειανός. Επομένως δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να βάψει τον Πύργο λίγο μπλε και να βρει την παρέμβασή του όμορφη. Διότι δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες. Ο ένθερμος οπαδός θεωρεί ότι κάνει τον πύργο ομορφότερο από ότι ήδη είναι. Έχει τον δικό του λογικό/αισθητικό κώδικα και τον θεωρεί αν όχι τον μόνο, σίγουρα ανώτερο όλων. Αντίστοιχα ένας θερμόαιμος Παοκτσής που πάει, ας πούμε, εκδρομή στην Ιταλία δεν έχει κανένα πρόβλημα να βάψει τους τοίχους μιας πόλης, όση ιστορία και ότι βάρος και αν φέρουν αυτοί. Γι΄ αυτό βλέπεις χαραγμένα με προσοχή τα συνθήματα του «Παοκ» έξω από την γκαλερί Uffizi στην Φλωρεντία ή το Κολοσσαίο στην Ρώμη. Και το δυστύχημα είναι ότι βλέπεις χαράγματα μονάχα από ελληνικές ομάδες. Αντίστοιχα ένας θερμόαιμος χριστιανός, δεν αντιλαμβάνεται τα μουσουλμανικά μνημεία της Θεσσαλονίκης ως ίχνη πολύτιμα για την πόλη, αλλά ως επιβλαβή για τον χριστιανικό χαρακτήρα της πόλης. Δεν μπορεί να εκτιμήσει την οικουμενική διάσταση που λαμβάνουν αυτά τα μνημεία αν ιδωθούν ως σημάδια της υπαρκτής παράδοσης μιας πόλης που πέρασε από τόσους κυρίαρχους.
Είναι η κατάρα της Θεσσαλονίκης άλλωστε. Το λέει και ο Μαζάουερ στο ωραίο του βιβλίο. Παρ’ ότι η Θεσσαλονίκη, σε αντίθεση με την Αθήνα, υπήρξε διαχρονικά μητροπολιτικό κέντρο, ποτέ δεν προσπάθησε να έχει συνέχεια. Κάθε κυρίαρχος προσπαθούσε να σβήσει επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, τα ίχνη του προηγούμενου και να κάνει την πόλη ολόδική του. Οι Βυζαντινοί τα Ρωμαίικα, οι Οθωμανοί τα Βυζαντινά, οι Νέοι όσα δεν την βόλευαν. Και κάπως έτσι συντελείται και το πρόσφατο δράμα της Ροτόντας με τον γραφικό Άνθιμο στα κάγκελα για την χριστιανικότητα του μνημείου.
Όπως και να ‘χει, το θέμα είναι ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που να καταφέρνουν να αρμονίσουν τις διαφορετικές ταυτότητες μέσα τους. Φοβούνται την σύγχυση, δεν μπορούν να βρουν ενιαίο κώδικα συμπεριφοράς μέσα σε αυτήν την πολυδιάσπαση. Και βρίσκουν καταφύγιο σε μια μόνο ταυτότητα, μια ομάδα που τους καθορίζει ολοκληρωτικά και τους οδηγεί στην περιφρόνηση κάθε τινός που μοιάζει ξένο. Η ομάδα, είτε αυτή είναι η ομάδα των «Παοκτζήδων», ή των «Θεσσαλονικέων», των «Ελλήνων», «των Μεσόγειων», κρίνεται από την ικανότητα ή την αδυναμία της να συνυπάρξει με άλλες ομάδες και από τον τρόπο που φέρεται στα άλλα σύμβολα που δεν της ανήκουν ή που δεν ανήκουν μόνο σε αυτήν.
Κυρίως όμως, μια ομάδα ανθρώπων που καταστρέφει ένα σύμβολο του δημόσιου χώρου, στον οποίο κανείς δεν της απαγόρεψε να ανήκει, είναι σημάδι μιας κοινωνίας σε παρακμή. Μιας κοινωνίας που στρέφεται ενάντια στον ίδιο της τον εαυτό και καταστρέφει τα σύμβολα που βρίσκονται πολύ πολύ κοντά της. Η ομάδα αυτή έχει περιχαρακωθεί, δεν θέλει την κοινωνία και τα σύμβολά της. Δεν θέλει τον δημόσιο χώρο. Θέλει ένα θολό τοπίο που τον γεμίζουν ομάδες που η μία καταστρέφει τα σύμβολά της άλλης. Χωρίς μέσο έδαφος, χωρίς τερέν που να το σέβονται όλοι. Και αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει όχι αυτή η πόλη αλλά αυτή η χώρα. Μικρές κοινότητες, ομάδες και σέκτες, που εμποδίζουν την κοινωνία όλων.
Μια τελευταία επισήμανση που θα μπορούσα να κάνω. Η αντικοινωνικότητα εμένα μου αρέσει. Αλλά η αντικοινωνικότητα χωρίζεται σε δυο είδη. Η πρώτη είναι η αντι-κοινωνικότητα που προσθέτει στην κοινωνία, που επαγρυπνεί, που αναστοχάζεται, που παρεμβαίνει και αλλάζει την κοινωνία γιατί δεν είναι ποτέ ικανοποιημένη με αυτή. Είναι μια δημιουργική αντικοινωνικότητα. Σε αυτήν την περίπτωση, η ομάδα μας θα γέμιζε το μισοφέγγαρο, θα πρόσθετε κάτι ή θα άφηνε δίπλα ένα άλλο φεγγάρι ολόκληρο ή σκοτεινό ή έναν ήλιο ή κάτι άλλο, μέσω της πρόσθεσης και της δημιουργίας. Εμείς εδώ έχουμε να κάνουμε με το αντίθετο. Με την αφαίρεση και την καταστροφή.
Τώρα γιατί κανείς καταστρέφει; Από ανικανότητα να δημιουργήσει; Από μνησικακία; Δεν ξέρω. Πάντως η καταστροφή έχει πυκνώσει στην ελληνική ατμόσφαιρα. Τα νέα σύμβολα που επιχειρεί να φτιάξει ένα κομμάτι της κοινωνίας για να δημιουργήσει μια αφήγηση για μια νέα Θεσσαλονίκη, έναν νέο κοινό τόπο που να μπορούμε να μνημονεύουμε και στο μέλλον, δεν στέκουν όρθια για πολύ. Και θα καταντήσουμε να είμαστε μουντοί και γκρίζοι χωρίς να έχουμε να δείξουμε κάτι στο μέλλον. Ίδιοι ες αεί, εις τον αιώνα τον άπαντα. Δίχως παρελθόν και μέλλον. Σαν να μην πέρασε αυτή η γενιά. Κανένα ίχνος να την μνημονεύει. Μόνο το ίχνος της απουσίας της και της καταστροφής της.
Αλλά όσοι περιφρονούν την καταστροφή, δεν πρέπει σαφώς να ενδίδουν στον θρήνο, ακόμα και αν αισθάνονται πως το βυθισμένο μισοφέγγαρο ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Το ζήτημα είναι να καταλάβουμε τι συμβαίνει και να συνεχίζουμε να προσπαθούμε να φτιάχνουμε σύμβολα. Και επιτέλους να κάνουμε αυτήν την συλλογική ψυχανάλυση που χρειαζόμαστε σαν πόλη και σαν χώρα.