Καθρεπτιζόμενοι στη λίμνη Δοϊράνη
Οι πρώτες μου αναμνήσεις από ταξίδια στη Δοϊράνη χρονολογούνται από το 1971 – 1972 όταν για να περάσουμε στην επιτηρούμενη – ελεύθερη ζώνη οι γονείς κατέθεταν αστυνομικές ταυτότητες.
Λέξεις: Γιώργος Αγγελόπουλος
Οι πρώτες μου αναμνήσεις από ταξίδια στη Δοϊράνη χρονολογούνται από το 1971 – 1972 όταν για να περάσουμε στην επιτηρούμενη – ελεύθερη ζώνη οι γονείς κατέθεταν αστυνομικές ταυτότητες.
Μου φαίνονταν όλα μπερδεμένα: η κατάθεση ταυτοτήτων, το μνημείο του Α’ Παγκ. Πολέμου με θανόντες προερχόμενους από χώρες εξωτικές, η ύπαρξη δύο οικισμών με το ίδιο όνομα στις δύο χώρες, η τότε δυνατότητα των κατοίκων τους σε ελεύθερη πρόσβαση ενώ δεν υπήρχε συνοριακό πέρασμα για τους υπόλοιπους, η γνώση της ελληνικής σε αρκετούς της άλλης πλευράς αλλά και η γνώση της δικής τους γλώσσας στην πλευρά μας.
Αυτό που θυμάμαι όμως πιο πολύ ήταν το καθρέπτισμα των φώτων των δύο οικισμών στην επιφάνεια της λίμνης που βλέπαμε καθήμενοι τις βραδινές ώρες στον χωμάτινο ανηφορικό δρόμο από τη Δοϊράνη προς τον Ακρίτα. Στις επόμενες δεκαετίες σταδιακά έπεφτε η στάθμη των νερών της λίμνης.
Το κολύμπι δυσκόλεψε στην ελληνική πλευρά, μειώθηκαν τα ψάρια, αυξήθηκε το κοντραμπάντο τους από «απέναντι», άνοιξε το συνοριακό πέρασμα και η τουριστική κίνηση, δημιουργήθηκε μια άλλη χώρα στα σύνορα μας και νέες εκδοχές του Μακεδονικού.
Συγκρινόμενη με τα δεδομένα των παιδικών μου αναμνήσεων, η οπτική ήταν συνεχώς και πιο θολή: η πτώση της στάθμης της λίμνης μας στερούσε πλέον τη δυνατότητα να δούμε το καθρέπτισμα των φώτων.
Η αύξηση της στάθμης των νερών πέρυσι ήταν κάτι σαν απίστευτη ιστορική ειρωνεία. Στα φώτα των δύο οικισμών που επανήλθαν μετά από δεκαετίες στην επιφάνεια της λίμνης καθρεπτίζονταν δύο χώρες με τρομαχτικές ομοιότητες.
Κάποιες από αυτές τις ομοιότητες υπήρχαν, με τις όποιες παραλλαγές τους, και στο παρελθόν αλλά εμείς σαν παιδιά τις αγνοούσαμε. Στο παρόν πάντως το καθρέπτισμα ήταν πιο διαυγές: και στις δύο χώρες οι εθνικές ταυτότητες νοούνταν ως κάτι που βασίζεται στην αιματοσυγγένεια, και στις δύο χώρες υπάρχει η αίσθηση ότι όλοι οι γείτονες απειλούν το μέλλον μας και κλέβουν το παρελθόν μας (αρχαίο ή σύγχρονο, λίγη σημασία έχει), και στις δύο χώρες φτιάχτηκαν πολιτικές καριέρες και ολόκληροι πολιτικοί σχηματισμοί στη λογική της διάκρισης ανάμεσα σε προδότες και πατριώτες, και στις δύο χώρες υπάρχει έντονη η αίσθηση ότι εμείς έχουμε τα δίκαια και όλος ο υπόλοιπος πλανήτης συνωμοτεί εναντίον μας.
Είναι βέβαια γεγονός ότι οι πολιτικές διαμάχες που αποκτούν τη μετωνυμία του εθνικού θέματος δεν λύνονται από τη μια μέρα στην άλλη.
Παραμένουν όσο το τραύμα των χαμένων πατρίδων επενδύεται από κάποιους με τη διάκριση πατριώτες – προδότες. Οι δεκάδες, βαριά ελάχιστες εκατοντάδες σε πανελλαδικό επίπεδο, που μεγαλοφώνως φέρουν στους δρόμους της χώρας μας το ευγενικό σύνθημα «μαχαίρι στην καρδιά του κάθε αντιφά» θα συνεχίσουν να επενδύουν στην περί προδοτών ρητορική. Τα μεγάλα κανάλια και αρκετοί ραδιοφωνικοί σταθμοί επίδοξων παικτών του πελατειακού συστήματος θα συνεχίσουν το ρόλο του χορηγού επικοινωνίας παρουσιάζοντας τους εν λόγω διαδηλωτές ως δεκάδες χιλιάδες. Είναι μια κλασσική συνταγή πολιτικής αντιπαράθεσης.
Ενίοτε όμως οι συνταγές αυτές εκπίπτουν: ποιος σήμερα θεωρεί τη Βουλγαρία ως εθνικό κίνδυνο;
Η έκπτωση της Μακεδονομάχας συνταγής πολιτικής αντιπαράθεσης υπάρχει όταν ο Δήμαρχος της Θεσσαλονίκης συναντιέται με το Δήμαρχο των Σκοπίων και μιλούν στα ελληνικά (και οι δυο τους…), όταν οι πρωθυπουργοί επενδύουν στη διεύρυνση των σχέσεων, οι επιχειρηματίες συνεχίζουν τις διασυνοριακές δουλειές τους, οι πανεπιστημιακοί συνεχίζουν τις κοινές ερευνητικές και εκπαιδευτικές ανταλλαγές τους, οι βόρειοι γείτονες συνεχίζουν να γεμίζουν την Πιερία, την Χαλκιδική και την Ασπροβάλτα, τα παιδιά των οικονομικά εύρωστων στρωμάτων τους έρχονται να σπουδάζουν στη Θεσσαλονίκη.
Οι δεσμοί ανάπτυξης που – ειρήσθω εν παρόδω – στήθηκαν στα χρόνια της πιο σκληρής αντιπαράθεσης εμπεδώνονται ακόμα παραπάνω. Υπάρχει ένα μέλλον ανάμεσα σε εμάς και τους βόρειους γείτονες. Κάποιοι θέλουν να το κρατήσουν δέσμιο του παρελθόντος. Κάποιοι επιχειρούν να κάνουν την ανατροπή και να δουν την επόμενη μέρα ομαλών σχέσεων.
Για να μην μείνει ευχολόγιο πρέπει να δράξουμε κάθε ευκαιρίας, ακόμα και αν απέχει από το να είναι ιδανική, ακόμα και αν ενέχει αμφισημίες, ακόμα και αν δεν κλείνει απόλυτα τα υπόλοιπα του παρελθόντος. Πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι ιδανική και τα πάντα ποιούσα; Η μόνη τέτοια λύση δεν θα ήταν κοινά αποδεκτή αλλά επιβολή της μίας πλευράς επί της άλλης.
Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια ή μυθοπλασία το περιστατικό που αναφέρει ο Σκαμπαρδώνης σχετικά με την από 7/4/1923 αναφορά του υπαστυνόμου Πετράκη προς το τοπικό τμήμα χωροφυλακής του Κιλκίς («Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης, παρά λίμνην της Δοϊράνης, εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε σταθήτε, ρε πούστηδες, γαμώ το σταυρό σας και απαντησάντων κλάστε μας τα αρχίδια απέδρασαν»).
Ξέρω ότι κάπου ανάμεσα στα δύο σύνορα των δύο χωρών υπάρχει η δυνατότητα για ένα μέλλον που μπορεί να αποδράσει από τα δεσμά του παρελθόντος. Το συνεχές παίγνιο «ληστών» – «χωροφυλακής» των εθνικών σχέσεων στα Βαλκάνια καταλήγει στο ιστορικό γκροτέσκο. Στο χέρι μας είναι να φτιάξουμε την επόμενη μέρα.