Κοίτα τι σου κάνει ένα κουταλάκι!
Ήταν ένα Αχ βαρύ κι ασήκωτο. Κι ήταν κι ένα κουταλάκι μέσα στη ρημάδα την καθημερινότητα.
Ήταν ένα Αχ βαρύ κι ασήκωτο. Κι ήταν κι ένα κουταλάκι μέσα στη ρημάδα την καθημερινότητα. Εσύ που τα κορόιδευες ετούτα κι έκανες χάζι όλους εκείνους τους ξενύχτηδες νταλγκαδιασμένους.
Μ’ ακούς! “Τι το θες το κουταλάκι να μου δώσεις το φαρμάκι; Τι το δίνεις στάλα στάλα κι έχω βάσανα μεγάλα, αφού δεν μπορείς να νιώσεις τη δική μου την ψυχή, πάρε θάρρος να μου δώσεις τη χαριστική βολή!”. Είναι από κείνες τις στιγμές που θέλεις να πάρεις φόρα και να τα γκρεμίσεις όλα. Να γίνεις λάσπη και χώμα. Για το παιδί που χάθηκε. Για κείνο το έρμο το παιδί που χάθηκε, τις αντοχές και τις γαμημένες τις ελπίδες. Τότε που ένιωθες άτρωτος κι άκουγες για σαραντάρηδες κι έλεγες τα έζησαν τα χρονάκια τους αυτοί! Ας γελάσω! Όμως εσύ θέλεις κι άλλο κι άλλο… ακόμη δεν τον κυνήγησες τον κόσμο!
Μ’ ακούς! Γερνάω μάνα, να πάρει. Κλεισμένος στο γραφείο σαν το τρελό πουλί στο κλουβί κι έξω ο ήλιος να καίει τα πεζοδρόμια.
Μ’ ακούς! Δεν έχω χρόνο κι όταν έχω, δεν υπάρχουν φράγκα κι ο ύπνος δε μου φτάνει. Ας γελάσω! Φράγκα για να ζήσεις και το καράβι στο γκρεμό. Εσένα που κάποτε σε έβρισκε το ξημέρωμα στο χώμα, κοίτα να δεις πως μαντρώθηκες. Την μαύρισες την ψυχή σου καημένε κι έφτιαξες κάτι από τα ίδια και τα συνηθισμένα. Ξαναπάρε φόρα και γκρέμισέ τα όλα, αν σου βαστάει.
Μ’ ακούς! Μεγαλώνω μάνα, γιατί θέλω Μητροπάνο για να ξεχαστώ, για να ξοδέψω τις νύχτες μου και να σταθώ όρθιος. “Ας ήταν και να πέθαινα ξημέρωμα Σαββάτου… όλη η ζωή μου δίχως νόημα κι αλίμονο σ΄ αυτούς που δεν αγάπησαν και κλαίει απόψε η γειτονιά” και κοίτα να δεις πλάκες που στήνει η κυρά ζωή, εσύ να αναρωτιέσαι σαν ξαναμμένος έφηβος πού πουλάν καρδιές. Ή μήπως όχι; Μήπως τότε ήσουν πιο σοβαρός και μετρημένος;
Είναι κι ένα Άχ βαρύ κι ασήκωτο κι αυτό να μην το λες, γιατί τότε είχες τον χρόνο στο τσεπάκι σου και το μερτικό σου από τη ζωή αζύγιστο. Σε έκλεβε η νύχτα, σε αγκάλιαζε η μέρα κι ο ορίζοντας αταξίδευτος. Είναι κι ένα μαζέψου που σου ματώνει το μυαλό. Το σιχαμένο, που σε απαξιώνει για εκείνα που δεν κάνεις, αφού πρώτα τα μετρήσεις δύο φορές.
Γερνάω μάνα, γιατί θέλω δύο εικοσιτετράωρα για να συνέλθω μετά από ξενύχτι και κανονικά δεν θα έπρεπε να σε έχω ανάγκη, όμως εγώ θέλω να κλάψω και να φωνάξω για να με παρηγορήσεις. Μ’ ακούς! Μεγαλώνω μάνα, γιατί δεν μου επιτρέπονται τα λάθη. Πρέπει να έχω βάλει μυαλό, να τα ξέρω όλα και να αποφεύγω τις τρέλες. Μ’ ακούς! Η κοινωνία δεν συγχωρεί κι εγώ θέλω να ξαναρχίσω από την αρχή!
Γερνάω μάνα, γιατί δεν συγχωρώ κι εγώ, τα μικρά όμως και τα ανώφελα, κι ανέχομαι τα δύσκολα και τα μεγάλα και σκύβω το κεφάλι, γιατί φοβάμαι και καταπίνω χολή. Κοιμάμαι δύσκολα και ξυπνώ κουρασμένος. Το σώμα μου μ’ εκδικείται και το μυαλό δυνάστης. Στοιχειό φοβερό, να ξύνει πληγές, να θυμάται σαν νυχτοπούλι μέσα στις αυλές.
Μ’ ακούς! Πονώ, γιατί πνίγομαι κι είμαι μεγάλος, αλλά απειροελάχιστος μέσα στα προβλήματα του κόσμου. Κι είναι κι οι τύψεις που δε μ’ αφήνουν λεπτό ήσυχο για την μέτρια ζωή μου και το αχνό αποτύπωμά μου.
Γερνάω μάνα, έτσι λένε οι άλλοι, όμως εγώ νιώθω μικρός και θέλω να κρυφτώ. Να με χώσεις στον κόρφο σου και να με ηρεμήσεις. Να με εξαφανίσεις σαν τότε που έμοιαζες με θηρίο και με προστάτευες με το ενάμισι μέτρο σου. Να μου σκουπίσεις τον ιδρώτα από το μέτωπο, να μου φιλήσεις το μούτρο για να μην πονώ άλλο. Να με ρωτήσεις τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω;
Μ’ ακούς! Μεγαλώνω μάνα, γιατί αργώ να ξαναρχίσω από την αρχή, τότε που έμοιαζαν όλα με απάτητο χιόνι. Κι έχασα τη γυαλάδα μου και τα χιλιόμετρα αμέτρητα στο κοντέρ μου. “Τι το θες το κουταλάκι να μου δώσεις το φαρμάκι; Τι το δίνεις λίγο λίγο δώσε το μου όλο για να φύγω”…