Κλυταιμνήστρα ούουυυυυ…..
της Αθηνάς Τερζή Είναι μια αντρική ταινία. Παρόλα αυτά την έχω δει πάνω από δεκαπέντε φορές κι «Ας περιμένουν οι γυναίκες». Είναι ο ορισμός της ταινίας, κάτι σαν τον ορισμό του πέναλτι. Φέτος την άκουσα σε σι ντι ταξιδεύοντας με το αυτοκίνητο μέχρι τη Λευκάδα. Ταξίδεψα με ατάκες αντρικές που συχνά πυκνά επικαλούνται φίλοι μου. […]
της Αθηνάς Τερζή
Είναι μια αντρική ταινία. Παρόλα αυτά την έχω δει πάνω από δεκαπέντε φορές κι «Ας περιμένουν οι γυναίκες». Είναι ο ορισμός της ταινίας, κάτι σαν τον ορισμό του πέναλτι. Φέτος την άκουσα σε σι ντι ταξιδεύοντας με το αυτοκίνητο μέχρι τη Λευκάδα. Ταξίδεψα με ατάκες αντρικές που συχνά πυκνά επικαλούνται φίλοι μου. Είναι η δική τους γλώσσα.
«Με μεθάει ο δρόμος», έχει πει ο σκηνοθέτης της ταινίας Σταύρος Τσιώλης. Κι είναι πραγματικά μια ταινία περιπλάνησης, για μια ζωή στο δρόμο, όπου οι κομπάρσοι γίνονται πρωταγωνιστές. Οι απόλυτα σουρεάλ διάλογοι για την ελληνική καθημερινότητα και μια πραγματικότητα μέσα από τα μάτια τριών παντρεμένων αντρών με τρεις αδελφές. Τρία μπατζανάκια δεμένα με το σκοινί της νεοελληνικής επαρχιώτικης νοοτροπίας. Μια μικρή ομερτά με τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας.
Το 1998 όταν βγήκε στις αίθουσες γελούσες δυνατά με τους χαρακτήρες θεωρώντας ότι ο ευγενής Μιχάλης, ο παοκτσής Πάνος κι ο πασόκος Αντώνης είναι καρικατούρες. Δικαιώθηκαν όμως και μαζί τους κι ο σκηνοθέτης, αφού αποδείχθηκαν πέρα για πέρα αληθινοί και προφητικοί. Αρχικά η ταινία θα ονομαζόταν «Το ιστορικό συνέδριο της Βόλβης» αλλά επικράτησε ο τίτλος «Ας περιμένουν οι γυναίκες» για να λατρευτεί ,κυρίως, από όλους τους άντρες, αρχικά Σαλονικιούς, σαρκάζοντας όλους τους Ελληναράδες που καψουρεύονται, αλλά δεν υποκύπτουν γιατί όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σταύρος Τσιώλης «εκεί που μεγάλωσα εγώ στην Τρίπολη δεν επιτρέπεται στον άντρα να ερωτευθεί και π..χ να διαλύσει την οικογένειά του, πρέπει να είναι ανώτερος. Με το “είσαι άντρας ρε, ξέχασε την” μεγαλώναμε. Κι αν κάποιος τύχαινε να εκπέσει, του κόβανε την καλημέρα, έπαυε πια να είναι “έμπιστος”. Γιατί οι άνθρωποι δε συγχωρούν όσους από έρωτα εκπέσανε».Για τους Ελληναράδες που τρώνε κοκορέτσι, μαλώνουν για τις ομάδες και τον τόπο καταγωγής τους – υπέρτατη ατάκα –«στην Κασσάνδρα κατουράτε στη Βόλβη την πετάτε. Η Θεσσαλονίκη πρέπει να ανοίξει τελωνείο. Τι γράφει το διαβατήριο σου κύριε, Λακωνία ; Δε μπαίνεις», μα πάνω από όλα για τα κόμματα. Αλήθεια πόσο μπροστά έβλεπε ο Τσιώλης! «Πάνο τι δουλειά έχει το ΠΑΣΟΚ με αισθήματα;» Για το μεγάλο καημό του Αντώνη που η μάνα του ψήφισε Ν.Δ. –ίσως η καλύτερη ερμηνεία του αδικοχαμένου Σάκη Μπουλά, ο οποίος εκπροσωπεί με το ασύλληπτο τούτο σενάριο και τον ευρηματικό του ρόλο μια ολόκληρη μεταπολιτευτική Ελλάδα, που πρασίνισε φουριόζα, έκανε θελήματα, βόλεψε κόσμο, λειτούργησε σα μικρός Θεός κι ύστερα μαζεύτηκε. Κι ίσως κάποιοι να υπήρξαν ιδεολόγοι κι αισθηματίες μικροπολιτικάντηδες που διόλου δεν επιδίωξαν την κατάντια της Ελλάδας, αλλά φευ πόσο λίγοι στάθηκαν! – Και τι να πούμε άλλωστε για τον Γιάννη Ζουγανέλη και τον Αργύρη Μπακιρτζή… «Σαβούρη γκόμενε, σας μαζέψαμε εδώ χαμουτζήδες και τρώτε το ψωμί του κοσμάκη;».
Η ταινία είναι ένα οδοιπορικό στην ίδια τη ζωή που σε εκπλήσσει. Μια κατηγορία από μόνη της. Δίχως κανένα πλάνο, κανένα σοβαρό ειρμό, μαγεύει με τη φρεσκάδα, τη μεστή απλότητα και την ειλικρίνεια των προθέσεών της. Είναι ο μπαμπάς μου, ο θείος μου, ο παππούς μου, ο γείτονας, τα στραβά και τα ανάποδά τους. Είναι οι κατεργάρηδες που τους δικαιολογείς τα πάντα. Είναι οι κολλητοί μου, που χαζεύω να πετάνε ατάκες από την ταινία –πώς ταιριάζουν οι άτιμες σε κάθε περίσταση- και να λύνονται στα γέλια. Οι απροστάτευτοι από τον έρωτα , οι ερασιτέχνες. Η αντρική φιλία που συνήθως βρίζει, κάνει καζούρα, αμήχανη να εκφράσει αυτό που πραγματικά νιώθει, ως μια μορφή ανάστροφου συναισθήματος. «Καλά ρε πεταμένε, μισή ώρα με έστησες, λαμόγιο, πελοποννησιακή λέρα». Το λέει σα να θέλει να πει: “Μου έλειψες ρε φίλε…”
Διαβάστε ακόμη Η πιο cult νύχτα του φετινού καλοκαιριού έρχεται.