Κούραση στην αφετηρία
του Γιώργου Τούλα Εικόνα: Γιάννης Σημιτόπουλος Τα editorial του Σεπτεμβρίου παραδοσιακά όφειλαν να μεταδώσουν μια αισιοδοξία. Να διέπονται από την χαρά της έναρξης, τη δύναμη της αφετηρίας, την αναζωογονητική εμπειρία του καινούργιου. Τα τεύχη των περιοδικών ετοιμάζονταν πάντα τους τελευταίους μήνες του καλοκαιριού με προσδοκίες για όσα έρχονταν, για τις εκπλήξεις του χειμώνα, τις ενάρξεις, […]
του Γιώργου Τούλα Εικόνα: Γιάννης Σημιτόπουλος
Τα editorial του Σεπτεμβρίου παραδοσιακά όφειλαν να μεταδώσουν μια αισιοδοξία. Να διέπονται από την χαρά της έναρξης, τη δύναμη της αφετηρίας, την αναζωογονητική εμπειρία του καινούργιου. Τα τεύχη των περιοδικών ετοιμάζονταν πάντα τους τελευταίους μήνες του καλοκαιριού με προσδοκίες για όσα έρχονταν, για τις εκπλήξεις του χειμώνα, τις ενάρξεις, τα openings, τις αφίξεις. Αλλά και οι άνθρωποι. Έμπαιναν πάντα στο Σεπτέμβριο γεμάτοι ενέργεια. Έβαζαν στοιχήματα με τον εαυτό τους. Ημερολογιακά το έτος μπορεί να αρχίζει το Γενάρη, ο Σεπτέμβριος όμως είναι η πραγματική αφετηρία. Εκεί είναι που έλεγες πάντα θα ξεκινήσω γυμναστήριο, μια ξένη γλώσσα, μια νέα σχέση, θα βρω σπίτι, θα αποκτήσω νέα στέκια, νέες συνήθειες. Τα πιο πολλά διαψεύδονταν πριν τελειώσει το φθινόπωρο, η ελπίδα όμως υπήρχε και η όρεξη να τα παλέψεις.
Αυτός ο Σεπτέμβρης με βρίσκει σχεδόν διαλυμένο από την κούραση. Οι διακοπές δεν λειτούργησαν σαν φάρμακο, δεν γέννησαν ελπίδες, δεν με βοήθησαν να ξεχάσω την κόπωση των τελευταίων πέντε χρόνων. Δεν μπορώ να μεταδώσω αισιοδοξία γιατί απλά δεν την έχω. Όσα παράλογα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια απανωτά σε αυτή τη χώρα έχουν διαλύσει κάθε ψευδαίσθηση ανανέωσης, αλλαγής, προχωρήματος.
Έχω την αίσθηση της ματαιότητας των θυσιών, των προσπαθειών, των παθών που ζήσαμε και ζούμε. Ένα αλλοπρόσαλλο πολιτικό σύστημα, γεμάτο σαλτιμπάγκους ερωτευμένους με τις καρέκλες τους που τους διαδέχονται διαρκώς νέοι ακόμα πιο ευφάνταστοι και κενοί περιεχομένου. Ακούω στις τηλεοράσεις όλο το καλοκαίρι λογύδρια παλαιών και νεόκοπων να μιλούν με ευχολόγια και αλληλοκατηγορίες. Και ίχνος αυτοκριτικής. Ίχνος.
Και βλέπω γύρω μου το σύμπαν να γκρεμίζεται. Την πραγματική οικονομία, την αγορά να στεγνώνει, να πεθαίνει. Γιατί πεθαίνει. Μέσα σε ένα μήνα μέτρησα πέντε λουκέτα σιωπηλά τον Αύγουστο καφέ και εστιατορίων που είχαν ανοίξει τα χρόνια της Κρίσης. Παρατηρώ εμπόρους που ξέρω και σέβομαι να κάθονται μήνες ατέλειωτους στα πεζοδρόμια, άπραγοι περιμένοντας ποιος ξέρει τι;
Και από την άλλη βλέπω όλους εμάς. Χωρισμένους σε φράξιες, σε νεοϊδεολογικούς εμφύλιους, σε αλληλοσπαραγμούς φεϊσμπουκικούς να κατηγορούν το σύμπαν αλλά όχι τους εαυτούς μας για όσα συμβαίνουν στη χώρα. Και την ίδια ώρα να μην κόβουν αποδείξεις, να καταπατούν την άμμο της θάλασσας, να καταστρέφουν το πράσινο των πόλεων, να παρκάρουν πάνω στις διαβάσεις, να διδάσκουν την ανομία στις επόμενες γενιές.
Ξεκινάω τη χρονιά με τα πόδια μου να σέρνονται από μια απίστευτη κούραση. Δεν ξέρω αν θα βρω το κουράγιο να την παλέψω. Όσα πίστευα τα τελευταία χρόνια και πάλευα για αυτά μου φαίνονται λίγο μάταια. Και ο αστικός ακτιβισμός και οι καλές πρωτοβουλίες. Όταν γύρω όλα παρακμάζουν δεν έχεις από πού να κρατηθείς.
Θα μου πεις γιατί δεν φεύγεις; Γιατί μπήκα στα πενήντα πια και μου φαίνεται άθλος μια νέα αρχή. Ας είναι. Με το βλέμμα στις κάλπες και πάλι που δεν θα λύσουν κανένα πρόβλημα βάζουμε μπρος τις μηχανές της σεζόν ελπίζοντας μονάχα στις επόμενες γενιές. Μόνο εκεί βλέπω λίγο φως. Και μια φρεσκάδα.