Lucky

To διήγημα του Κώστα Παρζιάλη

Κώστας Παρζιάλης
lucky-850572
Κώστας Παρζιάλης

Ο Λάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Οι γονείς του, δεν ακολούθησαν την πατροπαράδοτη διαδικασία επιλογής ονόματος.

Μοντέρνοι άνθρωποι, σχεδόν πρωτοποριακοί.

Σκέφτηκαν ότι ήρθε η ώρα να ξεφύγουν από τα στερεότυπα και να γράψουν τη δική τους ιστορία.

Κάπως έτσι, αποφάσισαν να τον ονομάσουν Λάκη.

Όνομα λιτό, πιασάρικο, με παχύ λάμδα, αλλά το κυριότερο ότι συμβόλιζε καλοτυχία και ελπίδα.

Άλλωστε και ποιος δεν αναζητά λίγη τύχη στη ζωή του;

Το όνομα έλαμψε μέσα στο μυαλό τους σαν επιδότηση που εγκρίθηκε με την πρώτη.

Χαμογέλασαν, κοιτάχτηκαν στα μάτια και αποφάσισαν από κοινού.

Λάκης …ή Lucky για διεθνή καριέρα.

Ο Λάκης είχε ήδη βαπτιστεί στο μυαλό τους.

Η τύχη του Λάκη φάνηκε από την πρώτη μέρα.

Οι γονείς του έλαβαν αμέσως το επίδομα γέννησης.

Έκλαψαν από συγκίνηση.

Ένιωσαν και πάλι τυχεροί.

Για μια στιγμή.

Μέχρι που είδαν πόση είναι η επιδότηση για την αγορά ενός ηλεκτρικού αυτοκινήτου.

Είναι θέμα προτεραιότητας, σκέφτηκαν.

Κοίταξαν τον Λάκη… ροδαλός, ήσυχος και καλότυχος.

Η καχύποπτη σκέψη έφυγε αμέσως.

Ξεπετάχτηκε γρήγορα ο Λάκης και όλα κυλούσαν γλυκά.

Οι γονείς του δούλευαν από το χάραμα μέχρι βραδάκι.

Αν εξαιρέσεις βέβαια το αδιανόητα υψηλό ενοίκιο, τη μηνιαία πικρή επιστολή του λογαριασμού ρεύματος και το super market που έμοιαζε πια με επιδρομή σε πολυτελές delicatessen, όλα κυλούσαν ρολόι. Ένιωθαν προστατευμένοι.

Είχαν άλλωστε και τους παππούδες, οι οποίοι βοηθούσαν με κάθε τρόπο, παρόλο που η μισή τους σύνταξη είχε χαθεί κάπου ανάμεσα σε δομημένα ομόλογα και επενδυτικές ευκαιρίες.

Τα προσπερνούσαν όλα. Ενοίκια, λογαριασμούς, περικοπές και ανατιμήσεις. Τα άφηναν πίσω τους, γιατί είχαν την τύχη με το μέρος τους.

Το μόνο που φοβόντουσαν ήταν το κακό το μάτι. Μόνο αυτό.

Ούτε κρίσεις, ούτε μνημόνια.

Το μάτι, ναι. Εκεί έβαζαν όριο.

Ήταν βέβαια αποφασισμένοι από την αρχή.

Θα τα πάλευαν όλα, με οδηγό τον Λάκη.

Το φως τους και η τύχη τους, ήταν το μοναδικό πράγμα που δεν μπορούσε να φορολογήσει το κράτος.

Ο Λάκης μας… παιδί χαρούμενο.

Πάντα με ένα χαμόγελο, μια απορία και μια πληγή στο γόνατο. Γιατί ο Λάκης εκτός από τυχερός, είναι και παιδί της δράσης.

Οι γονείς του Λάκη, θέλοντας το καλύτερο, ξεκίνησαν να ψάχνουν μια παιδική χαρά φτιαγμένη από τον σωστό ανάδοχο και με το σωστό κονδύλι. Έναν απ’ αυτούς που χρησιμοποιούν υλικά που δεν σκουριάζουν, που στρώνουν ελαστικό δάπεδο αντί για τσιμέντο ή στην καλύτερη έναν από εκείνους που ξηλώνουν την ολοκαίνουργια παιδική χαρά για να την ξαναφτιάξουν από την αρχή. Ξεκάθαρα για λόγους απορροφητικούς.

Ο Λάκης σβέλτος, με πείσμα και τσαγανό έμαθε και ποδήλατο.

Μόλις ένιωσε έτοιμος να ξεχυθεί, του μίλησαν για τον υπέροχο ποδηλατόδρομο, που είχε κατασκευαστεί με μελέτη ειδικών και με τα λεφτά των πολιτών.

Ένας ποδηλατόδρομος στολίδι, που θα ένωνε πάρκα, γειτονιές και όνειρα.

Έργο μεγάλης σημασίας.

Ο τυχερός μας Λάκης, τελικά περιορίστηκε στο μπαλκόνι της γιαγιάς.

Ευτυχώς ήταν από εκείνα τα παλιά, τα πλατιά, με θέα σε κάδο ανακύκλωσης, δυο γλάστρες και μια πινακίδα “ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΣΤΑΘΜΕΥΣΗ” που κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά.

Απογοητεύτηκε λίγο και έτσι οι γονείς του σκέφτηκαν να του προσφέρουν μια εμπειρία εξίσου ξεχωριστή.

Μια βόλτα με το υπερσύγχρονο μετρό ή στον πολυχώρο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.

Διάλεξαν το πρώτο.

Εκείνο το έργο των τριάντα ολόκληρων χρόνων, που πληρώθηκε αρκετές φορές πάνω αλλά άξιζε τον κόπο.

Ο Λάκης ενθουσιάστηκε.

Ζήτησε μόνο έναν όρο.

Για το παιχνίδι, έτσι το έθεσε.

Να χρησιμοποιήσει ο ίδιος την χρεωστική κάρτα του μπαμπά, για να αγοράσει τα εισιτήρια.

Μάταια.

Το υπερσύγχρονο έργο, που κατασκευάστηκε με κόπο, ιδρώτα και αναμονή δεν του έκανε τη χάρη.

Η κάρτα δεν ήταν στο παιχνίδι.

Συμφώνησαν λοιπόν, να βάλουν κανονικά χρήματα.

Ούτε τα ρέστα ήταν στο παιχνίδι.

Βέβαια, ο Λάκης αποζημιώθηκε, όχι από ρέστα αλλά με εικόνα.

Με την επιβλητική παρουσία των αποσπασμένων και επιμελώς τοποθετημένων, αρχαίων που διακοσμούσαν τον σταθμό, που δεν έμελλε ποτέ να αποτελέσουν ένα ενιαίο ζωντανό και μοναδικό μνημείο της Unesco.

Όλα ήταν όμορφα, τακτοποιημένα και διασπασμένα. Ένα κυριολεκτικά, κομμάτι ιστορίας.

Ο Λάκης πήρε το σωστό μάθημα.

Χάνουμε και κερδίζουμε. Η διαδρομή έχει αξία.

Ο Λάκης, παιδί μεσαίας τάξης και υψηλής αντοχής, δεν το έβαζε ποτέ κάτω.

Ρουφούσε κάθε εμπειρία σαν σφουγγάρι.

Γιατί η παιδική ηλικία είναι ανέμελη και το είχε καταλάβει από νωρίς.

Έτσι ο Λάκης μας, άρχισε να αναζητά την απόλαυση.

Άρχισε να ζητάει παιχνίδι στο λούνα παρκ.

Οι γονείς του Λάκη, το απέφευγαν.

Όχι επειδή φοβόντουσαν ότι θα κερδίσει όλα τα κουκλάκια, αλλά επειδή το λούνα παρκ λειτουργούσε χωρίς άδεια, με ευχές και ανοχή.

Ο τυχερός μας ο Λάκης.

Μέχρι να καταλάβει ότι τα πράγματα γίνονται αλλιώς εδώ, πήγε σχολείο.

Σχολείο και φροντιστήριο. Και τα δύο μαζί.

Ήταν ξεκάθαρο για τον Λάκη από την αρχή.

Για να γίνεις σπουδαίος επιστήμονας, όπως αυτοί του εξωτερικού πρέπει πρώτα να μάθεις τι θα πει πειθαρχία, κούραση και τσάντα πιο βαριά από το ίδιο σου το μέλλον

Ο Λάκης μεγάλωνε και κάθε Σεπτέμβρη γνώριζε έναν νέο δάσκαλο.

Όχι επειδή το σχολείο πίστευε στον πλουραλισμό και την εναλλαγή διδακτικών προσεγγίσεων, αλλά επειδή οι δάσκαλοι έρχονταν και έφευγαν σαν αποδημητικά πουλιά, με νέο φύλλο πορείας.

Ο Λάκης όμως, παιδί καλόψυχο.

Είχε μάθει να βλέπει το καλό στους ανθρώπους.

Πίστευε ότι οι δάσκαλοι φεύγουν γιατί δεν άντεχαν την πραγματικότητα μιας τάξης χωρίς θέρμανση, με καρέκλες που έτριζαν, με ταβάνια που τα κοιτούσες όχι για να εμπνευστείς, αλλά για να δεις αν υπάρχει χρόνος για να τρέξεις.

Ο Λάκης…παιδί μοναδικό.

Είχε καταλάβει από νωρίς ότι όλα αυτά, το χάος, η αλλαγή, η ασυνέπεια, είναι απλώς ένα σκληρό εκπαιδευτικό πρόγραμμα ζωής και μόνο θα κέρδιζε από όλα αυτά.

Ο Λάκης ήξερε τον τρόπο να τα αντιμετωπίζει όλα.

Είχε για συνοδοιπόρο, το ποδήλατο του. Ήταν η ψυχανάλυση του.

Ωστόσο, όπως σε κάθε ξεχωριστό ήρωα που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και στον Λάκη συνέβη το αναπάντεχο.

Μια ηλιόλουστη μέρα, σε έναν αγώνα ταχύτητας με τον εαυτό του, έπεσε. Δυνατά.

Έσπασε το πόδι του.

Δεν τον πείραξε ο γύψος, ούτε η κακή κατάσταση στο νοσοκομείο.

Αντίθετα θαύμασε τους ήρωες γιατρούς, που τα βγάζουν πέρα κάτω από αυτές τις συνθήκες. Ίσως και να διάλεξε επάγγελμα εκείνη τη στιγμή.

Όχι του γιατρού αλλά του ήρωα, που επιβιώνει σε όλες τις συνθήκες σε μια τέτοια χώρα.

Κοίταξε τον γύψο, όμως με μια απορία, σχεδόν υπαρξιακή.

Και τώρα; Πώς θα πάω σχολείο; Θα χάσω το παιχνίδι; Τις εκδρομές; Θα απομονωθώ;

Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε πως μένει πίσω.

Μαζί με το πόδι, ράγισε και η καρδιά του μπαμπά του.

Γιατί ο πόνος είναι περαστικός, αλλά ο φόβος της απομόνωσης είναι εκεί.

Ήταν μια καλή στιγμή όμως για μια ουσιαστική συζήτηση και δεν την άφησαν να πάει χαμένη.

Μιλήσανε για τους ανθρώπους που δεν έχουν απλώς έναν τραυματισμό, αλλά ολόκληρη τη ζωή τους διαφορετική. Και όμως, προχωρούν.

Βρίσκουν τη δύναμη μέσα τους και συνεχίζουν.

Μίλησαν για την ουσία της συμπερίληψης.

Συμφώνησαν ότι δεν πρέπει να αφήνεται κανένας πίσω.

Να μην αποκλείεται το παιδί μας, ο φίλος μας, ο συνάνθρωπος μας.

Συμφώνησαν ότι όταν μια κοινωνία ενσωματώνει κάθε μέλος της, ανεξάρτητα από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, είναι μια κοινωνία πιο δυνατή, πιο δίκαιη και πιο ανθρώπινη.

Ο Λάκης κατάλαβε πολλά εκείνες τις ημέρες.

Ότι δεν είναι ο πόνος το δυσκολότερο αλλά η απομόνωση.

Και ότι μια κοινωνία που θέλει να λέγεται δίκαιη, δεν αρκεί να φροντίζει μόνο τα δυνατά πόδια, αλλά και τα σπασμένα. Όχι με λύπηση, αλλά με πρόνοια.

Αντιμετώπισε βέβαια με γενναιότητα τα δύσβατα πεζοδρόμια, το σχολείο χωρίς σχέδιο και τις σκάλες που, με το γύψο στο πόδι, έμοιαζαν περισσότερο με ανάβαση σε βουνό παρά με καθημερινή διαδρομή.

Ο Λάκης μας, ήταν πλέον βέβαιος, πως όλα αυτά τα απρόοπτα, οι δυσκολίες και οι ανατροπές δεν θα πήγαιναν χαμένα. Ήταν τα θεμέλια για να χτίσει μια ισχυρή και ανθεκτική προσωπικότητα.

Η επιτυχία ήταν προδιαγεγραμμένη.

Μέρος 2ο

Ο Λάκης μας ανάρρωσε πλήρως.

Άρχισε να περπατά ξανά, με βήματα πιο σταθερά, όχι τόσο στα πόδια, όσο στο μυαλό.

Η εμπειρία του όμως, με το σπασμένο πόδι τον είχε αλλάξει αρκετά.

Όχι ότι δεν ένιωθε την τύχη με το μέρος του. Άλλωστε αυτό ήταν ξεκάθαρο από την αρχή. Ήταν σχεδόν γονιδιακή.

Αντιλήφθηκε όμως, ότι όλα μπορούν να συμβούν σε όλους και από τότε έβαλε τον σεβασμό σε πρώτη θέση.

Πέρασε αρκετές ώρες σκεπτόμενος, τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Εκείνους τους καθημερινούς ήρωες που κυκλοφορούν με αμαξίδιο.

Είχε δει πια με τα ίδια του τα μάτια, πόσες ράμπες κατέληγαν σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα, πόσες διαδρομές διακόπτονταν από κάδους που μετακινήθηκαν, όχι για να διευκολύνουν τους ανθρώπους, αλλά τα αυτοκίνητα.

Ο Λάκης είχε αντιληφθεί πλήρως, πως δεν συναντάμε τόσο συχνά ανθρώπους με αμαξίδιο, όχι γιατί δεν υπάρχουν, αλλά γιατί δεν τους παρέχουμε την απαραίτητη πρόσβαση για να υπάρξουν ανάμεσα μας, με αξιοπρέπεια.

Ο τυχερός μας ο Λάκης, επέστρεψε δυνατός, σε όλες τις δραστηριότητες, που τόσο αγαπούσε.

Οι γονείς του, βλέποντας το θάρρος και την υπομονή που έδειξε, σε όλη αυτή τη δοκιμασία, αποφάσισαν να του κάνουν ένα δώρο. Για το νέο ξεκίνημα.

Ένα ζευγάρι, νέα αστραφτερά παπούτσια.

Ο Λάκης μας δεν περίμενε στιγμή. Τα φόρεσε αμέσως.

Το συναίσθημα σχεδόν μαγικό. Ένιωσε μια ώθηση. Όχι μεταφυσική αλλά σχεδόν εμπορική.

Τα παπούτσια ήταν αξεπέραστα. Λευκά, ψηλά, στιλάτα, με ένα λογότυπο που έμοιαζε περισσότερο με σφραγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού για διαφήμιση στην Ακρόπολη, παρά με σύμβολο μόδας.

Αλλά αυτό που είχε περισσότερη σημασία δεν ήταν τα ίδια τα παπούτσια. Ήταν το κουτί και ο Λάκης δεν το πέταξε. Το φύλαξε προσεκτικά, δίπλα στα τετράδιά του. Όχι για να το κρατήσει ως κειμήλιο, ούτε με σκοπό να το μοσχοπουλήσει..

Αλλά για την ιστορία. Για να θυμάται.

Γιατί, ακόμα και ως παιδί, ήξερε βαθιά μέσα του, ότι δεν είναι όλα προς πώληση.

Ο Λάκης είχε πια ενταχθεί πλήρως στις δραστηριότητες του σχολείου. Έτρεχε, γελούσε, δημιουργούσε, σαν να είχε πάρει μια δεύτερη εκκίνηση, πιο συνειδητή.

Η τύχη του, σταθερή, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.

Η αγαπημένη του δασκάλα τούς ανέθεσε μια ομαδική εργασία. Μια μικρή έκθεση ζωγραφικής με θέμα «Ο κόσμος γύρω μου».

Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε πως μπορεί να πει κάτι αληθινό χωρίς να μιλήσει.

Το ίδιο κιόλας απόγευμα, πήγε με τη μαμά του στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς.

Ένα μέρος σχεδόν μαγικό για τον Λάκη, αν εξαιρέσεις τον δύστροπο ιδιοκτήτη.

Ο θησαυρός για τον Λάκη δεν ήταν τα βιβλία. Δεν είχε ανακαλύψει ακόμα την αξία τους.

Ήταν τα χρώματα. Οι μπογιές, τα μολύβια, τα στυλό και αυτή η ιδιαίτερη μυρωδιά του χώρου.

Αυτά ήταν ο κόσμος του.

Η μαμά του τον άφησε να περιηγηθεί ελεύθερα, να διαλέξει ότι ήθελε.

Ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου, ο κυρ Σπύρος, τον παρατηρούσε καχύποπτα, με την άκρη του ματιού του. Ο ίδιος, δεν ενδιαφερόταν τόσο για τα βιβλία όσο για την τιμή στο πίσω μέρος. Δηλωμένος παντογνώστης της γειτονιάς, αν και χωρίς καμία εξειδίκευση, κάτι που στην Ελλάδα, σε καθιστά ιδανικό για Υπουργό Υγείας.

Ο Λάκης συγκέντρωσε το καλάθι του με προσοχή. Είχε ήδη πάρει αρκετά.

Ήταν έτοιμος να δημιουργήσει.

Ένιωσε τη μαγεία της έμπνευσης και της δημιουργίας να τον πλημμυρίζει. Ζωγράφισε έναν κόσμο όπως τον φανταζόταν. Όπως θα ήθελε να είναι.

Ένα πάρκο με δέντρα μεγάλα και πολύχρωμα. Ένα παιδί σε αμαξίδιο έπαιζε με τα υπόλοιπα παιδιά. Στο φόντο, μια πόλη γεμάτη πράσινες ταράτσες και μπαλκόνια με βιβλία.

Ο ουρανός ήταν λευκός, για να φωτίζει καλύτερα. Τα σύννεφα ροζ γιατί έτσι του άρεσε.

Στην άκρη της ζωγραφιάς έγραψε, ο κόσμος είναι δίκαιος όταν όλοι παίζουν.

Η δασκάλα του συγκινήθηκε. Είπε πως ήταν μια ζωγραφιά γεμάτη αγάπη. Την έβαλε πρώτη στον πίνακα.

Αλλά την επόμενη μέρα, η ζωγραφιά έλειπε. Την είχε κατεβάσει η διοίκηση. Είπαν πως δεν ταίριαζε με την υπόλοιπη έκθεση.

Ίσως γιατί δεν είχε ουρανό γαλάζιο και τα σύννεφα ήταν ροζ. Ίσως γιατί ήταν πιο αληθινή από όσο άντεχαν.

Ο Λάκης μας, γύρισε σπίτι. Ήξερε τι ένιωθε αλλά δεν ήξερε πώς να το εκφράσει.

Αν ανοίξεις την πόρτα στη λογοκρισία, σίγουρα κλείνεις την πόρτα στην ελευθερία.

Μέρος 3ο

Το όνομα του Λάκη συζητήθηκε αρκετά στο σχολείο μετά και την τελευταία έκθεση ζωγραφικής. Όχι για τα χρώματα αλλά ούτε και για την τεχνική που χρησιμοποίησε. Κυρίως για το γεγονός ότι τον απέρριψαν.

Σαν να είχε πατήσει κάποιο εσωτερικό κουμπί, εκείνο που ενεργοποιεί χαμηλόφωνα σχόλια, βλέμματα και χαμόγελα.

Ο ίδιος βέβαια δεν επεδίωκε κάτι τέτοιο. Ούτε την αναστάτωση, ούτε τη μικρή φήμη που ακολούθησε. Αν ήταν στο χέρι του, ίσως και να προτιμούσε να ξεχαστεί.

Ίσως και να έγινε ημιδιάσημος χωρίς καν να το επιδιώξει.

Ο Λάκης μας όμως δεν είχε μάθει να παζαρεύει την προσοχή.

Παιδί, σχεδόν αφοπλιστικά αγνό. Τον ενδιέφερε μονάχα το καθαρό συναίσθημα εκείνο που προσφέρεις και εκείνο που εισπράττεις. Χωρίς φίλτρα.

Μέσα σε έναν κόσμο που μαθαίνει στα παιδιά να ντρέπονται όταν συγκινούνται, ο Λάκης ακόμα κοκκίνιζε όταν ένιωθε κάτι βαθιά.

Ο Λάκης μας, πάντα με όπλο το χαμόγελο, γύριζε από το σχολείο λες και είχε λύσει όλα τα προβλήματα. Έστω κι αν ήταν αυτά τα παιδικά.

Τον τελευταίο καιρό όμως, κάτι είχε αλλάξει.

Οι γονείς του παρατήρησαν τα πρώτα σημάδια. Όχι ανησυχητικά, αλλά περίεργα.

Οι συνήθειες του Λάκη εμπλουτίστηκαν.

Άρχισε να φτιάχνει το μαλλί του, επίμονα και σχεδόν μεθοδικά.

Αναζητούσε μουσικές που του ήταν άγνωστες μέχρι πρότινος.

Τραγουδούσε μόνος του στο μπάνιο σαν καναρινάκι και άδειαζε σχεδόν όλη την κολόνια του μπαμπά.

Το πιο περίεργο ήταν ότι ο λαλίστατος Λάκης είχε κλειστεί για λίγο στον εαυτό του.

Όχι πως όλα αυτά ήταν κακά. Κάθε άλλο. Αλλά για όσους ήξεραν τον τυχερό μας Λάκη, ήταν σίγουρα κάτι διαφορετικό.

Και αυτό το διαφορετικό διήρκησε μέρες.

Η μαμά του, άνθρωπος διορατικός, θεώρησε πως είχε έρθει η ώρα να επέμβει.

Η προσέγγιση έγινε με χειρουργική ακρίβεια.

Κάθισε δίπλα του έτσι ώστε τα βλέμματα τους να μην συναντηθούν και ο Λάκης να μην νιώσει στριμωγμένος.

Η προσπάθεια να εκμαιεύσει κάτι, στέφθηκε με επιτυχία.

Ο Λάκης ξεροκατάπιε και ξεφύσηξε τόσο βαθιά που μια τούφα από τα μαλλιά του ανασηκώθηκε και έμεινε μετέωρη.

Ήταν δύσκολο να το εξηγήσει. Πώς να μιλήσεις για πεταλούδες στο στομάχι, κόκκινα μάγουλα και καρδιοχτύπια.

Ε ναι λοιπόν, δεν είναι ντροπή. Ο Λάκης μας ερωτεύτηκε. Και μάλιστα χωρίς ανταπόκριση.

Ο γλυκός μας ο Λάκης, δεν είχε ξανανιώσει έτσι.

Το σημείωμα που είχε αφήσει με προσοχή, τσακισμένο στα τέσσερα, δεν απαντήθηκε ποτέ.

Βέβαια, προσπάθησε να αποδώσει την πρώτη του ερωτική απογοήτευση στην έλλειψη τεχνολογικών μέσων. Είχε μάθει να τα αναλύει όλα και έτσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος του ήταν παλιομοδίτικος.

Κάπως έτσι, ο Λάκης μας βρήκε το θάρρος και ζήτησε κινητό.

Η μαμά του τον κοίταξε σαστισμένη, ανάμεσα στη συγκίνηση και την απόλυτη απορία και ξεστόμισε ένα ήσυχο, αλλά απόλυτο… Όχι, όχι τώρα.

Όχι γιατί φοβήθηκε πως οι συνομιλίες του θα καταγραφούν σε κάποιο περίεργο λογισμικό παρακολουθήσεων, παρέα με υπουργούς και απόρρητα στρατηγικά σχέδια.

Όχι λοιπόν από φόβο αλλά από φροντίδα.

Ήταν το «όχι» που κρατάει την επιθυμία λίγο πίσω, όχι για να την ακυρώσει, αλλά για να της δώσει χώρο να ωριμάσει. Ένα «όχι» που δεν χτίζεται πάνω σε απαγορεύσεις, αλλά κουβαλά μέσα του ένα σιωπηλό «ναι» για αργότερα, όταν εκείνος θα ήταν πιο έτοιμος.

Ο Λάκης δεν το κατάλαβε αμέσως. Δεν συμφώνησε αλλά ούτε και διαφώνησε.

Δεν μίλησε. Έγνεψε κάτι ασαφές και πήγε στο δωμάτιό του.

Όμως ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο.

Δεν είχε μάθει να τα παρατάει.

Αποφάσισε γρήγορα ότι θα απασχολήσει το μυαλό του και τη ραγισμένη του καρδούλα, δημιουργώντας το μέλλον του. Έστω με τις σκέψεις του.

Εκείνο το ίδιο βράδυ, αντί να τον πάρει ο ύπνος με τη μυρωδιά της κολόνιας του μπαμπά να πλανιέται στο μαξιλάρι, έμεινε ξάγρυπνος.

Ήταν εκείνη η πιο κατάλληλη ώρα, για να διαλέξει επάγγελμα.

Το είπε και το έκανε.

Αντί να μετράει προβατάκια σε απέραντες εκτάσεις, σαν αυτές που δηλώθηκαν παρανόμως για επιδοτήσεις στον ΟΠΕΚΕΠΕ, δάμασε τη νύστα του και σκέφτηκε.

Ιδέα πρώτη…γενετιστής.

Δεν ήξερε ακριβώς τι σημαίνει, αλλά ακουγόταν σοβαρό, σχεδόν μυστήριο. Είχε κάτι από επιστήμη και κάτι από σούπερ ήρωα με λευκή ποδιά και μικροσκόπιο.

Του ήρθε στο μυαλό εκείνη η είδηση μισοκατανοημένη, μα θορυβώδης για την εν κρυπτώ παραχώρηση του γενετικού υλικού των νεογνών σε ιδιωτικές εταιρείες, με τις ευλογίες του Υπουργείου Υγείας.

Αναστατώθηκε και την απέρριψε αμέσως.

Γενετιστής …διαγράφεται.

Ιδέα δεύτερη… τραπεζικός.

Του φάνηκε αξιοπρεπές επάγγελμα. Γραφείο, σταθερότητα και πουκάμισο.

Αμέσως όμως αναρωτήθηκε αν θα υπάρχει καν αυτή η δουλειά όταν μεγαλώσει. Οι τράπεζες έκλειναν καταστήματα και μείωναν προσωπικό.

Του ήρθε κι εκείνη η παράξενη πληροφορία, για την τράπεζα της Εκκλησίας που πρόκειται να ιδρυθεί. Δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια, αλλά και μόνο η σκέψη πως η θρησκεία μπλέκεται με τα επιτόκια, τον μπέρδεψε και τα παράτησε.

Τραπεζικός: διαγράφεται.

Ιδέα τρίτη… επενδυτής.

Η σκέψη ήχησε εντυπωσιακά. Μεγάλα νούμερα και σημαντικές αποφάσεις. Αλλά όχι. Σε μια χώρα όπου αγοράζεις ακίνητο με δικαίωμα ανοικοδόμησης και μέσα σε μια μέρα γίνεται αγροτεμάχιο, που δεν επιτρέπεται ούτε τροχόσπιτο, η επένδυση μοιάζει με επικίνδυνο σπορ.

Επενδυτής: διαγράφεται.

Ιδέα τέταρτη… επιχειρηματίας.

Ευρύς όρος. Εύκαμπτος. Περιλαμβάνει από όλα, από τον μικρό της γειτονιάς μέχρι τον εξαφανισμένο συγγενή πολιτικού με πέντε offshore και έναν λογαριασμό στα Κανάρια.

Δεν τον γοήτευσε. Δεν του πήγαινε η ιδέα.

Επιχειρηματίας: διαγράφεται.

Τα μάτια του Λάκη βάραιναν όλο και περισσότερο και σκέφτηκε ότι πρέπει να κατευθυνθεί σε πιο καλλιτεχνικά μονοπάτια.

Ιδέα πέμπτη… γραφίστας.

Αυτή μάλιστα. Τώρα που του είχαν απορρίψει και τη ζωγραφιά, έμοιαζε σχεδόν σαν φυσική εξέλιξη. Θα έφτιαχνε εικόνες που κανείς δεν θα τολμούσε να αγνοήσει. Και θα τις υπέγραφε κιόλας.

Αλλά μετά σκέφτηκε αν θα μπορεί άραγε να ανταγωνιστεί την τεχνητή νοημοσύνη ή έστω, τις απευθείας αναθέσεις.

Θυμήθηκε και εκείνο το λογότυπο του Μετρό Θεσσαλονίκης και του κόπηκε κάθε διάθεση δημιουργίας.

Γραφίστας: διαγράφεται.

Ιδέα έκτη… δημοσιογράφος.

Και μάλλον τελευταία, καθώς οι μπαταρίες του γλυκού μας Λάκη τελείωναν.

Φαντάστηκε τον εαυτό του με μαγνητόφωνο, σημειωματάριο, και βλέμμα καθαρό. Θα μπορούσε να γίνει ένας αμερόληπτος ερευνητής. Με εμπεριστατωμένη άποψη, με λέξεις που δεν λυγίζουν και με ερωτήσεις που δεν φοβούνται.

Ο Λάκης μας, παιδί καλόψυχο, δεν ήθελε απλώς να γράφει. Ήθελε να είναι από εκείνους που στάθηκαν στο φως, που ασχολήθηκαν από την πρώτη ημέρα με το έγκλημα των Τεμπών. Όχι από αυτούς που το έθαψαν. Όχι από αυτούς που σιώπησαν για δύο ολόκληρα χρόνια.

Ήταν αργά πια.

Κι έτσι, σαν τελευταία στάση στο δικό του εσωτερικό δρομολόγιο, του ήρθε στο μυαλό ο παππούς του. Με τη φωνή του σιγανή αλλά σταθερή, να του λέει:

Η σημαντικότερη θέση που παίρνει κανείς δεν είναι σε κάποιο γραφείο, ούτε σε κάποια κορυφή. Είναι η θέση που παίρνει μέσα στη ζωή, με τις αξίες του και το θάρρος να τοποθετείται, ακόμη κι όταν όλοι σωπαίνουν. Με μοναδικό σκοπό όχι την προσωπική του άνεση, αλλά το καλό της κοινωνίας.

Καληνύχτα μαμά. Καληνύχτα μπαμπά.

Μέρος 4ο

Ο χρόνος κυλούσε αθόρυβα, σαν νεράκι κι όμως μέσα του μάζευε βιαστικά όλες τις ξεχωριστές εμπειρίες του γλυκού μας Λάκη.

Και κάπως έτσι χωρίς φανφάρες αλλά με μια αδιανόητη ανυπομονησία, έφτασε η στιγμή, να αφήσει την άχρωμη βουή της πόλης, να ξεφύγει από το μπετόν και την άσφαλτο, και να κατηφορίσει προς έναν κόσμο πιο αργό, πιο έντονο σε μυρωδιές και χρώματα.

Καλοκαίρι… και διακοπές στο χωριό.

Ο Λάκης μας ήταν έτοιμος.

Στις αποσκευές του είχε στοιβάξει ένα μπερδεμένο κουβάρι από σκέψεις, συναισθήματα και ερωτήματα. Όλα όσα ήξερε πως δεν γινόταν να αφήσει πίσω, όσα έπρεπε να τον ακολουθήσουν μέχρι εκεί, σαν αόρατα φυλαχτά.

Εκεί μέσα, σφιχτά διπλωμένα ήταν όλα τα μισανοιγμένα όνειρα και εκείνη η φλόγα που ποτέ δεν έσβηνε. Εκείνη που τον έσπρωχνε να πιστεύει πως ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος και πως με τον τρόπο του, μπορούσε να βοηθήσει κι εκείνος.

Κι εκεί, στο πιο κρυφό σημείο της βαλίτσας, χώρεσε και εκείνον τον αναπάντητο έρωτα, που είχε μπερδέψει για τα καλά, την παιδική του καρδούλα.

Ο Λάκης έκλεισε βιαστικά την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου.

Κάπου εκεί στην πίσω θέση, ανάμεσα σε μια μπάλα και ένα μπουκάλι νερό, που ήδη ζεσταινόταν στον ήλιο, καθόταν μαζί του και η αδιόρατη ελπίδα πως το σπίτι στο χωριό τον περιμένει ακριβώς όπως το είχε αφήσει.

Το ταξίδι είχε μόλις αρχίσει, κι ο Λάκης μετρούσε νοερά τα χιλιόμετρα μέχρι να βουτήξει στην αγκαλιά του παππού και της γιαγιάς.

Το πρόσωπό του είχε σχεδόν κολλήσει στο τζάμι, κι από τα χείλη του ξεγλιστρούσαν οι πρώτες νότες του αγαπημένου του τραγουδιού…

Εκείνο, του Παύλου Παυλίδη, που είχε γίνει ο δικός του θησαυρός.

♪♪ Ο χρόνος είναι παιδί

Κλωτσάει μια μπάλα και τρέχει από πίσω της

Αν μια στιγμή κουραστεί

Βρίσκει μια ελιά και κοιμάται στον ίσκιο της

Είναι σου λέω παιδί

Κρυφοκοιτάει της ψυχής σου τ’ ανείπωτα

Ερωτευμένο παιδί

Ο χρόνος είναι τα πάντα και τίποτα ♪♪

Το σιγομουρμούριζε εδώ και μέρες και ήταν η ώρα να ταξιδέψει και εκείνο μαζί του.

Για τον Λάκη, το σπίτι στο χωριό ήταν το καταφύγιο των παιδικών του ονείρων.

Το σπίτι ήταν μικρό αλλά χωρούσε την αγάπη και τα γέλια όλου του κόσμου.

Όλη τη διαδρομή τη γέμισε με σκέψεις για τις αγαπημένες τριανταφυλλιές της γιαγιάς, τις χειροποίητες κούνιες του παππού και την κληματαριά, κάτω από την οποία άνθιζαν οι πιο αξέχαστες συζητήσεις.

Αυτό ήταν το σπίτι στο χωριό για τον Λάκη.

Οι άνθρωποι γύρω από το τραπέζι, οι κουβέντες που έσβηναν αργά μέσα στη νύχτα, και τα ανέμελα, αυθεντικά γέλια που ταξίδευαν στον αέρα.

Αυτός ήταν και ο πλούτος που ήξερε καλά ότι πρέπει να τον φυλάξει σε ειδική θέση στη ψυχή του.

Ο χρόνος όμως είναι σχετικός, και μερικές φορές αρκεί μια στιγμή για να σταματήσει. Εκεί που όλος ο κόσμος γύρω του έμοιαζε να απλώνεται σαν ζωγραφιά, ακούστηκε από το ραδιόφωνο η είδηση πως σε διάφορα μέρη της Ελλάδας είχαν ξεσπάσει φωτιές. Σπίτια κινδύνευαν, άνθρωποι πάλευαν.

Ο Λάκης, αν και παιδί θαρραλέο, ένιωσε τον φόβο να τον κατακλύζει. Ήταν άλλωστε ακόμα παιδί…

Τα μάτια του βούρκωσαν και οι σκέψεις του ήταν ξεκάθαρες. Η πρώτη, ότι δεν μπορούσε να είναι χαρούμενος την ίδια στιγμή που ο υπόλοιπος κόσμος υπέφερε. Η δεύτερη, να πέσει στην αγκαλιά της γιαγιάς και του παππού.

Ο χρόνος είναι γιατρός και με το μαγικό του ραβδί, του έκανε τη χάρη, πριν προλάβει να ξεδιπλώσει και τις υπόλοιπες σκέψεις του.

Είχαν μόλις φτάσει…

Ο Λάκης έπεσε αμέσως στην αγκαλιά τους. Εκείνοι κατάλαβαν αμέσως τι συνέβαινε.

Ο παππούς τον κοίταξε στα μάτια με εκείνο το αυστηρό ύφος της ακεραιότητας που σπάνιζε, αλλά και με τη ζεστασιά της ψυχής που μόνο λίγοι κατέχουν.

Δεν μίλησε, μόνο έγνεψε.

Μα μέσα του ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε.

Ήξερε ότι άνθρωποι καταστρέφονταν, έχαναν τα σπίτια τους, τις ζωές τους. Ήξερε πως τώρα πια οι φωτιές δεν σβήνονταν με φροντίδα του κράτους αλλά αφήνονταν να κατρακυλήσουν ως τη θάλασσα. Ήξερε για την επιμελημένη εγκατάλειψη των δασών και την ουσιαστική κατάργηση της δασικής υπηρεσίας. Ήξερε πως επικρατούσε το δόγμα της εκκένωσης, η ειδοποίηση του 112, για να μη φέρει η κυβέρνηση ευθύνη για την πρόληψη και την καταστολή. Ήξερε ότι αυτό ήταν το τίμημα της κατ’ επίφαση πράσινης μετάβασης. Ήξερε ότι μετά τη φωτιά θα φύτρωναν ανεμογεννήτριες, κι ο σπόρος θα είχε ριχτεί από το ίδιο το κράτος. Ήξερε ακόμα ότι το κράτος διέθετε δύο εκατομμύρια για πυροσβεστικά, αλλά είκοσι έξι εκατομμύρια για τα ΜΜΕ. Ήξερε ότι το κράτος δεν είχε κανένα πρόβλημα να συντονίσει κοριούς υποκλοπών, παράνομες επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ, το μπάζωμα των Τεμπών, υπερτιμολογήσεις για σπιτάκια ανακύκλωσης αλλά δυσκολευόταν να υποστηρίξει το βιος των ανθρώπων. Ήξερε ότι ζούμε στην εποχή όπου όλα ξεπουλιούνται με τον πιο βίαιο και κυνικό τρόπο. Ήξερε πως σήμερα καιγόταν το αύριο όλων.

Κι όμως δεν μίλησε. Δεν είπε τίποτα από όλα αυτά. Τον πήρε μια μεγάλη, σφιχτή αγκαλιά και τον οδήγησε κάτω από την κληματαριά. Θα έκαναν τη συζήτηση νωρίτερα απ’ όσο φανταζόταν.

Άκουσε για ώρα, όλες του τις ανησυχίες.

Ίσως μάλιστα, να ήταν πιο σημαντικό για τον παππού του Λάκη, να τον ακούσει, παρά για τον ίδιο τον Λάκη να πει αυτά που είχε να πει.

Ήταν η σειρά του να βουρκώσει…

Ήξερε καλά πως το νόημα της ζωής είναι να δίνεις νόημα στη ζωή και ήταν σίγουρος για τον Λάκη. Γιατί η ευγενική του ψυχή, νοιαζόταν για κάθε άνθρωπο. Γιατί είχε μάθει πως ο καθένας δίνει τη δική του σκληρή μάχη στη ζωή.

Δεν ήταν ώρα για συμβουλές. Άλλωστε, ποτέ δεν του άρεσαν. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά, κι εκεί, μέσα στη σιωπή, το μόνο που βγήκε από την συγκινημένη του καρδιά, ήταν μια ευχή:

Εύχομαι οι στάχτες να γεννήσουν κάτι πιο όμορφο, από ανθρώπους με την ίδια φλόγα, σαν αυτή που διαθέτεις κι εσύ. Γιατί ένα σπίρτο μόνο του σπάει εύκολα… μα αν ενώσεις πολλά μαζί, όχι.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα