Η Μ. το γλεντούσε το πένθος της

  Η Μ. άνοιξε διάπλατα τα χέρια της σα να ‘θελε να πετάξει. Ναι, αυτά τα χέρια με τα μακριά δάχτυλα που είχαν φτιαχτεί για να αγκαλιάζουν σαν πλεξούδες της Λαμπρής. Τα τίναξε δυνατά στον αέρα και γέμισε ο τόπος με κόκκινες κηλίδες από την απουσία του. Ο χρόνος είχε σταματήσει από καιρό για κείνη. […]

Αθηνά Τερζή
η-μ-το-γλεντούσε-το-πένθος-της-187620
Αθηνά Τερζή

 

Η Μ. άνοιξε διάπλατα τα χέρια της σα να ‘θελε να πετάξει. Ναι, αυτά τα χέρια με τα μακριά δάχτυλα που είχαν φτιαχτεί για να αγκαλιάζουν σαν πλεξούδες της Λαμπρής. Τα τίναξε δυνατά στον αέρα και γέμισε ο τόπος με κόκκινες κηλίδες από την απουσία του. Ο χρόνος είχε σταματήσει από καιρό για κείνη. Αποτελούσε μια σαθρή επανάληψη στην κουραστική ζωή της, την βασανιστικά επαναλαμβανόμενη. Τα λόγια περίσσευαν και τούτο επιτέλους την ξαλάφρωσε. Το γλεντούσε το αέναο πένθος της. Τόσα χρόνια αδέσποτα στην ποδιά της, στις τούφες από τα ξεριζωμένα μαλλιά, στα μαυρισμένα γόνατα  που σήμερα ζητωκραύγαζαν, καθώς εκδικούνταν το ταλαιπωρημένο της κορμί. Άθλιο κορμί, τιποτένιο, δεν γύρεψες ποτέ σου μια επανάσταση να κάνεις!

novia

Έφερε τις μεγάλες παλάμες μπροστά της. Τις χάζευε θαρρείς κι ήταν ξένο σώμα, κάτι αλλιώτικο από την ίδια. Ξεκομμένο και παράταιρα κόκκινο, σαν όταν έβαφε μόνη της τα πασχαλινά αυγά και λέρωναν τα δάχτυλα από τη μπογιά. Όλα μόνη της τα έκανε. Τόσο μόνη! Πόσο μόνη κι αφιλόξενη πια, σαν στέρφα γη που δεν φυτρώνει τίποτα πάνω της. Σχισμένη κι άνυδρη γη. Σκούπισε όλο το κόκκινο του κόσμου πάνω στα μάγουλά της, που πετούσαν φλόγες. Δάκρυα κι αίμα είχαν γίνει ένα κι έμοιαζε με κείνες τις χωμάτινες φυλές του Αμαζονίου, τις παραχωμένες στο βαθύ κι αγριεμένο δάσος. Εκείνες ήταν ελεύθερες! Χα…ελεύθερες. Εκείνες που μιλούσαν με τη μάνα γη κι εκείνη ορφανεμένη από όλα τα στοιχειά της φύσης.

Πώς είχε πεθυμήσει μια δυνατή βροχή! Να την τυλίξει και να τη σηκώσει ψηλά. Να ξεπλύνει όλα τα δάκρυα, τις βλαστήμιες, την πηχτή θλίψη, την ανακατεμένη με τον θυμό και τα κουβαριασμένα πρέπει, τα θέλω, τα δεν μπορώ που ΄χαν θρονιαστεί εκεί λίγο πιο κάτω από το στομάχι. Να μπορούσε να τα φτύσει με το σάλιο που την έπνιγε. Μαγαρισμένο στόμα, αφίλητο και πονεμένο. Δεν μίλησες ποτέ σου. Άχρηστη σχισμή, εσύ που είχες μεγαλώσει με το τραγούδι και τα φιλιά της μάνας σου, δεν μίλησες ποτέ. Μόνο ξερνούσες άναρθρες κραυγές. Ένας ικέτης που εκείνος δεν είχε σεβαστεί.

Πώς είχε πεθυμήσει έναν ήλιο ζεστό! Να ξημερώσει μοναχά για πάρτη της. Να φωτίσει τα λαγούμια της, να της κουβαλήσει ένα από τα φωτεινά παιδιά του. Αν είχε ένα παιδί! Ας είχε ένα παιδί κατάδικό της! Ένα μέλλον στις χούφτες της. Να την κουβαλούσε μαζί του. Να είχε να επέστρεφε. Να του αφιέρωνε τη ζωή της. Καλύτερα όμως έτσι. Θα ήταν δικός του ο σπόρος. Ε και…θα ήταν στο δικό της το χωράφι.

Τώρα είναι αργά. Είναι αργά για όλα τα ανθρώπινα, γιατί κανείς δεν απόμεινε για να βάλει τα δυνατά του. Να κλείσει κακούς παλιούς λογαριασμούς, να ξαναμοιράσει δίκαια, να ανοίξει χαραμάδες. Είναι αργά για να της ανήκει οτιδήποτε.

Έναν αέρα, έναν αέρα είχε πεθυμήσει. Να ανασηκώσει ξανά το φουστάνι του αρραβώνα της, να ξεριζώσει την καρδιά της και να την ταΐσει στα πουλιά. Να ξαναγίνει η αγάπη κάποιου. Ίσως ένα μικρό κομμάτι της να γλίτωνε και να έπεφτε σε μια καινούρια αυλή. Να ρίζωνε δίπλα σε ένα δυνατό δέντρο με μεγάλα κλαδιά και παχύ ίσκιο να την δροσίζει κι από κάτω του μια βρύση με νερό καθαρό. Εκείνη που είχε παλέψει σε πηγάδια δίχως πάτο κι έριχνε και ξανάριχνε τον κουβά, μα τίποτα δεν έβγαινε. Εκείνη που είχε φυτέψει για να έχουν να τρώνε, να έχουν να μυρίζουν, να έχουν να μαζεύουν και να ανταμώνουν τα καλοκαίρια. Κι εκείνος που δεν είχε δώσει ούτε μια μάχη για χατίρι της. Δεν της είχε  ψιθυρίσει ούτε ένα παραμύθι, δεν είχε ποτίσει ούτε ένα από τα λουλούδια της.

Το μαχαίρι το φορούσε στη ζώνη της ποδιάς της. Μύριζε κανέλα και φρεσκοτριμμένο πιπέρι κι είχε λεκέδες από λάδι και ξεραμένο αίμα. Ήταν προίκα από τη μάνα της. Και μαζί κι οι κατσαρόλες και τα τηγάνια και οι άσπρες πετσέτες με τις δαντέλες, τα χελιδόνια, οι  καλημέρες, τα σεντόνια, οι λινές κουβέρτες και η λουλουδάτη παπλωματοθήκη με τις σεταρισμένες μαξιλαροθήκες. Ένα κορίτσι φορτωμένο στο φορτηγό του πατέρα της κάποιο πρωινό του Αυγούστου, μαζί με μια βαλίτσα όνειρα κι ασπρόρουχα. Τ΄ αγαπούσε το λευκό χρώμα. Της πήγαινε πολύ. Κι ας είχε κιτρινίσει με τα χρόνια. Κι ας είχε χάσει τη γυαλάδα του. Και τούτο το άσπρο νυχτικό το φορούσε την πρώτη νύχτα του γάμου της. Κοίταξέ το τώρα. Είχε χλωμιάσει μαζί της. Ανόητη καρικατούρα μιας γκροτέσκα ζωής που πάλεψε να την ημερέψει. Μα πώς να τα βάλει με τα θηρία; Μια σπιθαμή γυναίκα όλη κι όλη κι εκείνος ένας άντρας αψύς και βαρύθυμος με πικρό γέλιο, που σκορπούσε γύρω του παγωνιά. Σε κάθε γωνιά του σπιτιού το κρύο σε περόνιαζε. Στην κουζίνα της, το δικό της βασίλειο, στην κρεβατοκάμαρα, το δικό του χωνευτήρι. Όλα εκεί μέσα τα χώνευε. Τα έφτιαχνε ένα χαρμάνι, μια άμορφη μάζα και κυλιόταν πάνω τους σαν γουρούνι στη λάσπη. Αυτή η αναθεματισμένη παγωνιά, η παγωνιά είχε απλώσει παντού κι είχε κοκαλώσει και το τελευταίο ζωντανό κύτταρο του βασανισμένου της κορμιού. Σαν ένα μεγάλο δίχτυ. Κανένας ήχος, καμία μελωδία. Μόνο σιωπή και παγωνιά και μια θλίψη που είχε νοτίσει όλα τα ντουβάρια, σαν τη μούχλα που τρώει τους σοβάδες.

Η Μ. χάιδεψε την άκρη του μαχαιριού κι έχωσε τη μύτη του στην παλάμη της. Δεν πόνεσε. Τα πόδια της τρεμόπαιξαν. Ακροπατούσε στο πεζούλι κι είχε ολόκληρη τη γειτονιά στα πόδια της. Τη μισούσε τη γειτονιά της. Τον δρόμο που περνούσε κάτω από το παράθυρό της. Άσχημος δρόμος, ανέραστος, μικρόψυχος κι αδιάφορος. Άκουγε μα δεν μιλούσε. Μια χοάνη, που από καιρό την είχε ξεφορτωθεί και την είχε πετάξει στην άκρη του σαν το δαρμένο σκυλί. Κι ήθελε τόσο πολύ να είχε χορέψει μαζί της ένα βαλς. Ένα αργόσυρτο παραπονιάρικο βαλς για να την θαυμάσουν όλοι. Τη λυγερή κορμοστασιά. Τα ψιλόλιγνα πόδια και τον λεπτό λαιμό. Μπορούσες να χαθείς στο λαιμό της, να κουρνιάσεις και να παρηγορηθείς. Ένα βαλς για τα ωραία παιδικά χρόνια που την χάζευαν από ψηλά και ξεμάκραιναν σαν τα αποδημητικά πουλιά.

Έσκισε τη ρίζα από τα τέσσερα δάχτυλά της και τα πέταξε από ψηλά στο τσιμέντο. Πρώτα το δεξί που φορούσε τη βέρα της. Τα είδε να χορεύουν στον αέρα και να προσγειώνονται στο πεζοδρόμιο. Το αίμα έτρεχε και πιτσιλούσε τα δάχτυλα των ποδιών της. Επιτέλους, θα τάιζε τα αδέσποτα της γειτονιάς χωρίς φόβο. Έσφιξε με δύναμη το δεξί της μπράτσο κι έχωσε το μαχαίρι στο κρέας που περίσσευε. Πονούσε τώρα πολύ μα δεν έβγαζε άχνα. Να μπορούσε να την ταΐσει ολόκληρη στα σκυλιά. Ήταν δική τους. Έπειτα έμπηξε το μαχαίρι στο μπούτι της. Η σάρκα άνοιξε σαν παραγινωμένο σύκο. Αίμα, πόνος και κομμάτια από το ξεσκισμένο δέρμα της. Το μαχαίρι την έγδερνε σαν να ακολουθούσε κάποια ιεροτελεστία. Τα γόνατά της λύγισαν. Αυτό ήταν το τέλος της; Έστρεψε το βλέμμα της ψηλά στον ουρανό κι είδε τα γκρίζα σύννεφα να τρέχουν βιαστικά να τον μαυρίσουν, να προλάβουν να της ρίξουν μια βροχή. Αφιλότιμη βροχή, παλιόγρια, ποτέ σου δε με συμπάθησες. Δε με ντάντεψες και τράνεψα απότομα. Γλύτωσε με τώρα. Ξέπλυνε όλα μου τα κρίματα και τις αμαρτίες και στείλε με στον αγύριστο.

Η Μ. φώναζε στο τελευταίο σούρουπο, στην τελευταία βροχή. Φώναζε κι όλο της το κορμί δονούνταν απ’ άκρη σ’ άκρη. Φώναζε για το τέλος και την αρχή του κόσμου, που δεν την είχε προφυλάξει, δεν την είχε προετοιμάσει για την ασχήμια του. Φώναζε δίχως να περιμένει απάντηση. Κι ας την είχε ψάξει από  καιρό. Μήπως δεν την είχε ζητήσει σωστά; Μήπως δεν έπρεπε να είχε κάνει τόση υπομονή; Μήπως, μήπως …κι η βροχή δυνάμωνε και το βλέμμα της σκοτείνιαζε κι η καρδιά της πονούσε. Το τελευταίο που θυμάται ήταν ο ήχος από το μαχαίρι να ρημάζει τον περήφανο λαιμό της, τον εαυτό της να αφήνεται στο κενό και τη βροχή να την σηκώνει ψηλά και να την ταξιδεύει μακριά.

Ο άντρας της κείτονταν από ώρα νεκρός, στο πάτωμα της κουζίνας από το ίδιο μαχαίρι.

17806837_1205329802898343_912137894_n

*Το παραπάνω διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο, Το Έπος της Φαντασίας (εκδ. iwrite), που έγινε πραγματικότητα επειδή κάποιοι το φαντάστηκαν και το πίστεψαν. Πρόκειται για το πρώτο έντυπο παιδί του φεστιβάλ φαντασίας «Fantasmagoria», φιλοξενεί μοναδικές ιστορίες, ιστορίες με ένα κοινό θέμα: Το Αδιέξοδο. Άραγε έχει αδιέξοδα η φαντασία;

Γνωστοί και πρωτοεμφανιζόμενοι ταλαντούχοι συγγραφείς, μας συστήνουν τους ήρωές τους μέσα από 50 ιστορίες, και μας καλούν σε ένα χορταστικό και απολαυστικό ταξίδι. Σκοτάδι και φως, λύτρωση και καταδίκη, καλό και κακό, ταξίδι, ελπίδα, δίδαγμα, αγωνία, ηρωισμός, περιπέτεια και θάρρος, γράφουν το Έπος της Φαντασίας.

* Τα διηγήματα του βιβλίου επιλέχθηκαν μέσα από εκατοντάδες συμμετοχές στο πλαίσιο του πανελλήνιου διαγωνισμού διηγήματος του 1ου Φεστιβάλ Φαντασίας Fantasmagoria. Στην συλλεκτική αυτή έκδοση συμμετέχουν με διηγήματα τους οι: Αγγελική Χυτήρη, Άννα Σπανογιώργου, Άννα Τσιαπούρη, Αργυρώ Χαρίτου, Άρης Δεληγιαννίδης, Αριστείδης Κοκονάς, Αθανάσιος Γερακόπουλος, Αθηνά Αναστασοπούλου, Αθηνά Τερζή, Αχιλλέας Σωτηρέλλος, Δηµήτρης Δελαρούδης, Δηµήτριος Γεροπαύλου, Δηµήτρης Λαγός, Έφη Γεωργάκη, Ελένη Κικίδου, Ευθυµία Δεσποτάκη, Γεωργία Αγγελοπούλου, Γεωργία Καλαµαρά, Γεωργία Μαρία Δαρζέντα, Γιάννης Πανούσης, Γιάννης Σιδέρης, Γιώργος Ζήσης, Γιώτα Καλαµαρά, Γιώτα Παπαδηµακοπούλου, Ιλέην Ρήγα, Ηλίας Ιορδανίδης, Ηλίας Τσιάρας, Κατερίνα Θεοδώρου, Κωνσταντίνος Πάτρας, Κωνσταντίνος Ζαφείρκος, Μαρία Μακροβασίλη, Μαρία Ζαχαράκη, Μάριος Κουτσούκος, Μιχάλης Γεωργοστάθης, Νεκταρία Πουλτσίδη, Νίκος Φώτης Φεράτης, Πολυνίκη Βαρακλή, Σάββας Χρυσικόπουλος, Σοφία Κραββαρίτη, Σπύρος Τάσιος, Tατιάνα Τζινιώλη, Θεόφιλος Γιαννόπουλος, Τριαντάφυλλος Ζέλλιος, Βαγγέλης Τσατσαλής, Βασίλης Γιαννάκης, Χάρης Μπίλας, Χρήστος Κεσκίνης, Χρίστος Τσιαήλης, Ζωή Τσούρα

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα