Μακεδονία-Αμέρικα: μια εικόνα και δυο τραγούδια δρόμος…
Ένα πρωινό με δυο ισπανόφωνους μάστορες και μερικά μακεδονίτικα τραγούδια στο Οχάιο...
Λέξεις: Χρήστος Φωτογλίδης
Πριν λίγες ημέρες, κατά τις 08:00, πετάχτηκα από το κρεβάτι καθώς άκουσα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα.
Πλησίασα διστακτικά και φοβισμένα όμως γρήγορα διαπίστωσα πως ήταν δύο μάστορες, καθώς είχα ζητήσει από τους ιδιοκτήτες του δωματίου που μένω να στείλουν κάποιον για να ελέγξει μια σειρά από θέματα. Τα σπίτια εδώ είναι παλιά και βρώμικα (βρώμικα!) και η διαμονή είναι μεγάλη πληγή. Μου εξήγησε ο ένας από τους δύο τι θα κάνουν και επέστρεψα στο δωμάτιο μου αφήνοντας τους να κάνουν τον έλεγχο τους.
Έβαλα λοιπόν μπρος να τελειώσω μία βιβλιοκριτική για ένα μάθημα που έπρεπε να παραδοθεί μέσα στη μέρα. Έλα όμως που τα μαστόρια άρχισαν τις φωνές: “¡Hola!” από ‘δω, “por favor” από ‘κει- τα αγαπημένα κατά τα άλλα ισπανικά, ηχούσαν τόσο δυνατά που δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Σαν να μην έφτανε αυτό έβαλαν από ένα κινητό μουσική. Κάτι υπέροχα πολύχρωμα χορευτικά ισπανικά τραγούδια, τα οποία μάλιστα τραγουδούσαν φωναχτά. Απολαυστικό από εθνογραφικής πλευράς, δύσκολο όμως για να γράψεις.
Αρχικά σκέφτηκα να ζητήσω να το κλείσουν αλλά μιας και θα πήγαινα έτσι κι αλλιώς στη σχολή και επειδή με τους άθλιους μισθούς και τη φορολογία εδώ δεν νομίζω να έχουν άλλη διέξοδο σε κάτι χαρούμενο αποφάσισα να φύγω μια ώρα νωρίτερα από το σπίτι και να κάνει ο καθένας τη δουλειά του όπως αγαπάει.
Ντύνομαι λοιπόν και βγαίνω στο κοινόχρηστο σαλόνι του σπιτιού, το μοιράζομαι με άλλα δύο παιδιά, να κάνω το φραπεδάκι μου για τον δρόμο. Αναπόφευκτα πιάσαμε την κουβέντα και αφορμή στάθηκε η μουσική: τα τραγούδια ήταν μεξικάνικα και τα μαστόρια είχαν τη συνήθεια όσο δουλεύουν να ακούν μουσική. Ο πρώτος είχε καιρό εδώ και ήξερε αγγλικά. Ο δεύτερος αν και καταλάβαινε δεν μπορούσε να πει λέξη, ωστόσο ήταν πρόσχαρος και χαμογελαστός.
Τους ρώτησα αν θέλουν καφέ, γεγονός που τους έκανε εντύπωση. Αυτός που μιλούσε αγγλικά με ρώτησε από πού είμαι- όπως και ο ταξιτζής από την προηγούμενη ιστορία, γεγονός που επιβεβαιώνει την άθλια προφορά μου-. Η μουσική συνέχιζε και μιας και δεν ήξεραν πολλά για την Ελλάδα μου ζήτησε να τους βάλω ένα παραδοσιακό τραγούδι από τη χώρα μου. Πιθανότητα το ευγενικό αίτημα προέκυψε ως απάντηση στην εκτίμηση που έδειξα για την κουλτούρα και τις μουσικές τους.
Αιφνιδιάστηκα και σχεδόν αυτόματα και χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο τους έβαλα ένα Ράικο από τη Δυτική Μακεδονία. Η μουσική ηχούσε παράξενη στ’ αυτιά τους αλλά φάνηκε να τους αρέσει. Λίγα δευτερόλεπτα μετά παρατήρησε ότι δεν υπάρχουν στίχοι και με ρώτησε αν συνηθίζεται αυτό στην παράδοση της χώρας μου- τα παραδοσιακά μουσικά κομμάτια να έχουν μόνο μελωδία και όχι στίχους. Σάστισα! Δεν ήξερα πως να απαντήσω: τι να τους πω για την απαγορευμένη γλώσσα; Πώς να εξηγήσεις σε λίγες λέξεις τα βιώματα των σλαβομακεδόνων και το Μακεδονικό ζήτημα; Τη βία και την αναγκαστική μετακίνηση; Την αφομοίωση και τον περιορισμό;
Με ποιον τρόπο να μιλήσω για τις τοπογραφίες του Μακεδονικού και τις σκιές που έχουν ορίσει τον τρόπο που καταλαβαίνουμε μέρος της ζωής μας στη βόρεια Ελλάδα;
Κι όμως στα λίγα που είπαμε φάνηκε να στέκονται με κατανόηση και ενδιαφέρον: μπορεί η διαφορά ανάμεσα στη Σερβία, τη Βουλγαρία, τη Βόρεια Μακεδονία και τη δυτική, κεντρική και ανατολική ελληνική Μακεδονία να τους ήταν ακατανόητη και ο τρόπος που κοιτάζουν τον χάρτη να φανερώνει την «ίδια βαλκανική κουτσουλιά» αλλά η μετακίνηση, η μετανάστευση, οι απαγορεύσεις, η σχέση με τη γλώσσα ήταν ένα πλαίσιο που όριζε την ίδια τους την ύπαρξη!
Ήταν και αυτοί προϊόντα μιας διαδικασίας και κυρίως μίας μεταναστευτικής εμπειρίας που υπερβαίνει έθνη και χώρες. Μιας ασταμάτητης μετακίνησης η οποία βρίσκεται στα όρια, και συχνά εκτός, κάθε κρατικής συμπερίληψης. Μπορεί έως τότε η λέξη «Μακεδονία» να ήταν κάτι εντελώς ξένο για εκείνους αλλά τουλάχιστον μέρος του κόσμου των συναισθημάτων των ανθρώπων για τους οποίους τους μιλούσα ήταν βαθιά ριζωμένα, με έναν διαφορετικό αλλά οικείο τρόπο, μέσα τους.
Πήρα τον καφέ μου, φόρεσα την τσάντα μου και ξεκίνησα να φύγω. Αλλά επειδή δεν είχα μπερδέψει αρκετά τους συνομιλητές μου και επειδή με επηρέασε βαθιά η συζήτηση συνδέοντας μέσα μου νήματα από τη Φλώρινα και την Καστοριά με το Μεξικό και από εκεί με τη δική μου «κοντινή Αμερική» και επειδή, τελικά, είμαι εντελώς χαζός, γυρίζω τους κοιτάζω και τους λέω όλο νόημα: “My mother doesn’t know Greek/ she cannot speak any language of the world/ Macedonian birds sing Macedonian” , προφανώς μπλέκοντας αυτούς τους στίχους από δύο διαφορετικά ποιήματα του Μάρκου Μέσκου: «Η μάνα μου δεν ξέρει ελληνικά/ καμία γλώσσα του κόσμου δεν μιλεί» και «μακεδονίτικα πουλιά λαλούν μακεδονίτικα». Με κοίταξαν με απορία, εννοείται χωρίς να καταλάβουν λέξη και μου ευχήθηκαν καλή μέρα.
Δεν πολύ-πιστεύω στη “ζωή” μετά τον θάνατο. Ελπίζω να κάνω λάθος και από κάπου μακριά ο Μέσκος να είδε αυτή τη σκηνή σουρεαλισμού αλλά και συνειδητοποίησης και να χαμογέλασε- άλλωστε όσα είπαμε παλιά ισχύουν…
*Η φωτογραφία από τα Κορέστεια, “τα χωριά της λήθης”, τέτοιες μέρες το 2018.
*O Χρήστος Φωτογλίδης είναι είναι υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας του Ohio State University.