Μαμά , θέλω να γίνεις σαν κι εμένα…
της Αθηνάς Τερζή Εικόνα: Όλυμπος του Viktor-M της Stereosis Κουβεντιάζοντας με τον Φ. Είναι βοσκός και ξέρει πολλά. Όταν είσαι νέος έχεις φόρα κι άγνοια κινδύνου. Μιαν αφέλεια και μια λαχτάρα να κατακτήσεις τον κόσμο. Θυμάμαι ακόμη εκείνο το σούρουπο στην Σαντορίνη. Μετρούσα 22 αυγουστιάτικα φεγγάρια. Καθισμένη σε μια από τις ασβεστωμένες πεζούλες της Σαντορίνης […]
της Αθηνάς Τερζή
Εικόνα: Όλυμπος του Viktor-M της Stereosis
Κουβεντιάζοντας με τον Φ. Είναι βοσκός και ξέρει πολλά.
Όταν είσαι νέος έχεις φόρα κι άγνοια κινδύνου. Μιαν αφέλεια και μια λαχτάρα να κατακτήσεις τον κόσμο. Θυμάμαι ακόμη εκείνο το σούρουπο στην Σαντορίνη. Μετρούσα 22 αυγουστιάτικα φεγγάρια. Καθισμένη σε μια από τις ασβεστωμένες πεζούλες της Σαντορίνης που βλέπουν στην καλντέρα, ένιωσα για πρώτη φορά την απόλυτη ευτυχία. Δεν ξέρω αν την έχετε νιώσει ποτέ! Είναι σαν ένα ζεστό, γλυκό κύμα που σε πλημμυρίζει και πασχίζει με το ζόρι να κρατηθεί μέσα! Να μη γίνει κραυγή στα χείλη, δάκρυ στα βλέφαρα. Κι ένα φτερούγισμα χαμηλά στην κοιλιά. Της ανυπομονησίας, της χορτάτης ματιάς, της καρδιάς που ονειρεύεται και περιμένει! Και θυμάμαι τον εαυτό μου να μονολογεί και να καταστρώνει σχέδια, για τα τους φίλους που θα συναντούσε, για τη σχολή που θα τελείωνε, για τα ταξίδια που θα έκανε, για βότσαλα που θα μπογιάτιζε. Από τα πιο μικρά κι ασήμαντα μέχρι τα πιο μεγαλεπήβολα. Τίποτε άλλο δεν είχε σημασία. Λίγο πριν από τα εικοσιέξι μου δε θυμάμαι πραγματικά να φοβήθηκα τίποτα. “Θα ζήσω αιώνια” έλεγα. “Ο κόσμος πυροφάνι κι εγώ αστροφεγγιά”.
Μεγαλώνοντας δεν μου κόπηκε η φόρα. Δεν κάνω δρασκελιές και άλματα, αλλά συνεχίζω να κάνω τρέλες, με απίστευτη ενέργεια. Έχω ένα φίλο, από κείνους που παιδεύουν μυαλό και ψυχή. Είναι σπουδαίος, μ’ εκείνη την απλότητα του ανθρώπου που δε νοιάστηκε να βροντοφωνάξει ή να αποδείξει τίποτα. Κουρδίζει γένια και μουστάκες, σέρνει το βήμα του χορτάτος και μεγαλοπρεπής, παίζει τζουρά κα μπαγλαμά κι ενώ έχασε τα πάντα, δεν το’ βαλε κάτω. Επέστρεψε στο βουνό για να βοηθήσει το μοναδικό απομεινάρι της ζωής του να βόσκει πρόβατα και κατσίκια Πόσο πολύ τον πειράζω γι’ αυτή του την απόφαση! Βάλαμε πλώρη για τον Άρη κι ο Φ. πηλαλάει στις ραχούλες. Γραμμένη μ’ έχει όμως. Απολαμβάνει την κάθε στιγμή με μια παιδική σοβαρότητα.
“Τι σημαίνει παιδική σοβαρότητα;” τον ρώτησα μια μέρα που ήμουν σκασμένη. Μου απάντησε πως είναι να έχεις άγνοια του θανάτου. “Η ζωή είναι η υπέρτατη εμπειρία από μόνη της. Την δέχεσαι όπως είναι και τη ζεις! Τα παιδιά ξυπνάνε και κοιμούνται με συγκεκριμένα δεδομένα. Τα γνωρίζουν, τα δέχονται αγόγγυστα, τα έχουν στην άκρη του μυαλού τους, τα ξεχνάνε για λίγο και μετά βουτάνε στην ημέρα. Τα χαρούμενα παιδιά χαίρονται για το τίποτα. Έχουν μια μαμά, έναν μπαμπά, έχουν φίλους κι ένα σπίτι, αυτό που έχουν τέλος πάντων. Μικρό, μεγάλο, δεν έχει σημασία για κείνα. Τα χαρούμενα παιδιά δεν είναι αφελή. Προσέχουν τον εαυτό τους. Είναι παιδιά του ήλιου κι ας βλέπουν τηλεόραση κι ας παίζουν παιχνίδια στον υπολογιστή. Δως τους μια μπάλα και μιαν αυλή και γίνονται καπνός! Τα χαρούμενα παιδιά ξεχνάνε εύκολα και συγχωρούν ευκολότερα. Μιλάνε κι ακούνε με το σώμα. Με τα χέρια αγκαλιάζουν κι αγκαλιάζονται, με τα πόδια τρέχουν, κλωτσάνε μπάλες, πέτρες, τον αδελφό τους, το φίλο τους, τον καναπέ του σπιτιού, όταν θυμώσουν, όμως γλυκαίνουν γρήγορα, με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της φυσικής κι ανεμπόδιστης. Δεν ασχολούνται με μικροπράγματα”.
Ο Φ. δεν είναι ελαφρύς μήτε αργόσχολος. Είναι μύστης της ζωής που τόσο πολύ τον πόνεσε, αλλά συνεχίζει να μην την εγκαταλείπει! Πιάνει την πέτρα και τη στύβει. Γυρίζει τον κόσμο ανάποδα. Έτσι κάνουν τα χαρούμενα παιδιά με τις υπερφυσικές τους αντοχές.“Ξέρεις γιατί τα παιδιά δεν κουράζονται ποτέ;”, με ρώτησε την τελευταία φορά πού ανταμώσαμε -λίγο πριν τον είχα ζαλίσει με το φορτωμένο μου πρόγραμμα και τον πόνο στο στομάχι- “είναι που δεν υποκρίνονται και δεν έχουν απωθημένα. Δεν έχουν ζάρες να τις θρέφει ο φόβος και δεν υπομένουν, γιατί δεν έχουν υπομονή! Δεν ξέρουν να κάνουν υπομονή κι ας προσπαθούμε να τους τη μάθουμε. Ξεμπερδεύουν γρήγορα, γιατί έχουν όρεξη. Και τούτο είναι το μεγαλύτερο λάθος μας. Μια ζωή ολόκληρη παλεύουμε να μας κόψουμε αυτή τη φόρα” Σηκώθηκε από την καρέκλα και βγήκε έξω. Το λιβάδι στραφτάλιζε κάτω από τον ήλιο. “Δε βαρέθηκες να γκρινιάζεις; Θα στεγνώσεις, θα ξεραθούν όλα τα ζουμιά σου. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Βάλτο καλά στο ξεροκέφαλό σου. Ανόητοι άνθρωποι, κάνουμε τα εύκολα δύσκολα. Δεν έχει τέλος αυτό το πανηγύρι. Φύγε κι όταν ξανάρθεις, να έχεις μπερδευτεί στο μέτρημα.”
Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.