Μαύρα χάδια

του Άκη Δήμου Την περίοδο 2001-2004 δούλεψα στο Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας – τα δύο πρώτα χρόνια υπό τη Γενική Διεύθυνση της ικανότατης Μαρίας Στρατηγάκη –  με αντικείμενο, κατά κύριο λόγο, τη νομική συμβουλευτική γυναικών – θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ήταν εκείνη η περίοδος που, μέσα από τη συνεργασία μου με γυναίκες που είχαν κακοποιηθεί […]

Άκης Δήμου
μαύρα-χάδια-12334
Άκης Δήμου
abused.jpg

του Άκη Δήμου

Την περίοδο 2001-2004 δούλεψα στο Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας – τα δύο πρώτα χρόνια υπό τη Γενική Διεύθυνση της ικανότατης Μαρίας Στρατηγάκη –  με αντικείμενο, κατά κύριο λόγο, τη νομική συμβουλευτική γυναικών – θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ήταν εκείνη η περίοδος που, μέσα από τη συνεργασία μου με γυναίκες που είχαν κακοποιηθεί από τον σύζυγο, τον σύντροφο, τον πατέρα ή τον αδερφό τους, συνειδητοποίησα ότι μια εξαιρετικά και εξοργιστικά μεγάλη μερίδα γυναικών όχι μόνο δεν έχει τον τρόπο να αντιμετωπίσει το σηκωμένο χέρι ενός άντρα που βρέθηκε δίπλα της αλλά δεν γνωρίζει καν τα δικαιώματά της ούτε στον ιδιωτικό ούτε στον δημόσιο βίο της, άρα αυτοακυρώνεται ως πολίτης και έτσι ακυρωμένη εύκολα γίνεται πεδίο βολής όπου πολλοί άντρες δοκιμάζουν τη «δύναμή» τους σημαδεύοντάς την με πυρά πολύ συχνά καθόλου άσφαιρα. Θυμίζω εδώ ότι το ζήτημα της βίας κατά των γυναικών ήταν τότε για την Πολιτεία σχεδόν ανύπαρκτο: δεν υπήρχε ούτε νομοθετικό πλαίσιο που να ποινικοποιεί την πράξη και να τιμωρεί τον δράστη (ο Νόμος 3500 ψηφίστηκε το 2006), ούτε ιδιαίτερη μέριμνα για την προστασία και την αποκατάσταση των θυμάτων. Υπήρχαν όμως οι αριθμοί. Και συνεχίζουν να υπάρχουν. Σύμφωνα με έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, περισσότερες από μία στις τρεις γυναίκες (το 35,6%) υφίσταται κακοποίηση στη διάρκεια της ζωής τους.  Το 30% των γυναικών πέφτουν θύματα βίας από τους συντρόφους τους και το 38% των γυναικών που δολοφονήθηκαν, δολοφονήθηκαν από τους συντρόφους τους Σε περιόδους απόλυτης κρίσης (οικονομικής, κοινωνικής, ηθικής, πολιτισμικής – όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά) τα κρούσματα αυξάνονται και οξύνονται. Η σιωπή  επίσης. Στο κάτω κάτω, «αυτά» είναι οικογενειακές υποθέσεις, τι μπλέκεσαι; Ζευγάρι είναι, θα τη βρει την άκρη του. Μόνο που η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, μια οικογενειακή υπόθεση. Το γεγονός ότι το δράμα παίζεται πίσω από κλειδωμένες πόρτες, τις περισσότερες φορές σιωπηλά και χωρίς θεατές, δεν ακυρώνει τον δημόσιο, βαθύτατα πολιτικό χαρακτήρα του. Απλώς, μας θυμίζει ότι η Οικογένεια (που, ως μέρος του κλασικού τρίπτυχου, επιχειρείται να επανεπιβληθεί δυναμικά ως κορωνίδα του αξιακού μας συστήματος) δεν είναι εξ ορισμού αθώα κανενός αίματος και, ως τέτοια, δεν αποτελεί άβατο αλλά πεδίο καλλιέργειας νοσηρών συμπεριφορών, που πρέπει να αντιμετωπίζονται ως συμπτώματα μιας κοινωνικής παθογένειας. Σκέφτομαι συχνά (πολλές οι αφορμές) τις γυναίκες που κακοποιούνται ή κακοποιήθηκαν κάποια στιγμή. Όταν δεν σωπαίνουν (γιατί πολλές σωπαίνουν), καταγγέλλουν το επεισόδιο και τον δράστη, επιλέγοντας τον καθόλου εύκολο δρόμο της απο-θυματοποίησής τους. Προσπαθώντας να μεταφέρουν μια εμπειρία που δεν μεταφέρεται αρθρώνουν ένα αίτημα προστασίας, όχι πάντα καθαρά είν’ η αλήθεια, καθώς διαμεσολαβείται, από τη δειλία, την ατολμία, τα ενοχικά τους συμπλέγματα, τους πραγματικούς και φανταστικούς φόβους τους, την αγωνία τους για το «μετά» αλλά και για το «τώρα» που επείγει. Αυτό το «τώρα» δεν χωράει στο σπίτι τους. Ούτε οι ίδιες χωράνε εκεί μέσα. Οπότε; Από το 1986, όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προέβλεπε τη λειτουργία ενός κέντρου υποδοχής και φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών ανά 10.000 κατοίκους και ο Παπαγεωργόπουλος πούλαγε τρέλα  ότι «αυτός ο ξενώνας υπάρχει» (σώπα!) μέχρι την πρόσφατη ανακοίνωση του Δήμου Θεσσαλονίκης για την έναρξη λειτουργίας, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, μιας τέτοιας δομής που υλοποιείται από τη Γενική Γραμματεία Ισότητας του Υπουργείου Εσωτερικών (με κονδύλια του ΕΣΠΑ ύψους 700.000 ευρώ), προφανέστατα πολλές γυναίκες αφέθηκαν στη μοίρα τους. Και ξαφνικά, το τοπίο αλλάζει. Για τα τρία επόμενα χρόνια τουλάχιστον (για τόσο φτάνουν τα λεφτά) ο Ξενώνας θα λειτουργήσει. Μετά κανείς δεν ξέρει. Θα μου πεις, εδώ δεν ξέρεις σε ποια χώρα θα ξημερωθείς αύριο. Είναι αδύνατο, ωστόσο, να μη σκεφτώ ότι πολλές δομές με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα χρηματοδότησης είδαν αυτόν τον ορίζοντα να θολώνει μόλις τέλειωσαν τα κονδύλια, αφού, στο μεταξύ, ουδείς επεξεργάστηκε ένα πρόγραμμα για την επιβίωσή τους. Εν προκειμένω, ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης ξεκαθάρισε ότι ο Δήμος, μετά την παρέλευση της τριετίας, δεν πρόκειται να καλύψει τα έξοδα λειτουργίας του υπό δημιουργία Ξενώνα, περιοριζόμενος να παροτρύνει (!) τους πολίτες να αναλάβουν αυτοί τη λειτουργία του (!!), συστήνοντας μια μη κυβερνητική, μη κερδοσκοπική κοινωνικού τύπου εταιρία που θα αναλάβει και την εξεύρεση των απαιτούμενων κονδυλίων (!!!). Δεν έχω, ειλικρινά, κανένα λόγο να αμφισβητήσω τις καλές προθέσεις κανενός. Ούτε τις οικονομικές δυσκολίες του εγχειρήματος παραγνωρίζω ούτε φτηνή αντιπολίτευση θέλω να κάνω. Θεωρώ σημαντικό, ότι η δημιουργία του Ξενώνα, εκτός της ουσιαστικής του χρησιμότητας, συμβάλλει εξαιρετικά στο να αναγνωριστεί η ενδοοικογενειακή βία –της οποίας τα ποσοστά στη Βόρεια Ελλάδα είναι ιδιαίτερα υψηλά – ως ζήτημα  μείζονος σημασίας (ως «χοντρό» θέμα, με τα λόγια του Γιάννη Μπουτάρη.) Και, παρόλο που κατανοώ ότι ο στόχος της ευαισθητοποίησης του κόσμου για την πόλη που ζει και για το συνάνθρωπό του – όπως ακούστηκε και πάλι διά στόματος Δημάρχου – είναι και αναγκαίος και ευγενής, έχω την εντύπωση ότι η ανάληψη μιας συγκεκριμένης δέσμευσης για το μέλλον του Ξενώνα είναι αναγκαιότερη, η δε αποφυγή της μάλλον κακός οιωνός για την τύχη του μετά την τριετία. Για να το πω διαφορετικά: μου φαίνεται κάπως… αστείο να μεταθέτεις την επίλυση ενός κρίσιμου πολιτικά (το ξαναλέω) ζητήματος, στην «κοινωνία των πολιτών» αγνοώντας (ή κάνοντας ότι αγνοείς) ότι η κοινωνία σήμερα τείνει(αν αυτό δεν έχει κιόλας συμβεί), λόγω συνθηκών και χαμηλών αντιστάσεων, να μεταμορφωθεί σε ένα καταρρακωμένο ηθικά και οικονομικά μόρφωμα όπου η αναλγησία, η υποκρισία και ο σεξισμός βαράνε πρώτο βιολί. Και για ποιους πολίτες ακριβώς μιλάμε; Πολλοί απ’ αυτούς, περισσότεροι απ’ όσους φανταζόμαστε, τη μπουνιά την έχουν εύκολη. Γιατί αισθάνονται πιεσμένοι, γιατί είναι συναισθηματικά ναρκωμένοι, γιατί έτσι έμαθαν ότι λύνονται  οι διαφορές, γιατί η τσάκιση στο παντελόνι τους δε στρώνει ή γιατί κάτι μέσα τους ζητάει εκδίκηση αλλά δεν ξέρουν ποιον να εκδικηθούν και με ποιον τρόπο οπότε στρέφονται σε εκείνη που μοιράζονται την ίδια στέγη. Και πολλοί απ’ όσους δεν πράττουν έτσι, εύκολα δικαιολογούν εκείνους που το πράττουν. Εκτός αν, μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, αυτή η καθημαγμένη «κοινωνία των πολιτών» ανακάμψει και, ώριμα σκεπτόμενη, αποδειχθεί έτοιμη να αναλάβει η ίδια τη φιλοξενία και την περίθαλψη των θυμάτων της βίας μέσα στην οικογένεια. Το οποίο τίποτα δεν μας εμποδίζει να ονειρευτούμε. Αλλά με τα όνειρα πολιτική δεν ασκείς. Γιατί, όσο εσύ ονειρεύεσαι, κάποιοι  δέρνουν. Και κάποιες πονάνε. Πολύ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα