Με λένε άνθρωπο
Εκείνοι που χάθηκαν.
του Παναγιώτη Λογγινίδη
Η πόλη θρηνεί. Και όταν θρηνεί μία πόλη είναι η ύψιστη θλίψη γιατί θρηνεί μία μάνα. Για τα παιδιά της που έχασε, που της τα πήρε μακριά η ιστορία και ακόμα ψάχνει να γεμίσει το απλήρωτο κενό, το χάσμα που δεν το καλύπτουν τα ροζ σύννεφα στο ηλιοβασίλεμα πίσω απ΄το λιμάνι και ο τετραγωνισμένος μοντερνισμός της νέας παραλίας. Η πόλη γέρασε ξαφνικά το ’43. Έχασε τα μακριά της μαλλιά με ένα μόνο ψαλίδισμα. Το χαμόγελο έγινε κραυγή χωρίς ήχο. Ο ήχος έγινε γκρι. Και μονομιάς διαπέρασε την πλατεία Ελευθερίας που μόνο ελευθερίας θα μπορούσαν να τη λένε, για όλους αυτούς τους ανθρώπους 18 έως 48 ετών που εξευτελίστηκαν σε μία ημέρα του Ιούλη, διαπομπεύθηκαν, περιπαίχθηκαν μέχρι να εξισωθεί η ανθρώπινη αξιοπρέπεια με τη διαστροφή του φασισμού.
Με λένε Λεβή. Όπως και σένα που σε σύραν μπροστά στο ξενοδοχείο Ριτζ και γελούσαν οι άλλοι με τις επικύψεις σου, σωματικές αλλά κυρίως ψυχικές. Γιατί ο δρόμος για τα καταναγκαστικά έργα έπρεπε να είναι στρωμένος με άσφαλτο από ξεφτίλισμα του ανθρώπινου είδους. Μετά από αυτό με στείλανε στην Λεπτοκαρυά, να πεθάνω από ασιτία και ταπείνωση. Ο φίλος μου ο Κοέν κατάφερε να εξαγοράσει την καταναγκαστική του υποχρέωση και γύρισε στην πόλη μας. Αλλά για πόσο;
Με λένε Ροζαλίνα. Όπως και σένα που αναγκάζεσαι για χρόνια να κρύβεσαι στο σπίτι σου. Δεν ξέρεις το γιατί. Δε φτάνει ο νους του ανθρώπου να επινοήσει τέρατα σαν κι αυτά που σε έναν εφιάλτη σε ξυπνούν στις 3 τα χαράματα και δυσκολεύεσαι να πειστείς ότι είναι ένα κακό όνειρο και ξανακοιμάσαι μετά από μία ώρα. Όχι δεν ήταν ένα όνειρο. Ήταν μία φρίκη του ανθρώπου που εξαφάνισε 50000 αδέρφια μας σε αυτή την πόλη. Γιατί, αφού αυτή η πόλη είναι η μητέρα μας τότε τι άλλο θα μασταν με τη Μαρία που ποτέ δεν πέρασε από την παιδική της αθωότητα η φρίκη μίας σκέψης τόσο παραμορφωμένης όσο η ιδέα του φασισμού.
Με λένε Ευτυχία Ναχμία. Όπως και σένα που ψάχνεις την ευτυχία στο ανθρώπινο θαύμα. Εγώ σώθηκα από ένα τέτοιο. Αυτό είναι το μεγαλείο του ανθρώπου, να μας κρύβουν χριστιανοί με την απειλή του αποσπάσματος ανά πάσα στιγμή. Και μεις να μπερδευόμαστε και να νομίζουμε ότι εμείς είμαστε οι χριστιανοί και αυτοί που μας κρύβουν οι εβραίοι. Ή μήπως έτσι είναι;
Με λένε Λεόν όπως και τον παππού σου. Μία ημέρα με πήραν από τη γειτονιά μου το Ρεζί Βαρδάρ και με πήγαν στη συνοικία Χιρς χωρίς να ξέρω το γιατί. Μου δώσαν 20 λεπτά να μαζέψω τα πράγματά μου. Ακόμα αναρωτιέμαι ποιος είχε το δικαίωμα να με διώξει από το σπίτι μου, εδώ που ζω για 450 χρόνια, πολλά περισσότερα από εσένα που ζεις σε αυτή την πόλη το πολύ 90 χρόνια. Ξεριζώθηκα από τη γενέτειρά μου, όπως εσύ από τον Πόντο, με διώξαν από το μέρος που έθαψα τους γονείς μου, που μορφώθηκα εγώ και τα παιδιά μου, που εξέδωσα εφημερίδες, αθλήθηκα, προήγαγα το πνευματικό επίπεδο αυτής της πόλης. Έχτισα κτίρια με αισθητική αρχαιοελληνική, προήγαγα το εμπόριο, την οικονομία και τις τέχνες στη Θεσσαλονίκη. Και ξαφνικά με πήραν σε θαλάμους αερίων. Εμένα και τα παιδιά μου 3 και 5 ετών. Ποιος το περίμενε αυτό; Ποιος μπορεί να το εξηγήσει ακόμα και τώρα με λόγια και συναισθήματα; Ακόμα σκέφτομαι ότι αυτό που συνέβη ήταν ένα κενό στην ιστορία. Ήταν ένα πάγωμα 2 χρόνων που ο ήλιος ντρεπόταν να ανατείλει και το σκοτάδι αποφάσισε ότι ήταν η καταλληλότερη εποχή να δείξει τις ικανότητές του. Και βρόμισε αυτή την πόλη τόσο πολύ που ακόμα αν ψάξεις κάτω από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό θα δεις λεκέδες κόκκινους σαν αίμα και μαύρους σαν την ψυχή του φασισμού.
Με λένε Ααρόν όπως λένε και το παιδί σου. Στα 7 μου χρόνια επιβιβάστηκα στο σύγχρονο τεχνολογικό θαύμα του ανθρώπου, το σιδηρόδρομο για να γνωρίσω το σύγχρονο διαστροφικό ανθρώπινο εγκέφαλο του ναζισμού. Και με οδήγησαν σε μία χώρα, στριμωγμένο σα γουρούνι, μαζί με άλλους 100 ανθρώπους, σε ένα βαγόνι που ανέπνεε αγωνία και απελπισία. Και το κρύο της Πολωνίας ήταν το μόνο ζεστό πράγμα που αντιμετώπισα στο Άουσβιτς. Εκεί με κάψανε. Αν πας τώρα στο τελευταίο σπίτι μου, θα δεις ακόμα τα μαλλιά μου πεταμένα σα σκουπίδια στους θαλάμους. Αυτά δεν τα έκαψαν γιατί θα ‘ταν χρήσιμα για μαξιλάρι στις επόμενες γενιές που πρέπει να αποθέσουν τη συνείδησή τους στα μαλακά.
Με λένε Σέλι, Άλβα, Ρόζα, Εστρέλια, Σιμπί, Γιώργο, Σοφία, Τάσο, ισμαήλ, Αχμέτ και είμαι απ’τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, τα Γιάννενα, τη Σμύρνη, την Τραπεζούντα, την Πόλη, το Χαλέπι και πνίγομαι σε θάλασσες ανθρώπινου μίσους, διαστροφής, πολέμων, συμφερόντων. Μαζί με εμένα πνίγονται και τα παιδιά μου, τα παιδιά μας, η ιστορία μας, η πανανθρώπινη ιδέα, τα συναισθήματα, η αλληλεγγύη και η αγάπη.
*Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.