Μια διαμάχη που αφορά το μέλλον του δυτικού υποκειμένου
Ο Μάνος Λαμπράκης σχολιάζει την επιχείρηση της Γαλλικής κυβέρνησης να απαγορεύσει τη δημόσια χρηματοδότηση της ψυχανάλυσης
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Η προσπάθεια της γαλλικής κυβέρνησης να εξοβελίσει την ψυχανάλυση από το πεδίο της δημόσιας χρηματοδότησης δεν συνιστά μόνο μία υγειονομική μεταρρύθμιση, συνιστά τη στιγμή κατά την οποία το Κράτος, λειτουργώντας ως επιταχυντής της νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής, επιχειρεί να οικειοποιηθεί το ασυνείδητο ως αντικείμενο διαχειρισιμότητας. Η τροπολογία που πλαισιώνει το PLFSS δεν ορίζει μόνο ποια θεραπευτική πρακτική χρηματοδοτείται, ορίζει ποιο είδος υποκειμενικότητας δικαιούται να υφίσταται στη δημόσια σφαίρα. Πρόκειται για την πιο συμπυκνωμένη μορφή αυτού που ορίζεται ως μετάβαση από τη «διακυβέρνηση των σωμάτων» στη «διακυβέρνηση των εσωτερικών μορφών της αλήθειας». Η απαγόρευση της χρηματοδότησης ψυχαναλυτικών θεραπειών από την 1.1.2026 είναι οντοπολιτική. Αγγίζει την ίδια την δυνατότητα του σύγχρονου ανθρώπου να διατηρεί σχέση με το ασυνείδητο—δηλαδή με εκείνη την αρνητικότητα, την άβυσσο, την αντιλογία, που αποτελεί το τελευταίο ανάχωμα απέναντι στην κανονιστική βία της «διαφάνειας». Στις κοινωνίες της επίδοσης, όπου η ψυχική σφαίρα πρέπει να καθίσταται πλήρως μετρήσιμη, διαχειρίσιμη και επιχειρησιακά αποτελεσματική, το βάθος του Λακανικού υποκειμένου—ο διχασμός, η έλλειψη, η διάνοιξη της επιθυμίας—παύει να είναι ανεκτό. Το κράτος δεν αμφισβητεί απλώς μια θεραπευτική μέθοδο. Αμφισβητεί το δικαίωμα του ατόμου να φέρει ασυνείδητο. Το πρόγραμμα «Mon Soutien Psy» λειτούργησε ως το εργαστήριο αυτής της μετάβασης. Όπως οι θεσμοί που περιγράφει ο Φουκώ στην «Επιτήρηση και Τιμωρία», έτσι και το πρόγραμμα παράγει μια αρχιτεκτονική ελέγχου: ιατρική παραπομπή, αριθμητικά όρια, τυποποιημένα πρωτόκολλα, χρονική αποστέωση της θεραπευτικής διαδρομής. Το υποκείμενο δεν αντιμετωπίζεται ως τόπος ασυνείδητης διεργασίας, αλλά ως φορέας συμπτωμάτων που πρέπει να διορθωθούν εντός οκτώ ραντεβού. Η θεραπεία δεν είναι πλέον μια ερμηνευτική διαδικασία, αλλά μια χειρουργική επέμβαση στη συμπεριφορά. Αυτή η μετάβαση από το σύμπτωμα ως μήνυμα στο σύμπτωμα ως δυσλειτουργία σηματοδοτεί τη βαθύτερη ήττα της ψυχαναλυτικής σκέψης στη δημόσια πολιτική: την ήττα της ερμηνείας από τη διαχείριση. Σε αυτό το πλαίσιο, η επικράτηση των Γνωσιακών-Συμπεριφορικών Θεραπειών δεν είναι αθώα. Οι CBT δεν αποτελούν απλώς μία εναλλακτική θεραπευτική σχολή. Εκφράζουν την τεχνική λογική του νεοφιλελευθερισμού, όπου η ψυχική ζωή ορίζεται ως σύνολο δυσλειτουργικών μοτίβων που πρέπει να αναπρογραμματιστούν, σύμφωνα με έναν αλγόριθμο λειτουργικότητας. Το ασυνείδητο, ως ανεξέλεγκτη και δημιουργική διάσταση του ψυχισμού, όχι μόνο υποτιμάται αλλά και θεωρείται επικίνδυνο. Έτσι, η γνώση που δεν μπορεί να παραχθεί μέσω τυχαιοποιημένων μελετών ή ποσοτικών δεικτών απορρίπτεται ως «μη επιστημονική» —μια διαδικασία που ορίζεται ως την τυραννία της θετικότητας, όπου μόνο το μετρήσιμο, το ορατό και το αποδοτικό επιτρέπεται να υπάρχει. Η ψυχαναλυτική κοινότητα βλέπει ορθά σε αυτή την τροπολογία ένα καθεστώς αποκλεισμού, μια προσπάθεια του κράτους να καταστείλει την ίδια την πολυσημία του ψυχικού. Για τον Λακάν, η θεραπευτική πράξη δεν είναι τεχνική διόρθωσης· είναι ένας τρόπος να επιτραπεί στο υποκείμενο να αναμετρηθεί με τη ρωγμή του, με το «πραγματικό» που διαρρηγνύει τον φαντασιακό του κόσμο. Αυτή η αντίληψη δεν μπορεί να ενσωματωθεί σε κρατικά πρωτόκολλα, γιατί δεν παράγει εγγυημένα αποτελέσματα, ούτε φέρει την αυταπάτη της γραμμικής προόδου. Το κράτος επιθυμεί μια ψυχική υγεία που λειτουργεί όπως οι δείκτες ποιότητας ενώ η ψυχανάλυση επιθυμεί ένα υποκείμενο που δεν υποτάσσεται σε αυτούς. Η σύγκρουση αυτή μπορεί να ιδωθεί ως η σύγκρουση ανάμεσα στο φαντασιακό της αυτονομίας και στο φαντασιακό της τεχνικής κανονικότητας. Η ψυχανάλυση, ως χώρος αμφισβήτησης του δεδομένου εαυτού, ανήκει στο πεδίο της αυτονομίας: επιτρέπει στο άτομο να ερμηνεύει, να αναθεωρεί, να φαντάζεται εκ νέου τον ψυχικό του τρόπο ύπαρξης. Αντίθετα, η κρατική ιατρικοποίηση του ψυχικού ανήκει στο πεδίο της ετερονομίας: το κράτος καθορίζει το «ορθό» ψυχικό υπόδειγμα και επιδοτεί μόνο ό,τι υπηρετεί τη λειτουργικότητα του συστήματος. Η τροπολογία, έτσι, λειτουργεί ως πολιτικό μήνυμα: το άτομο δεν ορίζεται πια από την ελευθερία να συγκροτεί το φαντασιακό του, αλλά από την υποχρέωση να συμμορφώνεται με αυτό που το κράτος ορίζει ως «ψυχική υγεία». Συνεπώς, η διαμάχη στη Γαλλία δεν αφορά τον Φρόυντ. Αφορά το μέλλον του δυτικού υποκειμένου. Εάν επικρατήσει το μοντέλο της διαφάνειας και της αποδοτικότητας, τότε η ψυχική ζωή θα περιοριστεί σε έναν μηχανισμό διόρθωσης αποκλίσεων, χωρίς χώρο για βάθος, αμφισημία ή ασυνείδητο. Εάν αντισταθεί η ψυχαναλυτική παράδοση, τότε η Γαλλία θα συνεχίσει να υπερασπίζεται την ιδέα ότι ο άνθρωπος δεν είναι τεχνικό αντικείμενο, αλλά ένα σχισμένο, ανοιχτό, απείθαρχο υποκείμενο, ικανό να παράγει νόημα μέσα από τη ρωγμή του. Και ίσως αυτός είναι ο πραγματικός πυρήνας της σύγκρουσης: το κράτος δεν προσπαθεί να εξοβελίσει την ψυχανάλυση. Προσπαθεί να εξοβελίσει το βάθος, την αμφισημία, την αλήθεια που δεν μετριέται. Προσπαθεί να εξοβελίσει αυτό που μας κάνει ανθρώπους.
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής.
