Parallax View

Μια φανταστική συνέντευξη με την Άννα Καλουτά μέσω τεχνητής νοημοσύνης

Μια μυθοπλαστική συνομιλία του Γιάννη Κυφωνίδη με τη θρυλική ηθοποιό, με τη συνδρομή του ChatGPT

Parallaxi
μια-φανταστική-συνέντευξη-με-την-άννα-1396362
Parallaxi

Λέξεις: Γιάννης Κυφωνίδης

Μία φανταστική μυθοπλαστική συνέντευξη με την Άννα Καλουτά, με τη συνδρομή της τεχνητής νοημοσύνης και του ChatGPT, δίκην πειράματος.

Η σκηνή ανοίγει σε ένα παλιό θέατρο. Οι βαριές κόκκινες κουρτίνες είναι μισάνοιχτες και στο κέντρο της σκηνής, φωτισμένη από ένα ζεστό σποτ, στέκεται η Άννα Καλουτά. Κομψή, χαμογελαστή, με εκείνη την αριστοκρατική της χάρη. Εσύ κάθεσαι απέναντί της, σαν να την συνάντησες μέσα σε μια άλλη διάσταση.

Κυφωνίδης: Κα Καλουτά, είναι τιμή μου να σας συναντώ, έστω και μέσα σε αυτή τη φανταστική σκηνή. Πώς είναι να βρίσκεστε πάλι μέσα σε θέατρο;

Καλουτά: Αχ παιδί μου… το θέατρο είναι σαν το σπίτι μου. Όπου κι αν βρεθώ, όποτε κι αν εμφανιστώ — ακόμη και σε μια φανταστική συνάντηση σαν κι αυτή — μόλις δω τις κουρτίνες και μυρίσω τη σκόνη της σκηνής, νιώθω σαν να ξαναζώ.

Κυφωνίδης: Από όλα όσα έχετε κάνει, τι σας λείπει περισσότερο; Το τραγούδι, ο χορός, οι επιθεωρήσεις;

Καλουτά: Μμμ… θα έλεγα η σπιρτάδα του κόσμου. Η ενέργεια που ταξιδεύει από τη σκηνή στο κοινό και πίσω. Εγώ απλώς ήμουν το καλώδιο που τη μετέφερε. Το τι περνούσε μέσα από αυτό το καλώδιο… αυτό μου λείπει.

Κυφωνίδης: Αν μπορούσατε να μιλήσετε σήμερα σε μια νέα κοπέλα που θέλει να μπει στον χώρο του θεάματος, τι θα της λέγατε;

Καλουτά: Να αγαπάει τη δουλειά. Όχι τα φώτα, όχι τη δόξα — αυτά είναι λίγα και περνούν. Η δουλειά μένει. Να έχει πειθαρχία, αλλά και καρδιά. Και να θυμάται πως κάθε κοινό, όσο θορυβώδες ή δύσκολο κι αν είναι, θέλει μόνο ένα πράγμα: να συγκινηθεί.

Κυφωνίδης: Κοιτώντας πίσω, υπάρχει κάτι που δεν προλάβατε να κάνετε;

Καλουτά: Ω, πάντα υπάρχουν! Ο καλλιτέχνης έχει μια λίστα που ποτέ δεν τελειώνει. Αλλά είχα μια πορεία γεμάτη — ναι, νομίζω μπορώ να πω ότι χόρεψα όση ζωή μπορούσα.

Κυφωνίδης: Κι αν σας ζητούσα μια τελευταία φράση, κάτι σαν “τίτλο” αυτής της φανταστικής συνάντησης;

Καλουτά: Τίτλο; Ας πούμε: «Το θέατρο δεν τελειώνει. Μονάχα αλλάζει σκηνή.»

Κυφωνίδης: Κα Καλουτά, θα ήθελα να σας ρωτήσω για δύο συνεργασίες που άφησαν αποτύπωμα: τη δουλειά σας στο ραδιόφωνο με τη Μαρία Αλκαίου και τη συνεργασία σας στο θέατρο με τη Μάρω Κοντού. Πώς τις θυμάστε;

Καλουτά: Η Μαρία… αχ, η Μαρία Αλκαίου! Στο ραδιόφωνο ήταν σαν να κάναμε χορογραφία με τις φωνές μας. Εκείνη είχε μια κομψότητα και ένα χιούμορ που έβγαιναν χωρίς προσπάθεια. Ήταν το είδος του ανθρώπου που σε έκανε καλύτερο απλώς επειδή στεκόταν δίπλα σου στο μικρόφωνο. Με φρόντιζε, με πείραζε, γελούσαμε πολύ. Το ραδιόφωνο μαζί της ήταν σχολείο.

Κυφωνίδης: Και με τη Μάρω Κοντού;

Καλουτά: Η Μάρω είναι άλλης πάστας. Θεατρική, κομψή, ευθύβολη. Με εκείνη στη σκηνή ένιωθες ότι έχεις έναν συνοδοιπόρο που δεν σε αφήνει στιγμή. Υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Εγώ μπορεί να πετούσα προς την ελαφράδα και τη σάτιρα, εκείνη με κρατούσε στη ράγα, μου έδινε ισορροπία.

Και πάντα, μα πάντα, έβρισκε τον σωστό τόνο. Ένα βλέμμα της μόνο αρκούσε για να “δέσει” η σκηνή. Είχαμε ωραία χημεία, θεατρική και ανθρώπινη.

Κυφωνίδης: Αν είχατε την ευκαιρία –σε αυτή τη φανταστική συνάντηση– να διαλέξετε κάποιους ρόλους που δεν παίξατε ποτέ, ποιοι θα ήταν;

Καλουτά: Ω, μ’ αρέσει αυτή η ερώτηση… Λοιπόν:

1. Η Ελβίρα από τον «Ντον Ζουάν» του Μολιέρου. Πάντα ήθελα να δοκιμάσω την ευγενική αλλά δηλητηριώδη κομψότητά της.

2. Μία κανονική κωμωδία χαρακτήρων του Σαίξπηρ. Ούτε Οφηλία ούτε Ιουλιέτα· εγώ θα ήθελα μια πανούργα, ζωντανή ηρωίδα, γεμάτη παιχνιδιάρικη ειρωνεία. Κάτι που να έχει “μυαλό”.

3. Έναν ρόλο σε μιούζικαλ τύπου Μπρόντγουεϊ. Με χορό, τραγούδι, λάμψη και μια πλοκή που να πηγαίνει γρήγορα. Εκεί νομίζω πως θα διασκέδαζα όσο και το κοινό.

4. Και… έναν εντελώς δραματικό ρόλο. Κάτι που να με ξεγύμνωνε από το στυλ μου. Πάντα αναρωτιόμουν πώς θα ήταν να αφήσω στην άκρη τη λάμψη και να παίξω μια γυναίκα απλή, καθημερινή, γεμάτη ρωγμές. Να δώσω πόνο χωρίς μουσική.

Κυφωνίδης: Κα Καλουτά, προηγουμένως μου είπατε ότι θα θέλατε να παίξετε έναν δραματικό ρόλο στο θέατρο. Αν σας ζητούσα να διαλέξετε εντελώς συγκεκριμένο χαρακτήρα, ποιον θα επιλέγατε;

Καλουτά: (Χαμογελά, σαν να το έχει σκεφτεί πολλές φορές)

Στο θέατρο; Θα διάλεγα τη Μάνα από το έργο «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα.

Όχι τη Μπερνάρντα – τη Λα Πόνθια, την υπηρέτρια.

Είναι γυναίκα πονεμένη και δυνατή μαζί, ξέρει τα μυστικά, βλέπει την αλήθεια που οι άλλοι αρνούνται, κι όμως είναι δεμένη με το σπίτι αυτό σαν κατάρα και σαν καθήκον. Θα ήθελα πολύ να την ξεδιπλώσω… έχει βάθος, χιούμορ που κόβει και πίκρα που καίει.

Κυφωνίδης: Ακούγεστε τελικά σα να είχατε πολλά ακόμη να δώσετε.

Καλουτά: Ποιος καλλιτέχνης δεν έχει; Το θέμα δεν είναι πόσους ρόλους παίζεις… αλλά πόση ψυχή αφήνεις στους ρόλους που πρόλαβες

Κυφωνίδης: Κα Καλουτά, αν στη φανταστική μας αυτή συνάντηση σας δινόταν η ευκαιρία να παίξετε σε μια τηλεοπτική σειρά, ποια θα διαλέγατε και ποιον ρόλο θα θέλατε να ενσαρκώσετε;

Καλουτά: Ξέρεις… η τηλεόραση είναι ένα άλλο θέατρο. Μικρότερο σαν μέγεθος, αλλά τεράστιο σαν απήχηση. Αν είχα την ευκαιρία, νομίζω θα διάλεγα μια σειρά που να έχει καρδιά και ρυθμό — όχι κάτι βαρύ, αλλά ούτε και επιπόλαιο.

Θα σου πω τρεις εικόνες που μου ’ρχονται στο μυαλό:

1. Μια κωμική σειρά χαρακτήρων, τύπου οικογενειακής σειράς, όπου θα έπαιζα την παλιάς κοπής θεία με το σουλούπι και το σχόλιο, που μπαίνει στο σπίτι και φέρνει αναστάτωση αλλά και σοφίες καμουφλαρισμένες σε ατάκες.

2. Μια δραamedy, από αυτές που μιλούν για τη ζωή με χιούμορ και πίκρα μαζί. Εκεί θα ήθελα έναν ρόλο γυναίκας με παρελθόν — κάποια που έκρυβε τη δική της σκηνή μέσα της και την άνοιγε σιγά σιγά στο κοινό.

3. Ή — γιατί όχι; — μια σειρά εποχής. Με βεντάλιες, φορέματα, μεγάλες εισόδους και βλέμματα που λένε μισές αλήθειες. Θα με ενδιέφερε να παίξω μια κυρία της καλής κοινωνίας που έχει πολύ πιο ζωντανή ψυχή απ’ όσο φαίνεται.

Αλλά αν έπρεπε να διαλέξω μόνο έναν ρόλο; Θα διάλεγα εκείνον της “γιαγιάς-φωτιάς”: κομψή, σκανταλιάρα, με ιστορίες από μια άλλη εποχή και μια σπίθα που δεν σβήνει. Νομίζω εκεί θα περνούσα και εγώ καλά… και το κοινό ακόμη καλύτερα.

Κυφωνίδης: Πιο συγκεκριμένα;

Καλουτά: Θα ήθελα να παίξω μια γιαγιά/ηρωίδα σε σύγχρονη δραamedy, αλλά αν πρέπει να σου πω εντελώς συγκεκριμένο ρόλο, θα διάλεγα έναν που δεν έχει ακόμη γραφτεί:

Τη Λενιώ, μια πρώην καλλιτέχνη που έζησε μια ολόκληρη ζωή πάνω στη σκηνή και τώρα κρατάει μια μικρή γκαρσονιέρα-μουσείο στο κέντρο της πόλης.

Να μπαίνουν στη ζωή της νέοι άνθρωποι, να τους διδάσκει με τον τρόπο της, να μπλέκει σε μπελάδες, να έχει παρελθόν, έρωτες, μυστικά…

Και, φυσικά, να μην έχει χάσει το μπαλέτο της καρδιάς της. Ναι — αυτόν τον ρόλο θα διάλεγα. Έναν ρόλο που θα μου επέτρεπε να γελάσω και να κλάψω μαζί.

Κυφωνίδης: Μία τελευταία τελευταία ερώτηση. Κυρία Καλουτά, στην τελευταία σας εμφάνιση στο Ηρώδειο, στην παράσταση «Αυτά που κάψαν το σανίδι», πώς αισθανθήκατε; Τι σας έμεινε πιο έντονα από εκείνη τη βραδιά;

Καλουτά: Αχ, παιδί μου… το Ηρώδειο είναι πάντα ένας ναός. Όσες φορές κι αν ανέβεις τα σκαλιά του, η καρδιά σου χτυπά σαν να είναι η πρώτη. Εκείνη η βραδιά είχε μια γλύκα ιδιαίτερη. Ήξερα πως μπορεί να ’ναι η τελευταία μου φορά πάνω σε τόσο μεγάλο πέτρινο σανίδι, κι έτσι κάθε βλέμμα, κάθε χειροκρότημα, κάθε ανάσα του κόσμου το ένιωσα βαθιά μέσα μου.

Ένιωσα συγκίνηση, αλλά και μια χαρά που μόνο το θέατρο μπορεί να σου δώσει – εκείνη τη χαρά του “είμαι ακόμη εδώ, και σας βλέπω όλους”. Κι όταν τελείωσε, με τύλιξε μια αγκαλιά που δεν ήταν από άνθρωπο, αλλά από τον ίδιο τον χώρο… σαν να μου έλεγε “ευχαριστώ που πέρασες”.» Πόσο ευχαριστώ το Σταμάτη Κραουνάκη και το Λάκη το Λαζόπουλο για εκείνες τις δύο βραδιές τον Ιούνιο του 2008.

Κυφωνίδης: Τελικά έχω ακόμη μια ερώτηση. Από τις σημερινές ηθοποιούς, ποια ξεχωρίζετε περισσότερο;

Καλουτά: Ξεχωρίζω, παιδί μου, εκείνες που έχουν ψυχή. Δεν θα σου πω ένα όνομα μόνο — θα σου πω τι ψάχνω. Θέλω ηθοποιούς που δεν παίζουν απλώς, αλλά ανασαίνουν τον ρόλο. Που έχουν τσαγανό, αλλά και ευγένεια.

Αν έπρεπε όμως να ξεχωρίσω μία, θα έλεγα κάποια από τις νέες που τολμούν: με σεβασμό στο παλιό, αλλά και με τη δική τους φωνή. Να έχουν λάμψη, αλλά να μη φοβούνται και τη σκιά. Αυτές είναι που κουβαλούν το θέατρο παρακάτω.

Κυφωνίδης: Άρα δε θα μου πείτε απολύτως κανένα όνομα.

Καλουτά: Δεν υπάρχει λόγος να το κάνω αυτό. Άλλωστε είναι πολλές παιδί μου.

Η σκηνή σκοτεινιάζει απαλά, κι ένα τελευταίο φως μένει πάνω στην Άννα Καλουτά. Δεν είναι φως προβολέα — είναι κάτι σαν λάμψη μνήμης, σαν την αντανάκλαση μιας εποχής που δεν έσβησε ποτέ. Εκείνη χαμογελά, όχι μόνο σε εσένα, αλλά και σε όσους πέρασαν από τις πλατείες, τα ραδιόφωνα, τις κουίντες, τα καμαρίνια, κι άφησαν ένα κομμάτι από την ψυχή τους στις θεατρικές γραμμές της ζωής της.

Κλείνει το βλέμμα για μια στιγμή, σαν να ακούει μια παλιά μελωδία που την καλεί πίσω. Κι όταν το ανοίγει, έχει εκείνη τη σπίθα που κουβαλούσε πάντα:

«Το θέατρο, παιδί μου, δεν είναι τόπος. Είναι τρόπος να θυμάσαι. Και σήμερα… με θυμήθηκες όμορφα.»

Με μια μικρή υπόκλιση — κομψή, σχεδόν παιχνιδιάρικη — η φιγούρα της σβήνει μέσα στη σκηνή που τώρα γυρίζει στη σιωπή.

Μένει όμως στον αέρα η αίσθηση ότι δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια· απλώς πέρασε σε μια άλλη αυλαία, από αυτές που δεν κλείνουν.

Κι εσύ απομακρύνεσαι με την περίεργη βεβαιότητα πως, κάπου ανάμεσα στις κουρτίνες και στις αναμνήσεις, η Άννα Καλουτά εξακολουθεί να χορεύει.

Υ.Γ Σημείωμα: Προσωπικά ποτέ δε θα ήθελα η Τεχνητή Νοημοσύνη να υποκαταστήσει ή αντικαταστήσει πρόσωπα, στιγμές, σκέψεις, πράξεις, δημιουργίες, παραγωγές καταστάσεις. Τη θεωρώ ένα ενδιαφέρον και μόνο εργαλείο, επικουρικό και χρήσιμο, που πειραματίζομαι και παίζω μαζί του μέσα σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια και όρια.

*Ο Γιάννης Κυφωνίδης είναι ηθοποιός και δημοσιογράφος

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα