Μια φορά και έναν καιρό στο Λαμπρόπουλο
Λίγο πριν μεταμορφωθεί το ιστορικό εμπορικό κτίριο σε Zara.
Λέξεις: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Διαβάζω την είδηση ότι το, επί χρόνια κλειστό, κτίριο του Λαμπρόπουλου, στην διασταύρωση των οδών Τσιμισκή και Κομνηνών, ανακαινίζεται και θα ανοίξει και πάλι, στεγάζοντας πολυεθνική φίρμα ρούχων.
Στο μυαλό μου, έρχονται χρόνια παλιά, παιδικά. Τότε που το πολυώροφο κατάστημα ήταν ένα από τα σημεία αναφοράς στην πόλη και στη ζωή μας.
Οι βιτρίνες του, σηματοδοτούσαν τις αλλαγές των εποχών. Θαυμάζαμε, μαγεμένοι, τον Χριστουγεννιάτικο διάκοσμο, πίσω από τα μεγάλα κρύσταλλα, αλλά και τα χιλιάδες φώτα στο δέντρο που στηνόταν στην γωνία, στον πρόβολο πάνω από την είσοδο. Εκεί πρωτοσυνάντησα «Άγιο Βασίλη εμπορικού κέντρου» και έβγαλα την πρώτη και τελευταία φωτογραφία μαζί του με Polaroid. Στην είσοδο, του μαγαζιού, μας υποδεχόταν ένας καταρράχτης ζεστού ή κρύου αέρα, ανάλογα με την εποχή.
Προχωρούσες στο ισόγειο και σε ψέκαζαν με κολόνιες και αρώματα. Η μητέρα μας, κοντοστεκόταν για λίγο και μιλούσε με τις καλομακιγιαρισμένες πωλήτριες για κρέμες νύχτας, ημέρας και άλλα ακαταλαβίστικα. Ξαναβρίσκω την εικόνα αυτή και την μυρωδιά των ανακατεμένων αρωμάτων κάθε φορά που περνάω από τα «αφορολόγητα» των αεροδρομίων και τα μεγάλα πολυκαταστήματα του εξωτερικού.
Στον ημιώροφο μπορούσες να αγοράσεις πορτοφόλια, φουλάρια και γραβάτες. Από εκεί μου είχαν πάρει και το πρώτο μου πορτοφόλι για το οποίο ήμουν πολύ υπερήφανος. Κοινό στοιχείο του τότε με το σήμερα, ότι παραμένει σταθερά άδειο…
Τα ασανσέρ είχαν χειρίστριες, ντυμένες με κάτι στολές σαν μπεζ ρόμπες, αν δεν κάνω λάθος. Ανήγγελλαν τις στάσεις μεγαλοφώνως. «Πρώτος, είδη ταξιδίου». «Δεύτερος, Παιδικά». «Τρίτος, γυναικεία». Εμείς, μια σταλιά, στριμωχνόμασταν ανάμεσα στους μεγάλους που με τον όγκο τους, άθελα τους, μας ζουλούσαν. Βγαίναμε στον όροφο προορισμού, περνώντας τις βαριές μεταλλικές συρόμενες πόρτες φωνάζοντας «ουφ» με αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα.
Θυμάμαι καλά τις όμορφες συσκευασίες. Πήγαινες στο ταμείο και σε ρωτούσαν «για δώρο»; Εγώ από τότε το είχα με αυτά και ζητούσα από τους γονείς μου να λένε ότι ήταν «για δώρο» και έτσι γυρνούσαμε στο σπίτι με κάτι υπέροχα χαρτονένια κουτιά που είχαν από έξω ένα παιχνίδι γραμμών, στα χρώματα του μαγαζιού, που πλέκονταν μεταξύ τους. Κάποια από αυτά τα κουτιά σίγουρα βρίσκουν ακόμα, οι άνθρωποι της γενιάς μου, όταν ψάχνουν παλιά συρτάρια ή ντουλάπες.
Μαζί με τον Λαμπρόπουλο πήγαινε και ο Κατράντζος αν και αυτός ήταν πιο πολύ στοχευμένος προς τα αθλητικά. Τότε, βλέπεις, το κέντρο της αγοράς ήταν πιο κοντά προς τη Βενιζέλου, όπου υπήρχαν πολλά και αξιόλογα μαγαζιά. Όταν έκλεισαν Κατράντζος και Λαμπρόπουλος, τα βράδια σε έπιανε η καρδιά σου από την σκοτεινιά, του άλλοτε τόσο ζωντανού κομματιού της Τσιμισκή. Τότε η καρδία της αγοράς, μετακόμισε πιο κεντρικά. Ο Φωκάς, για πάνω από μια δεκαετία ήταν ΤΟ πολυκατάστημα, μέχρι που και αυτός δεν μπόρεσε να επιβιώσει και μας άφησε χρόνους.
Τελικά τίποτα δεν κρατάει για πάντα και σίγουρα ό,τι θέλει να παραμείνει ζωντανό, πρέπει να αλλάζει για μείνει ίδιο.
Διαβάστε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ