Parallax View

Μια ιστορία του θεσσαλονικιώτικου καλοκαιριού

Λέω θα μείνω στη Θεσσαλονίκη αυτό το καλοκαίρι. Δεν έχω διάθεση να δω κανέναν συγγενή, η υγεία μου χειροτερεύει, η διάθεσή μου όχι, δεν έχει πιο κάτω να φτάσει...

Ιορδάνης Κουμασίδης
μια-ιστορία-του-θεσσαλονικιώτικου-κα-13338
Ιορδάνης Κουμασίδης
(Σ’ έχω βρει και σε χάνω, ν. 8)

[Καμιά δεκαπενταριά χρόνια πριν]

 Λέω θα μείνω στη Θεσσαλονίκη αυτό το καλοκαίρι. Δεν έχω διάθεση να δω κανέναν συγγενή, η υγεία μου χειροτερεύει, η διάθεσή μου όχι, δεν έχει πιο κάτω να φτάσει. Έχω δει προσφάτως τα “Φτηνά Τσιγάρα” και ψάχνω να βρω μεταχειρισμένο κουστούμι και μελαχρινό κορίτσι για να βολτάρουμε στην κεκαυμένη πόλη. Στο φοιτητικό μου δωμάτιο δεν υπάρχουν κουρτίνες, είμαι ολημερίς αγκαλιά με τον ήλιο, καίγομαι. Δε με πολυνοιάζει.

  Προχθές αναχώρησε ο τελευταίος μου συμφοιτητής, έτοιμος για ένα ξεσαλωτικό καλοκαίρι και με την ατάκα ”μην είσαι αδύναμος ρε, εγώ νιώθω πως θα πιάσω την πέτρα και θα τη στύψω”. Μπορώ λοιπόν να απολαύσω πια τη μοναχικότητά μου.

Έχω αρκετά cd και βιβλία, δε τη φοβάμαι τη μοναξιά εγώ, την έχω εγκλωβίσει μέσα μου, αυτή πασχίζει να φύγει, εγώ εκεί, βράχος και δεσμοφύλακας. Έχω ξεκινήσει και μαθήματα πιάνου, εξαίσια θερινή απασχόληση.

   Το καλοκαίρι η ραθυμία της Θεσσαλονίκης θαρρείς γίνεται παράλυση. Δε βρίσκεις να φας – δε με νοιάζει, έχω φτάσει σαράντα κάτι κιλά. Δε βρίσκεις να πιεις, που να πιω με τέτοια χάλια. Δε βρίσκεις παρέα, δε με αφορά, τα ‘παμε παραπάνω αυτά. Η βόλτα με το walkman (googlάρετε οι νεότεροι τη λέξη) είναι η καλύτερη λύση. Την παραλία την αποφεύγω, εκεί μαζεύονται όλοι οι ξεμένοντες στην πόλη. Αλλού.

   Έχω ένα σχέδιο. Το επεξεργάζομαι καιρό. Θα ξαπλώσω στο οδόστρωμα της Τσιμισκή, με το μάγουλο στην άσφαλτο -μέχρι να αρχίσω να ψήνομαι. Δεν περνάνε πολλά αυτοκίνητα, θα διακόψω την κυκλοφορία αν χρειαστεί. Απογευματάκι Σαββάτου, να μη στα πολυλογώ, φτάνω, μόλις έχω τελειώσει το μάθημα στο ωδείο, κρατώ και το κλαβιέ εξάσκησης, τη διασχίζω, και ξαπλώνω μεγαλοπρεπής στη μέση της. Για μερικά δευτερόλεπτα -μπορεί και λεπτά- δεν ακούγεται να πλησιάζει αυτοκίνητο.

Παίρνω τη θερμοκρασία του δρόμου σιγά σιγά, αφήνομαι, θα γίνω ένα με τη γη, ποια γη ρε, με το ψεύτικο, αισχρό μέικ απ της, το οδόστρωμα, θα σε καταπιεί, θα σε φάνε τα αυτοκίνητα, θα σε λιώσουν. Μαζί με την εσωτερική μου φωνή ακούω κάποιες μηχανές αυτοκινήτων και μερικές ισχνές ανθρώπινες φωνές. Δε με πολυνοιάζει.

   Με περιμάζεψε. Όχι η τροχαία, ούτε το ΕΚΑΒ. Μια νεαρά, ωραιότατη. Βολτάραμε μετά, κουστούμι δεν είχα,ακόμα κι αν είχα πάρει θα μου το είχε πατσαβουριάσει η Τσιμισκή. Δε θα σου πω πολλά για εκείνη, μόνο ότι δε μιλούσε ελληνικά – ναι, δυο εκατομμύρια μάτια στην πόλη και έπεσα σε ξενικά. Όμορφα περάσαμε τρία μερόνυχτα. Άμα περνάς όμορφα δεν έχεις και πολύ ανάγκη να τα διηγηθείς. Σαν να ξέχασα τη διαρκή συντέλεια μου. Στην επόμενη κρίση γαστρορραγίας, με πήγε και στο νοσοκομείο. Σε δυο ώρες πετούσε.

Είχα κι άλλα σχέδια για εκείνο το καλοκαίρι, αλλά έγινε κατάλευκο -από νοσοκομείο σε νοσοκομείο εννοώ, θυμάσαι;

Θα σε περιμένω το Σεπτέμβρη.

*Η φωτογραφία είναι του Γιώργου Κουρτίδη

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα