Μια μέρα στην Ειδομένη
Τρεις εθελόντριες βρέθηκαν στην Ειδομένη για τα παιδιά που βρίσκονται εκεί στο πλαίσιο των δράσεων του ΚΘΒΕ για τους πρόσφυγες.
Πρωινό του Σαββάτου και μας βρίσκει στην Ειδομένη. ∆ύο ηθοποιοί στην πρωινή βάρδια της “ΑΡΣΙΣ” για να παίξουμε με τα παιδιά που βρίσκονται εκεί και να κατασκευάσουμε μαζί κούκλες. Το παιχνίδι θα καθυστερήσει για λίγο.
Με μάτια και αυτιά ορθάνοιχτα προσπαθούμε να καταλάβουμε τι μας ζητάνε. Ένα αγόρι ψάχνει μπουφάν, του δίνω ένα μωβ, δεν βρίσκω άλλο στο νούμερο του, “είναι κοριτσίστικο” μου λένε τα μάτια του, ψάχνω καλύτερα, βρίσκω ένα λίγο μικρότερο αλλά σκούρο, του αρέσει, μ’ευχαριστεί και το παίρνει. Ένας δωδεκάχρονος Ιρανός ζητάει να γίνει βοηθός μου. Μοιράζει μπισκότα και ένα τσουρέκι κομμένο σε φέτες στα παιδιά της σκηνής. Το βλέπω να τελειώνει, του λέω “κράτα και για σένα ένα κομμάτι”, μοιράζεται το τελευταίο με τη μαμά ενός μωρού. Ένα κορίτσι μου δείχνει τη ζωγραφιά της, μια κοπέλα να αιωρείται πάνω από τη θάλασσα, “κολυμπάει;” τη ρωτάω, “όχι, απλώς την κοιτάζει” μου εξηγεί. Η αίθουσα είναι γεμάτη ζωγραφιές από παιδιά που πέρασαν από εκεί.
Σπίτι με αυτοκίνητο δίπλα, ένα πλοίο κι ένα νησί με φοίνικες, ο Spiderman. Ένας μικρούλης ζητά να του ζωγραφίσω ένα σπίτι, προσθέτει μια βουλίτσα στην πόρτα για χερούλι και μου χαμογελά πονηρά. Ο μικρός Ιρανός μου χαρίζει ένα βιβλίο σαν κόμικ. Φτιάχνει δυο-τρεις κούκλες, βαριέται και τις βρίσκει όλες άσχημες, παίρνει τρία γλωσσοπίεστρα και μια κόκκινη πούλια από τα υλικά της χειροτεχνίας και φτιάχνει ένα όπλο. ∆εν τον ξαναβλέπω.
Πρωινό της Κυριακής και με βρίσκει στην παραλία να πηγαίνω στο θέατρο. “Σήμερα τα παιδιά θα ’χουν πολύ κρύο από το πρωί” σκέφτομαι. Και δεν ξέρω αν εύχομαι να τα βρουν στη σκηνή τα κορίτσια που θα πάνε σήμερα εκεί ή όχι.
-Ελένη Θυμιοπούλου, 29/11/2015
Το ραντεβού ήταν στις 6:45 στην Βενιζέλου. Bαριά μάτια από το πρωινό ξύπνημα, αγωνία μήπως αργήσω και ένα παράξενο χτυποκάρδι σαν να ήταν ημέρα πρεμιέρας. Φτάνω στο ραντεβού μου και μπαίνουμε στο αυτοκίνητο… κουβέντες για τον καιρό, γέλια, αμήχανες σιωπές, χτυποκάρδια, ανυπομονησία. Φτάσαμε την ώρα της βάρδιας μας – 8 το πρωί. Συννεφιασμένο τοπίο, κόσμος πολύς, καντίνες, σκηνές, εθελοντές ,κάμερες, φωτογράφοι… κρυώνω -σχεδόν τρέμω από το κρύο. Λίγο πιο πέρα άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, περιμένουν σε ουρές για να τους δώσουν το πρωινό τους. ‘Ανθρωποι με μάτια γεμάτα πόνο, ελπίδα, ανυπομονησία, θυμό. Νιώθω τύψεις… νιώθω τύψεις που πριν λίγο κρύωνα, που έψαχνα τα ρούχα μου το βράδυ να δω τί θα βάλω για να μην κρυώσω, που σηκώθηκα με δυσκολία από το κρεβάτι μου στις 6 το πρωί.
Περπατάμε λίγα μέτρα και μπαίνουμε στην σκηνή της Άρσις. Ήταν χώρος απασχόλησης για παιδιά. Μαζεύουμε, καθαρίζουμε λίγο και στήνουμε τα τραπεζάκια, τις καρεκλίτσες, τους μαρκαδόρους, τα χαρτιά. Αρχίζουν να μαζεύονται παιδάκια από 11 μηνών μέχρι 12 χρονών. Κάποια κάθονται στα τραπεζάκια και ξεκινούν να ζωγραφίζουν -σαν να μπήκανε στην τάξη του σχολείου τους και πρώτη ώρα έχουν ζωγραφική. Ένα κοριτσάκι έρχεται με κοιτάει στα μάτια και μου ζητάει κάτι -δεν καταλαβαίνω – μου κάνει νόημα και μου δείχνει το γάλα. Βάζω σε ένα ποτηράκι, της το δίνω, μου χαμογελάει, γνέφει ευχαριστώ και κάθεται σε ένα τραπεζάκι.
Αρχίζουμε να ζωγραφίζουμε, να φτιάχνουμε πράγματα… παίρνω τις μπογιές μου και ζωγραφίζω το χέρι μου. Το δείχνω σε ένα κοριτσάκι, χαμογελάει και έρχεται προς το μέρος μου. Μου δίνει το χεράκι της και ξεκινάω: τα ματάκια της άρχισαν να λάμπουν. Με παίρνει αγκαλιά με φιλάει και με ευχαριστεί. Λουλούδια στο χέρι, της είχα ζωγραφίσει. Δεν προλαβαίνω να αντιδράσω και αρχίζουν να έρχονται και άλλα παιδάκια. Χέρια και προσωπάκια με ζωγραφιές πια και χαραγμένα χαμόγελα.
Κάποια στιγμή μπαίνει μια γυναίκα στη σκηνή και αρχίζει να φωνάζει. Χαρές και χειροκροτήματα άλλαξαν το σκηνικό… δεν καταλαβαίνουμε τι έχει γίνει. Μια κυρία με παίρνει αγκαλιά με φιλάει και μου λέει : Thank you… thank you so much.. bus… home. Χαμογελώ και την αγκαλιάζω. «Γιατί μου λέτε ευχαριστώ εμένα.. είμαι λίγες ώρες μ’ονο εδώ …δεν έκανα τίποτα.» Μαθαίνουμε τελικά ότι δεν υπήρχε λεωφορείο. Μια κοπέλα μας είπε ότι συχνά ακούγονται τέτοια… αλλά δεν ισχύουν.
Ιστορίες … ιστορίες παντού. Η κοπέλα που μας είπε για τα ανύπαρκτα λεωφορεία, ήταν γύρω στα 35 με ένα μωρό στην αγκαλιά και τον άνδρα της… καθόταν από την αρχή μέσα στη σκηνή. Χαμογελαστή, αξιοπρεπής και ήσυχη με το μωρό. Μας είπε ότι και αυτή και ο άνδρας της είναι πολιτικοί μηχανικοί. Δεν ήθελαν να κάτσουν στην ουρά να περιμένουν για φαγητό – ντρεπόντουσαν.
Βγαίνω έξω για ένα τσιγάρο: λάσπες, κόσμος που τρώει, που περιμένει στην ουρά για ένα σάντουιτς, παιδιά που παίζουν μέσα στα χώματα με ένα μπαλόνι, με τα πρόσωπα βαμμένα… εικόνες από ταινία του Φελλίνι. Δεν είναι ταινία. Είναι ζωή… μία πραγματικότητα που πονάει… που πονάει πολύ. Και το μυαλό Βλέπει στην ουρά να περιμένουν, για ένα σάντουιτς, την μητέρα μου, τον πατέρα μου, τους φίλους μου, εμένα…
Ξαφνικά κάποιος με τραβάει από το μανίκι. Είναι ένα κοριτσάκι που μου κάνει νόημα ότι θέλει να αλλάξει ρούχα. Πάμε μέσα -έρχεται και η μαμά του. Αρχίζουμε να ψάχνουμε ρούχα. Είναι περίπου 6 χρονών και δεν της αρέσουν οι κάλτσες γιατί είναι αγορίστικες. Ήθελε ροζ. Η μαμά της μας κοιτάει και μας ζητάει συγγνώμη. Χαμογελάμε. Και ναι … Βρίσκουμε ροζ καλτσάκια… και μετά και ωραίες γαλότσες. Χαμογελάει. Σχεδόν γελάει. Και εγώ χαμογελώ. Σχεδόν κλαίω. Κοιτάω τάχαμου τάχαμου τα στατικά της σκηνής για να μην τους κοιτάξω στα μάτια.
«Η βάρδια σας τέλειωσε» μας φωνάζουν. Υπογράφουμε και βγαίνουμε από την σκηνή. Πριν βγω κοιτάζω τα παιδιά που ζωγραφίζουν… που ζωγραφίζουν με χρώματα … Χρωματίζουν όνειρα … Αλήθεια χρωματίζουν όνειρα, σπίτια, οικογένειες. Χρωματίζουν μπαλόνια στον αέρα να πετούν. Τα πρόσωπά τους μέσα μου. «Η βάρδια σας τέλειωσε» …Γιατί; Γιατί να ζουν αυτά τα παιδιά έτσι; Γιατί να μην μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω εγώ; Αυτοί οι άνθρωποι έχουν τα ίδια όνειρα, τις ίδιες ελπίδες και τις ‘ιδιες φιλοδοξιες με εμάς… Αλλά εμένα είχε τελειώσει η βάρδια μου.
-Μαίρη Ανδρέου
Ειδομένη, 30 Νοεμβρίου. 8π.μ. κι ο ήλιος είχε βγει για τα καλά. Είχε αρχίσει να ξυπνάει ο καταυλισμός. Και δίπλα τα όνειρα να παίρνουν ζωή κι αυτά. Γιατί τα όνειρα στην Ειδομένη τα βλέπεις στα μάτια των ανθρώπων. Σήμερα ευτυχώς έχει ήλιο. Έβρεχε πολύ τις προηγούμενες μέρες και βρεχόντουσαν και οι ελπίδες τους. Σήμερα είναι μια καλή μέρα αν ανοίξουν τα σύνορα να μπορέσουνε να φύγουν. Δυστυχώς αυτό θα αναβληθεί για την επομένη. Προς το παρόν η ουρά για το συσσίτιο του πρωινού έχει μεγαλώσει. Milk madam, milk please! Είναι κάτι που ακούς συχνά στον καταυλισμό από τα παιδιά και τις μανάδες τους. Κάποιος άλλος “λούζει” τα μαλλιά του με μωρομάντιλα. Δεν υπάρχει βλέπεις ζεστό νερό να κάνουν μπάνιο. Και σαν ουρλιαχτό φτάνει στα αυτιά το κλάμα των αντρών γιατί η γυναίκα τους και το παιδί τους κρυώνουν. Δε μπορούν να προστατέψουν την οικογένεια τους κι αυτό τους κοστίζει πιο πολύ απ’όλα. Η οικογένεια της 4χρονης Χαλίμ θέλει να πάει στη Γερμανία, όπως και οι περισσότεροι βέβαια. Η Χαλίμ θέλει να παντρευτεί Γερμανό. Ο Γιούσεφ, 5 ετών, βρήκε μπουφάν και παπούτσια από τους εθελοντές και η μάνα του χαμογέλασε. Ωραία, είπε, τώρα δε θα κρυώνει το βράδυ ο Γιούσεφ! 700 ψυχές. 700 όνειρα. 700 αδιέξοδα. Βλέπω ζευγάρια να κρατάει ο ένας το χέρι του άλλου σφιχτά και σκέφτομαι πως θα τα καταφέρουν. Πως πρέπει να τα καταφέρουν! Η αλληλεγγύη λένε είναι το όπλο των λαών. Ας οπλίσουμε λοιπόν το όπλο μας κι ας το στρέψουμε πάνω σε οποιονδήποτε προκαλεί το δράμα των ανθρώπων στην Ειδομένη, στη Ρόδο, στη Σάμο και σε όποιο σημείο του πλανήτη ξεριζώνονται ανθρώπινες ζωές.
“Ο κόσμος είναι επικίνδυνος, όχι εξαιτίας αυτών που κάνουν το κακό, αλλά εξαιτίας αυτών που τους κοιτάζουν χωρίς να κάνουν τίποτα.” Α.Αϊνστάιν
-Ρηνιώ Καζάκου
Ειδομένη 29/11/2015
Σκέψεις
Πρωί. 8 και κάτι φτάσαμε στην Ειδομένη. Το τοπίο, κινηματογραφικό σκηνικό. Πολύχρωμες σκηνές πάνω στις γραμμές του τρένου, σκουπίδια, άνθρωποι ξυπόλητοι στα λασπόνερα. Κάποιοι ζεσταίνονταν στις πρόχειρες φωτιές που είχαν φτιάξει. Δυο κλούβες των ΜΑΤ και λίγο πιο εκεί, τα σύνορα… τόσο κοντά. Η ξένη ήμουν εγώ. Πέρα από το οπτικό μου πεδίο, μια τεράστια έκταση με άσπρα περίπτερα. Κορμιά ανήσυχα πηγαινοέρχονταν. Βλέμματα σκοτεινά, βλέμματα σε επιτακτική ανάγκη. Κάποιοι μιλούσαν στο κινητό, κάποιοι άλλοι περίμεναν υπομονετικά στο συσσίτιο, μητέρες με δύο και τρία μωρά στην αγκαλιά προσπαθούσαν να προστατευτούν από τον κρύο Βαρδάρη. Φυσούσε… πώς φυσούσε τόσο δυνατά.
Με τους ανθρώπους από την ΑΡΣΙΣ μπήκαμε στο παιδικό περίπτερο. Ένας στενόμακρος μικρός χώρος, γύρω στα 10 -15 μέτρα με πάτωμα από νάιλον. Το προηγούμενο βράδυ είχαν κοιμηθεί εκεί (ναι, στο νάιλον με τα χώματα) αρκετές μαμάδες με τα πιτσιρίκια τους. Στα Σκοπιανά σύνορα δεν περνούν όλοι. Μετά από απαγόρευση διέλευσης των συνόρων, στην Ειδομένη έχουν εγκλωβιστεί: Μαροκινοί, Ιρανοί, Μπαγκλαντεσιανοί, Αφγανοί.
Περιφερόμασταν αμήχανα πάνω από τα κεφάλια τους, περιμένοντας να μας δοθεί μια οδηγία. Το πίσω μέρος του παιδικού περίπτερου της ΑΡΣΙΣ ήταν γεμάτο ρούχα, παπούτσια, κάλτσες, κασκόλ, πάνες, μπιμπερό, μπισκότα, γάλατα στοιβαγμένα σε χάρτινες κούτες ανάλογα με το είδος. “Να βάλουμε μια τάξη εδώ”, μου είπε η Έλενα από την ΑΡΣΙΣ. Ήταν αδύνατο να τακτοποιηθούν, πρέπει να δημιουργηθούν ράφια, σκέφτηκα. Βρέθηκα με ένα χαλί στην αγκαλιά, έπρεπε να το καθαρίσω από τα χώματα.
Επιστρέφοντας, το παιδικό περίπτερο είχε μετατραπεί σε ένα πολύχρωμο καλλιτεχνικό εργαστήρι. Τα παιδιά ζωγράφιζαν, σαν να προσπαθούσαν για λίγο να ξεχαστούν. Ένα αγοράκι μου έδειξε τις βρεγμένες κάλτσες του. Έτρεξα στο πίσω μέρος του περιπτέρου, βρήκα ένα ζευγάρι κάλτσες στο νούμερο του, του τις φόρεσα, μου έγνεψε “ευχαριστώ” και δειλά μου χαμογέλασε. Το χαμόγελο εκείνο… όλα τα δώρα του κόσμου. Πρόσφερα σε ένα άλλο αγοράκι ένα κασκόλ- το χρειαζόταν… έβηχε συνέχεια. Με αποστομωτική ευγένεια και ωριμότητα ενήλικα, δε δέχτηκε την προσφορά μου. Μάλιστα μου έδωσε να καταλάβω ότι είχε ήδη ένα.
Μια νέα μαμά ζήτησε εσώρουχο για τη μικρή της. Άνοιξα την τσάντα και της έδωσα. Μου έγνεψε “ευχαριστώ” αλλά συνέχιζε να με κοιτάζει, προσπαθώντας με το ντροπαλό της βλέμμα, κάτι να μου πει. Μάλλον ήθελε ακόμη ένα… μήπως και χρειαζόταν αργότερα. Βγάζω ακόμα ένα από την τσάντα. Με μεγάλη αγωνία μήπως το μετανιώσω, αρπάζει το εσώρουχο από τα χέρια μου και το χώνει στην τσέπη της καπαρντίνας της. Συνεννοηθήκαμε με τα μάτια. Μου φίλησε τα χέρια για να μ’ ευχαριστήσει. Σκούπισα κρυφά τα δάκρυα μου. Στην Ειδομένη κανείς δεν κλαίει. Βγήκα προς τα έξω, μη φανεί η αδυναμία μου.
Η κατασκευή της κούκλας είχε ξεκινήσει. Η προσέλευση των παιδιών γινόταν όλο και μεγαλύτερη ενώ οι μαμάδες είχαν περιοριστεί στον εξωτερικό χώρο. Οι “μικροί μάγοι” βρήκαν την ψυχραιμία να δημιουργήσουν. Γελούσαν, χαίρονταν, πειράζονταν μεταξύ τους και όλοι μαζί φτιάξαμε την πιο “γλυκιά συμμορία”. Ώρες- ώρες, λίγες στιγμές ανακούφισης μπορούν ν’ αποκτήσουν τεράστια αξία. Μια όμορφη μικρή, δεν θα ήταν πάνω από 6-7 χρονών, με πλησίασε, μου χάρισε μια ζωγραφιά της και με αγκάλιασε σφικτά. Με κοίταξε στα μάτια. “Μάνταμ”, είπε και μου έδειξε με τα χεράκια της: “Για σένα”. Μείναμε έτσι αρκετή ώρα. Ευτυχώς, η αγκαλιά και το φιλί δεν χρήζουν μετάφρασης.
Η Γιώτα από την ΑΡΣΙΣ, ζήτησε ένα εθελοντή για την διανομή ρούχων από το Σχολείο. Προσφέρθηκα χωρίς να έχω καταλάβει ακριβώς. Με το αυτοκίνητο της φτάσαμε στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού. Το σχολείο είχε μετατραπεί σ’ έναν τεράστιο αποθηκευτικό χώρο. Τα πράγματα που διάφοροι σύλλογοι, φορείς και απλοί πολίτες είχαν προσφέρει ξεχείλιζαν από τα παράθυρα. Κυριολεκτικά. “Υπάρχει σοβαρή ανάγκη τακτοποίησης”, μου είπε, “θα φορτώσουμε στο αυτοκίνητο κάποιες κούτες από το προαύλιο, για να μην μείνουν έξω από το κτήριο και αχρηστευτούν και θα τις μοιράσουμε στο camp. Μόνο να προσέχεις την τσάντα σου…” συνέχισε.
Σταματήσαμε με το αυτοκίνητο μέσα στη μέση του camp. Άνθρωποι από κάθε κατεύθυνση άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος μας. Έκαναν έναν άτακτο μεγάλο κύκλο γύρω μας, σπρώχνονταν μεταξύ τους. Άνθρωποι σε απόλυτη ανάγκη. Όχι δεν ήταν άγριοι. Ήταν εξαντλημένοι, πεινασμένοι και απελπισμένοι. Η διανομή ήταν αδύνατον να γίνει κανονικά και σε σειρά. Δύσκολο να αφουγκραστείς ποιος είχε πραγματικά ανάγκη. Άρχισα να μοιράζω όπου έβλεπα απλωμένο χέρι. Σ’ όσους δεν πρόλαβαν, δώσαμε νέο ραντεβού στο ίδιο σημείο σε μία ώρα.
Επέστρεψα στο παιδικό περίπτερο της ΑΡΣΙΣ. 4 και κάτι η βάρδια μας τελείωνε. Ήθελα να τους χαιρετήσω, έναν έναν προσωπικά, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να γνέψω από μακριά σε μια γυναίκα γύρω στα 45, “καλή δύναμη”. Στο αυτοκίνητο του Μωχάμετ δεν μιλούσε κανείς. Για κάποια δευτερόλεπτα αναρωτήθηκα γιατί τους εγκαταλείψαμε έτσι. Ναι, αλλά εγώ γυρνάω στο σπίτι μου, σκέφτηκα. Δεν είναι πολύ άδικο;
Ακόμα παρακολουθώ στο ίντερνετ οποιαδήποτε είδηση πέσει στην αντίληψή μου. Μήπως μάθω νέα τους, μήπως δω κάποια φυσιογνωμία που μου θυμίζει κάτι, κάποιο γνώριμο χαμόγελο. Τους ευχαριστώ, γιατί μου υπενθύμισαν πως η ανθρωπιά και η αγάπη δεν γνωρίζει φράχτες, κλειστά σύνορα, γλώσσα, ηλικία και φύλο. Αλήθεια νιώθω ευγνώμων. Το μόνο που μπορώ να ψελλίσω είναι ένα “Καλή τύχη”… με την ελπίδα να φτάσει εκεί που χρειάζεται.
Άννα Μαντά