Μια βραδιά κοντά στον Τσαρούχη
Του Γιώργου Τούλα To τέλος του καλοκαιριού του 1982 με βρήκε στην Αθήνα. Η θεία μου κατοικούσαν στην Ελευσίνα δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο. Μια αφίσα της εποχής πληροφορούσε για την πραγματοποίηση της παράστασης που είχε ήδη ανεβάσει ο Τσαρούχης στη Θήβα, της παράστασης του ‘’Επτά επί Θήβας’’ του Αισχύλου, στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας. Σε […]
Του Γιώργου Τούλα
To τέλος του καλοκαιριού του 1982 με βρήκε στην Αθήνα. Η θεία μου κατοικούσαν στην Ελευσίνα δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο. Μια αφίσα της εποχής πληροφορούσε για την πραγματοποίηση της παράστασης που είχε ήδη ανεβάσει ο Τσαρούχης στη Θήβα, της παράστασης του ‘’Επτά επί Θήβας’’ του Αισχύλου, στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας.
Σε μια εποχή που για κάποιον και μάλιστα από τη Θεσσαλονίκη να συναντήσει τον Τσαρούχη ήταν μακρινό όνειρο, πόσο μάλλον ενός μαθητή, πήγα και τρύπωσα από ένα κάγκελο την παραμονή της παράστασης την ώρα της πρόβας και κάθισα σε μια καρέκλα απολύτως σιωπηλός και κοιτούσα.
Ο Τσαρούχης ήταν ντυμένος με ολόλευκα ρούχα, είχε ζέστη αρκετή και φορούσε ένα καπέλο ψάθινο. Η φωνή του κελαηδιστή αλλά κουρασμένη έδινε τις τελευταίες οδηγίες. Θυμάμαι πως τον κοιτούσαν οι ηθοποιοί με δέος και κυρίως η Αντιγόνη Αμανίτου.
Ακριβώς απέναντι ο δρόμος ήταν γέματος κακόφημα μπαρ. Από αυτά με τα κορίτσια που κάθονταν γιατί ήταν ακόμα καλοκαίρι από νωρίς έξω σε ψηλά σκαμπό και περίμεναν πελάτες από τα πλοία. Και βέβαια ναύτες που σουλάτσαραν πάνω κάτω, μπροστά στον αρχαιολογικό χώρο και τα μπαρ, που βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο μέχρι τη θάλασσα.
Κάποια στιγμή ο Τσαρούχης σηκώθηκε να δείξει κάτι και μετά περπάτησε προς τη μεριά των καθισμάτων. Πλησιάζοντας με είδε και με ρώτησε με κείνο το γνωστό ψεύδισμα: Εσύ τι είσαι και τι κάνεις εδώ; Μαθητής του είπα αμήχανα και επειδή το κάναμε στο σχολείο το κείμενο ήρθα να δω τι κάνετε. Ωραία τότε να έρθεις και αύριο να δεις την παράσταση, μου είπε. Πες το όνομα σου στον κύριο στην πόρτα και θα σου έχουμε μια θέση.
Αυτό ήταν. Το υπόλοιπο βράδυ και την επόμενη βραδιά ήμουν σε άλλο πλανήτη. Ο ζωγράφος μου είχε απευθύνει το λόγο. Και μου έδωσε και πρόσκληση. Τρεις μέρες μετά στη Θεσσαλονίκη το έλεγα σε όλους αλλά λίγων το αυτί ίδρωσε.
Δεν το ξέχασα ποτέ εκείνο το διήμερο στην Ελευσίνα. Ήταν τόσο επιβλητική η φιγούρα του ανθρώπου με τα λευκά ρούχα, μου φάνηκε τόσο εντυπωσιακό αυτό που βίωσα, η αντίθεση του ιερού τοπίου σε συνδυασμό με το παρακμιακό τοπίο του δρόμου, που δεν το διέγραψα ποτέ.