…Μην αγαπήσω σαν κουρσάρος

της Αθηνάς Τερζή Εικόνα: Eleni Pap της Stereosis Να μπορούσε κάποιος να μου έβρισκε το αθάνατο νερό κι εκείνη τη μαγική συνταγή ν’ αγαπάς και να αγαπιέσαι από όλο τον κόσμο! Εκείνο το μυστικό κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες, ακόμη και των πιο καχύποπτων. Αλήθεια πώς αρχίζουν και πώς τελειώνουν οι ζωές μας; Υπάρχει […]

Αθηνά Τερζή
μην-αγαπήσω-σαν-κουρσάρος-23050
Αθηνά Τερζή
eleni_pap_athina.jpg

της Αθηνάς Τερζή

Εικόνα: Eleni Pap της Stereosis

Να μπορούσε κάποιος να μου έβρισκε το αθάνατο νερό κι εκείνη τη μαγική συνταγή ν’ αγαπάς και να αγαπιέσαι από όλο τον κόσμο! Εκείνο το μυστικό κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες, ακόμη και των πιο καχύποπτων.

Αλήθεια πώς αρχίζουν και πώς τελειώνουν οι ζωές μας; Υπάρχει κανείς εκεί έξω που να μπορεί να μου το αποκαλύψει, να μου κάνει την χάρη τέλος πάντων για το μέγα το μυστήριο της ζωής. Τόσο απλά, τόσο ρηχά, τόσο συνηθισμένα. Εκφράζεσαι, νιώθεις, βιάζεσαι, γελάς, επιμένεις, υπομένεις, περιμένεις κι αντέχεις, γιατί αλλιώς δεν παλεύεται η καθημερινότητα. Μικρή στο χωριό-τυχερά τα παιδιά που ξεφώνησαν σε χωριά, παραμυθιάστηκαν από παππούδες και γιαγιάδες, τσιμπήθηκαν από μέλισσες, μάζεψαν λουλούδια και έφτιαξαν αυτοσχέδιες κολόνιες σε μπουκάλια από τελειωμένα σιρόπια, μάδησαν κορόμηλα και κεράσια, αγριαχλάδια από γκορτσιές, κυνήγησαν πυγολαμπίδες με ξανθές κοτσίδες- τα βράδια στο χωρατά οι γριές μακάριες μέσα στην απλότητα τους, μάλωναν τη ζωή τους, ξεπροβόδιζαν τα προβλήματα και γελούσαν από καρδιάς. Εκείνο το γέλιο το ένοχο, το φοβισμένο που ήθελε μεγαλόσταυρους μετά για να τους βγει σε καλό. Κι ήρθαν τα χιλιόμετρα και απλώθηκαν και στριμώχτηκαν  στο δέρμα, στην επιφάνεια, με ζάρες κι αυλακιές, γιατί τίποτα δεν άλλαξε στο βάθος του πηγαδιού. “Μονάχα ο θάνατος πονάει. Μονάχα ο θάνατος λυτρώνει“, τις θυμάμαι ακόμη να λένε. “Τ’ άλλα όλα παίρνουν το στρατί και προχωράνε“.

Τις απαντήσεις μου τις έδωσαν τα παιδιά. Πήρα μια φίλη μαμά και με τη βοήθεια των διευθυντών των σχολείων των παιδιών μας, η μια στο δημοτικό κι άλλη στο γυμνάσιο, γεμίσαμε τα ημερολόγια με παιδικές φωνές, αγάπες και παράπονα. Κρυφά να γίνομαι παιδί να ξαναπαίζω λίγο. Μικρή παρηγοριά για κείνες τις ώρες τις δύσκολες, που η πίκρα και τα λιγοστά κουράγια μας καίνε το στόμα. Καταγράψαμε όλα εκείνα τα απίθανα που μας είπαν τα παιδιά με τη βοήθεια των δασκάλων τους, για την πιθανή ευτυχία και δυστυχία των γονιών τους και σας παραθέτω αυτούσιο το πιο ξεχωριστό δείγμα.

Στις μικρές τάξεις τα παιδιά μοιάζουν με σβούρες Κι όταν καταφέρεις να τραβήξεις την προσοχή τους ένας ανεξάντλητος κόσμος ξετυλίγεται μέσα από τα ανέφελα μάτια τους, που δε γνωρίζουν πανικό και φόβο.

Η μαμά μου δεν ξέρει να τρέχει, αν ήξερε δε θα μπορούσε κανείς να την πιάσει.

-Εγώ ρώτησα τη μαμά μου αν μπορεί να φτύσει μακριά κι εκείνη μου είπε όχι. Κοίτα εμένα μπορώ και συνεχόμενα σαν πολυβόλο.

-Αν δεν ήταν η μαμά μου στο σπίτι θα μας  έτρωγαν οι κατσαρίδες. Κάνει πάντοτε δουλειές. Ποτέ δεν την είδα να ξαπλώνει στον καναπέ με μένα και τον αδερφό  μου.

-Ο μπαμπάς μου ξέρει καλύτερα να μετράει από τη μαμά. Κι όλο μαλώνουν για τα λεφτά που ξοδεύει και  μετά κλαίει, γιατί μας κάνει όλα τα χατίρια. Αν δεν ήταν ο μπαμπάς μου θα κοιμόμασταν στα παγκάκια, μας είπε ένα ξανθό αγόρι της πέμπτης τάξης.

-Τη μαμά μου την καταλαβαίνω από τις σκάλες. Της αρέσει να τραγουδάει. Τραγουδάει όταν μαγειρεύει, όταν κάνει δουλειές, όταν κάνει μπάνιο, όταν πάμε βόλτα με το αυτοκίνητο. Έχει την πιο ωραία φωνή στον κόσμο. Τραγουδάω κι εγώ μαζί της. Ο μπαμπάς μου την αφήνει, επειδή χαίρεται πολύ κι ας ακούει μόνο τα τραγούδια που θέλει εκείνη. Για να κοιμηθώ μου τραγουδάει  “για την Ελένη”, αυτό είναι το όνομά μου.

-Ο μπαμπάς μου δουλεύει πολλές ώρες. Τον βλέπω λίγο. Η μαμά γκρινιάζει γιατί μένει κλεισμένη στο σπίτι μόνη της. Της λέει ότι έχει εμένα και την αδελφή μου κι ότι δεν είναι μόνη της. Δεν την καταλαβαίνω. Εγώ άμα μεγαλώσω δεν θα παντρευτώ, για να μπορώ να ταξιδεύω. Θα έχω πολλούς φίλους και θα ζήσω στην Ελβετία. Στον πρώτο όροφο ο Θανάσης, στο δεύτερο ο Δημήτρης και στον τρίτο εγώ. Μπορεί να πάρω και τη μαμά μου.

-Ο μπαμπάς μου αγαπάει πολύ τη μαμά μου. Πιο πολύ από κείνη. Το ξέρω γιατί όταν έχουν επέτειο γάμου βάζει την κασέτα του γάμου και κλαίει. Η μαμά μου νευριάζει πιο εύκολα. Του φωνάζει συχνά. Τον αγαπάω πολύ, σιγοψιθύρισε το μελαχρινό κορίτσι της έκτης. 

-…Νάνι το μικρό μου νάνι…Τα μικρά παιδιά και τα λίγο μεγαλύτερα του δημοτικού, τα περισσότερα παραπονιούνται για το διάβασμα, για τα δόντια που πρέπει να πλύνουν, για τις ταινίες που δε μπορούν να δουν με τους σούπερ ήρωες,  για τα παγωτά που δεν τρώνε, για τη μαμά και το μπαμπά που δεν ξέρουν να παίζουν πολλά παιχνίδια. Άλλα περισσότερο χαρούμενα με μάτια φεγγάρια, άλλα πιο κλειστά κι απόμακρα, άλλα φοβισμένα κι άλλα με την αμήχανη αγορίστικη μαγκιά που σε περιεργάζεται από την κορφή μέχρι τα νύχια, με μια άγουρη δυσπιστία, μα όλα τους με ένα σωρό δικαιολογίες για τους γονείς. Είναι τελικά οι καλύτεροι του κόσμου!

Στο γυμνάσιο τα παιδιά σκληραίνουν από ένστικτο. Οι αγκαλιές λιγοστεύουν.

-Η μάνα μου είναι δυστυχισμένη, γιατί κάνει πάντα ότι της λένε οι άλλοι. Δε μιλάει ποτέ. Το ξέρω εγώ. Από μένα δε μπορεί να κρυφτεί. Ευτυχισμένοι είναι οι άνθρωποι που κάνουν αυτό  που θέλουν. Ο μπαμπάς μου αποφασίζει για όλους. -Εκείνος ξέρει. Εμένα δε με νοιάζει. Όταν κλείσω τα 18 θα φύγω από το σπίτι.

-Η μαμά της Μαρίνας είναι η πιο όμορφη της τάξης, δεν είναι σαν τις άλλες. Η μαμά μου είναι καλή δε λέω, αλλά δεν είναι μοντέρνα. Δε φοράει ωραία ρούχα, δε βάφεται κι έχει βάλει πολλά κιλά. Ντρέπομαι να βγαίνω μαζί της.

-Ο μπαμπάς μου δε δουλεύει πια. Το εργοστάσιο που δούλευε έκλεισε. Τον λυπάμαι, αλλά με νευριάζει κιόλας. Καμιά φορά δεν τον αντέχω. Κι όταν δούλευε γκρίνιαζε πολύ. Η μάνα μου είναι η αρχηγός της οικογένειας. Ποτέ της δε φοβήθηκε. Ποτέ δεν την άκουσα να γκρινιάζει. Δεν προλαβαίνει.

-Στους γονείς μου λέω τα πάντα. Καμιά φορά γυρίζουν μπούμερανγκ, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Με αγαπούν πολύ κι εγώ τους αγαπώ κι άμα μαλώσουμε καμιά φορά, εγώ ζητάω πρώτη συγγνώμη. Φοβάμαι μήπως πάθουν τίποτα και τους χάσω. Δε θέλω να τους στενοχωρώ.

-Τα καλοκαίρια κάνουμε κάμπινγκ με τους γονείς και τους θείους μου. Είναι οι ωραιότερες μέρες. Οι γονείς μου είναι ήρεμοι κι έχουν λιγότερο άγχος κι εμένα μ’ αφήνουν στην ησυχία μου.

-Οι γονείς μου με πρήζουν. ‘Ολο μη και πρέπει. Χαρτζιλίκι ελάχιστο, το κινητό το πληρώνω μόνος μου από το βδομαδιάτικο, ευτυχώς τσοντάρουν κι οι παππούδες μου. Είμαι 15 χρονών και μου μιλάνε λες κι είμαι μπέμπης. Άσε που δεν ξέρουν τι θα πει ιδιωτικός χώρος.

-Παίζω κιθάρα. Κάνω χρόνια μαθήματα. Με τον Κώστα και το Μανόλη έχουμε μια μικρή μπάντα, τα “Μαύρα Χέρια”, δε σου λέω γιατί όμως. Μόνο αν έρθεις να μας ακούσεις. Παίζουμε στο καφέ του θείου μου μια φορά το μήνα. Δε μ΄αφήνουν περισσότερο οι δικοί μου. Σπαστικό δεν είναι;

-Θα τον αλλάξουμε τον κόσμο; Αν μας αφήσετε. Αν είναι ευτυχισμένοι οι γονείς μου; Δεν είμαι σίγουρη. Μια ζωή εμπόδια και φωνές. Αλήθεια πόσο πολύ φωνάζουν και γκρινιάζουν οι γονείς! Κι είναι και κουρασμένοι σου λέει. Φαντάσου και να μην ήταν. Πολύς χαμός για το τίποτα. Ξέρεις, μου αρέσει όταν τους βλέπω να αγκαλιάζονται! Κι εμένα μου αρέσει να με αγκαλιάζουν. Εμένα πάλι μου τη σπάει. Αυτός ήταν ο Ανδρέας. Εγώ γελάω με τη μάνα μου. Κάνει όλο γκάφες. Μου αρέσει που έχουν χιούμορ κι αυτή κι ο μπαμπάς μου. Είναι η ψυχή στις παρέες τους.

Παιδιά του ήλιου με απίστευτη υπομονή και γνωστική άγνοια!

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα