Brexit: Mind the Gap
Το ανεπανάληπτο μιας απόφασης που δυνάμωσε τους τριγμούς στους δεσμούς της Ενωμένης Ευρώπης. Ο Νίκος Βράντσης συνοψίζει την ιστορία του Brexit.
1. Χείλη κουνιούνται, μελάνια χύνονται, πληκτρολόγια τραυματίζονται. Ήχοι και απόηχοι του Brexit συνθέτουν την ατμόσφαιρα της συγκυρίας. Μα κανείς δεν μπορεί μετά βεβαιότητας να απαντήσει στο τι μέλλει γενέσθαι. Μιλούμε δίχως εμπειρίες και ερμηνείες. Και δεν μπορούμε να ανατρέξουμε στα κιτάπια της ιστορίας για να βρούμε στο manual τις οδηγίες αντιμετώπισης Brexit. Το ανεπανάληπτο της απόφασης και η αμηχανία μπροστά στο άγνωστο έδαφος δελεάζει πολλούς να ελέγξουν την ανθρωπογεωγραφία των στρατοπέδων του δημοψηφίσματος για να καταλάβουν ποιοι είναι αυτοί που προτίμησαν την έξοδο και να αποκωδικοποιήσουν τις προσδοκίες και τα κίνητρα τους.
Ορισμένες σκέψεις κινούνται ψηλαφητά, προσεκτικά, συμπαγώς. Μα οι περισσότερες αποτελούν άτοπες αντανακλάσεις ιδεολογικών πόθων παρά τεκμηριωμένες αναλύσεις. Χαρακτηριστική, για παράδειγμα, είναι η περίπτωση μιας μερίδας της αριστεράς που προσπαθεί να πείσει το ακροατήριό της ότι οι Βρετανοί ψήφισαν την έξοδο για να δώσουν μια απάντηση στην Ευρώπη της λιτότητας. Πρέπει κανείς να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια και να αποκλείσει πολλά τεκμήρια που μαρτυρούν το αντίθετο για να δεχθεί αυτό το ασταθές αφήγημα. Με μια απλή ματιά καταλαβαίνει κανείς πως τα κυρίαρχα επίδικα του διλήμματος δεν τέθηκαν ούτε από το «Lexit» ούτε από μια αριστερή κριτική προς την «ΕΕ της λιτότητας». Τέθηκαν από μια συμμαχία νέο-θατσερικών Τόριδων και ακροδεξιών που ρητόρευσαν κατά της μετανάστευσης και υπέρ του δικαιώματος σε μια «εθνικά κυρίαρχη» οικονομική απορρύθμιση.
2. Το δημοψήφισμα αποκάλυψε τα εν υπνώσει ρήγματα που αναπαύονταν αδιατάρακτα κάτω από το πέπλο της ρουτίνας της βρετανικής καθημερινότητας. Σύμφωνα με τις χαρτογραφήσεις, αυτοί που ψήφισαν, κατά πλειοψηφία, υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ ήταν οι Σκωτζέζοι, οι Ιρλανδοί, οι κάτοικοι μητροπολιτικών κέντρων, νέοι και πολίτες με κοινωνικά φιλελεύθερες ιδέες. Αυτοί που ψήφισαν υπέρ της εξόδου, κατά πλειοψηφία, ήταν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Άγγλοι, οι απόμακροι από τα μεγάλα αστικά κέντρα και οι καχύποπτοι απέναντι στην μετανάστευση και την παγκοσμιοποίηση.
Κάπως έτσι μια εσωκομματική διαμάχη των Τόριδων μετετράπη σε αντιπαράθεση γενεών, σε αντιπαράθεση εθνών και σε αντιπαράθεση μητρόπολης και ενδοχώρας. Και αμφιβάλλω απέναντι στον ισχυρισμό που θέλει τους Βρετανούς να βρίσκονται πια σε φάση επούλωσης των τραυμάτων που δημιουργήθηκαν. Η απόφαση πυροδοτεί διαρκώς νέα γεγονότα και καθιστά τα τραύματα, πληγές εν εξελίξει. Και αυτές οι ταυτοτικές διαφορές που εμφανίστηκαν και επισφραγίζονται από τον συγκλονιστικό χαρακτήρα της απόφασης είναι ικανές να δημιουργήσουν μια εσωκοινωνική ατμόσφαιρα μνησικακίας μεταξύ των γενεών, μια εθνική κρίση μεταξύ των εθνών του Η.Β και ένα χάσμα ανάμεσα στην μητρόπολη του Λονδίνου και την υπόλοιπη χώρα. Αυτό το τελευταίο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
Το Λονδίνο αποτελεί κατά κάποιον τρόπο μια πόλη κράτος – όπως οι περισσότερες μητροπόλεις πια. Έχει πληθυσμό μεγαλύτερο από αυτόν της Σκωτίας και της Ουαλίας μαζί, παράγει το 22% του ΑΕΠ του Η.Β και στεγάζει το 12.5% του συνολικού πληθυσμού του. Παρότι λοιπόν πρωτόγνωρο δεν είναι και πολύ περίεργο που κάποιοι Λονδρέζοι ξεκίνησαν ένα μετα-δημοψηφισματικό petition, ζητώντας απόσχιση της πόλης. Ταυτίζονται περισσότερο με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές μητροπόλεις παρά με την βρετανική ενδοχώρα. Διότι οι μητροπόλεις μοιάζουν να έχουν μεγαλώσει τόσο που δεν χωρούν στα κράτη τους. Οι ροές τους, ο χαρακτήρας τους, η διεθνικότητά τους, η ταυτότητα του σύγχρονου αστού που τις κατοικεί, απαιτούν ευρύτερες του κράτους επικράτειες και δίκτυα που να τις συνδέουν ανεμπόδιστα με τον κόσμο. Και ο ρόλος του κράτους σήμερα για τις μητροπόλεις είναι να διατηρεί αυτό το «ανεμπόδιστα». Η οσμή του εμποδίου που έφερε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος απείλησε τις διαμορφωμένες στην αστική ατμόσφαιρα, ταυτότητες των δικτυωμένων Λονδρέζων.
Αλλά ας επιστρέψουμε στους Brexiters. Αυτοί που ψήφισαν για την έξοδο της χώρας από την Ευρώπη ήταν αυτοί που αισθάνονται την ζωή τους ασύμβατη με τις ταχύτητες και τις εκτάσεις αυτού του διασυνδεδεμένου κόσμου. Αυτοί που νιώθουν καθημερινά πως κάτι χάνουν. Αλλά τι νομίζουν ότι χάνουν; Ποια ήταν τα επιχειρήματα που τους έπεισαν ότι πράγματι κάτι χάνουν; Και ποιον ονόμασαν ως υπαίτιο γι’ αυτήν την απώλεια;
3. Μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρώπη, ο Geert Wilders συνεχάρη τον Nigel Farage για την νίκη του και η Marine Le Pen προέτρεψε τους Γάλλους να μιμηθούν τους γείτονες. Οι εθνικιστές χαμογελούν. Αλλά και σε ορισμένους κύκλους της αριστεράς οσμίζεται κανείς μια ευφορία μετά το «ευαγγέλιο» του Brexit. Σε αυτούς τους τελευταίους η έξοδος ερμηνεύεται ως ΟΧΙ στην νεοφιλελεύθερη Ευρώπη των αγορών και της λιτότητας. Αυτό βέβαια, όπως είπαμε, δεν φαίνεται να ισχύει – τουλάχιστον για την πλειοψηφία των Brexiters. Δεν φαίνεται άλλωστε να υπάρχει η αναμενόμενη σχέση ανάμεσα στην ποιότητα ζωής μιας περιοχής και τον τρόπο που ψήφισαν οι κάτοικοί της. Περιοχές με υψηλότατους μισθούς ψήφισαν μαζικά την έξοδο, ενώ περιοχές που παρουσιάζουν οικονομική στασιμότητα ψήφισαν την παραμονή στην Ένωση.
Το δίλημμα δεν είχε να κάνει λοιπόν τόσο με την λιτότητα ή την ταξικότητα, όσο με την «Βρετανικότητα». Και το discourse που κυριάρχησε σε αυτό το debate ήταν αυτό του θατσερισμού και της ακροδεξιάς που προσδιόρισε την Βρετανικότητα ως αντι-ευρωπαϊκή και αντι-μεταναστευτική στάση. Και το στρατόπεδο του Brexit συγκρότησε έναν λόγο ενάντια σε όλα όσα βάλλουν την Βρετανική ψυχή: την ταλαιπωρία από τις χώρες του Νότου, τις “υπέρογκες” παροχές προς τους αλλοδαπούς, την μεταναστευτική απειλή. Ο συμβολισμός του θανάτου της Jo Cox από έναν άνθρωπο που μετά την δολοφονία φώναξε “Britain first” θα έπρεπε να έχει κάνει προφανή τα ακραία χαρακτηριστικά που είχε λάβει το δίλημμα.
Αλλά θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε ένα άλλο πλαίσιο λόγου μέσα στο οποίο η Βρετανικότητα θα μπορούσε να είναι επιχείρημα υπέρ της παραμονής;
4. Σήμερα στην εποχή της ταχύτητας, των ροών, των start-ups και των applications, ο ρόλος του κράτους στην παγκόσμια σκηνή εξασθενεί. Εξασθενούν και τα κόμματα ως χώροι πολιτικής εκπροσώπησης και μεσολάβησης και μειώνεται δραματικά η ευελιξία του πολιτικού προσωπικού το οποίο απλά διαχειρίζεται τον χώρο που του παραχωρείται από τους μηχανισμούς της αγοράς. Αλλάζει ο ίδιος ο τόπος και το περιεχόμενο της δημοκρατίας. Οι διαμεσολαβητές μέσα από τους οποίους προσπαθεί ο πολίτης να αρθρώσει φωνή και να εκφράσει τα αιτήματά του, αποδυναμώνονται. Οι πολιτικοί χώροι ομοφωνούν και τα σύνορα ανάμεσα στην δεξιά και την αριστερά θολώνουν. Τίθενται λοιπόν στον πολίτη ερωτήματα πολιτικής ταυτότητας με υπαρξιακές προεκτάσεις. Διότι κάθε πολίτης έχει ανάγκη από το σταθερό έδαφος της ταυτότητας για να ξεφύγει από τον ίλιγγο της ταχύτητας και της νοηματικής ρευστότητας. Και αν δεν την βρει στην πολιτική ενδέχεται να την αναζητήσει στην εκάστοτε «Βρετανικότητα», που επαναφέρεται ως κάτι βαθύ και καταγωγικό.
Ο Albert Hirschman, ένας σπουδαίος οικονομολόγος, ανέπτυξε δυο έννοιες για να εξηγήσει πώς μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει το αδιέξοδο. Χρησιμοποίησε τις έννοιες της εξόδου και της φωνής. Όποτε δεν υπάρχει η δυνατότητα της εξόδου, έλεγε ο Hirschman, ο πολίτης διεκδικεί φωνή και λόγο πάνω στην συγκρότηση του χώρου από τον οποίο δεν μπορεί να φύγει. Όπου πάλι δεν του επιτρέπεται να αρθρώσει φωνή, αναζητά την έξοδο ως λύτρωση. Στην περίπτωση των Βρετανών θα μπορούσαμε να πούμε πως η Ευρώπη εννοήθηκε ως ένας τέρας με κέντρο τις Βρυξέλλες, το οποίο δια της ανώνυμης και μυστικοπαθούς γραφειοκρατίας του στόμωνε την βρετανική δημοκρατία, στερούσε την πολιτική φωνή των Βρετανών και “πότιζε” την επικράτεια τους με ανεπιθύμητο πολυπολιτισμό. Σε αυτό το ώριμο υπόστρωμα έχτισαν οι Brexiters τα επιχειρήματά τους.
Και τώρα που το τέρας των Βρυξελλών κατατροπώθηκε μπορεί η Βρετανία να δημοκρατικοποιήσει την δημοκρατία της; Αμφιβάλλω. Ένα κράτος ευάλωτο πολιτικά, μέτριας δύναμης δημογραφικά, αποκομμένο οικονομικά δεν μπορεί να δώσει λύσεις δίχως να κάνει πολιτικές εκπτώσεις. Σε έναν κόσμο που το φαντασιακό του πολίτη συγκροτείται κυρίως από τις διαρκώς επιδεικνυόμενες επιθυμίες που παράγει η αγορά, και με την αγορά να θέτει συγκεκριμένους πολιτικούς όρους στα κράτη ώστε αυτά να μπορούν να απολαμβάνουν την μετοχή σε αυτήν την πασαρέλα, οι πολιτικοί συμβιβασμοί μοιάζουν αναπόφευκτοι. Το πιθανότερο λοιπόν είναι πως η συμμαχία του Brexit δεν θα λύσει την λιτότητα, δεν θα επαναφέρει την κοινωνική αυτοδιάθεση, αλλά θα κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Και αυτό θα δημιουργήσει ίσως βαθύτερα προβλήματα ταυτοτήτων, που θα μπορούσαν να βρουν καταφύγιο σε πολιτικούς παροξισμούς, πολεμικούς εθνικισμούς και άλλες ακρότητες.
Μα και η Ευρώπη; Είναι αθώα; Δεν είναι. Αλλά η Ευρώπη φταίει όχι γιατί υπάρχει αλλά γιατί παραμένει πολιτικά πρωτόγονη. Γιατί δεν δίνει λύσεις στα διαφορετικής ποιότητας προβλήματα των Ευρωπαϊκών λαών. Γιατί τα όργανα που καθορίζουν τις αποφάσεις της ανήκουν στα κράτη, και δη στα ισχυρότερα. Γιατί δεν υπάρχει ενιαίος, ισχυρός, δημοκρατικά εκλεγμένος πολιτικός σχηματισμός που να της επιτρέπει να εκμεταλλευτεί την γεωγραφική, δημογραφική και οικονομική ισχύ της για να επιτρέψει στις πολιτικές ιδέες και ταυτότητες να ανθίσουν ξανά – διότι προκειμένου οι πολιτικές ταυτότητες να μπορέσουν να βρουν πάλι την αίγλη τους, χρειάζονται την πολιτική έκταση που τους αρμόζει. Είναι ζήτημα κλίμακας και συσχετισμών.
Στο έργο του Hirschman υπάρχει μια ακόμα έννοια που σήμερα στον πολιτικό διάλογο παραγνωρίζεται. Πρόκειται για την έννοια της αφοσίωσης (loyalty) και ο Hirschman την χρησιμοποιεί για να υπενθυμίσει τη σημασία που έχει το συναίσθημα στην πολιτική. Είναι το συναίσθημα που σταθεροποιεί το δημοκρατικό τερέν των συμβολικών μαχών και αυτό που τόσο στερούνται οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί. Tώρα η Ευρώπη δεν μπορεί παρά να κλείσει γρήγορα την πληγή της και να προσπαθήσει να δημιουργήσει τους θεσμούς, τους δεσμούς και τους θετικούς στόχους που θα συγκινήσουν τον Ευρωπαίο πολίτη και θα του επιτρέψουν να ταυτιστεί με πολιτικά εγχειρήματα. Είναι το στοίχημα που πρέπει να κερδίσει η Ευρώπη για να αντιμετωπίσει την νεκρανάσταση του “τόσο συγκινητικού” εθνικιστικού παροξυσμού.