Μνήμες και αρώματα Μεγάλης Πέμπτης
Τα τσουρέκια των νοικοκυρών, η σεμνή υπόμνηση ότι κάτι δεν πήγε καλά φέτος και δε μας πέτυχαν, αναμνήσεις από πρωταγωνιστές της ζωής μας που δεν είναι σήμερα μαζί μας
Λέξεις: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Ξυπνούσαν πρωί πρωί και άναβαν τις σόμπες, και ας είχε ζεστάνει ο καιρός έξω. Έκλειναν τις πόρτες και απομόνωναν ένα χώρο στον οποίο έβαζαν τη ζύμη σε μεγάλες λεκάνες. Μας υποχρέωναν να μιλάμε σιγά για να μην τρομάξει το ζυμάρι.
Ανάμικτη η ξινή, γλυκιά, πλούσια μυρωδιά της ζύμης με αυτήν την απροσδιόριστη του υπερβολικά ζεστού χώρου. Όσο η ζύμη φούσκωνε και ξεκουραζόταν έβαφαν τα αυγά. Δεκάδες αυγά σε διάφορα χρώματα. Το κόκκινο πανάκι κρεμασμένο στο μπαλκόνι, σημαία ενός σπιτιού στο οποίο όλα πάνε σύμφωνα με το πρόγραμμα και την παράδοση. Μετά γυάλισμα με λαδάκι και χαλκομανίες, όχι αυτοκόλλητες αλλά εκείνες με το νερό. Δουλειά που μπορούσαν να κάνουν και τα παιδιά και να καμαρώνουν που μεγάλωσαν και βοηθάνε.
Μετά πλεξούδες περίτεχνες που θα τις ζήλευε και ο καλύτερος κομμωτής. Μιλάμε για ποσότητες! Τα πρώτα τσουρέκια ψήνονταν στον φούρνο, «για να μυρίσει το σπίτι». Φυσικά ποτέ δεν έμεναν ευχαριστημένες. Άλλες φορές τους φαινόταν άψητα, άλλες παραψημένα.
Σκέφτομαι ότι μπορεί να γκρίνιαζαν και για γούρι ή να είχαν την τελειομανία του δημιουργού. Τα υπόλοιπα έμπαιναν σε μεγάλες μαύρες λαμαρίνες και τα στέλνανε στον φούρνο. Όταν μεγάλωσα λιγάκι, και μπορούσα να κουβαλήσω τη λαμαρίνα, έστελναν εμένα μαζί με ένα φίλο, για την μεταφορά.
Ζόρικη δουλειά αφού το βάρος ήταν μεγάλο, οι διαστάσεις του φορτίου δύσκολο να τις διαχειριστείς και τη λαδόκολλα που σκέπαζε το πολύτιμο φορτίο την έπαιρνε ο αέρας. Το καμάρι όμως μεγάλο και μου έκανε πάντα εντύπωση το πόσα σχόλια και ευχές δεχόμασταν στον δρόμο. Το μεσημέρι επιστρέφοντας από τη βόλτα μας περνούσαμε και παίρναμε τα ψημένα τσουρέκια και επιστρέφαμε στο σπίτι τσιμπολογώντας το αμυγδαλάκι από πάνω, ευχόμενοι να μην καταλάβει τις απώλειες το έμπειρο μάτι.
Μετά άρχιζε η διανομή σε θείες, κουμπάρες, φίλες. Κάθε προσφορά συνοδευόταν από τη σεμνή υπόμνηση ότι κάτι δεν πήγε καλά φέτος και δε μας πέτυχαν αλλά τα κάναμε έτσι για το καλό…
Το κείμενο αυτό το έγραψα πριν από αρκετά χρόνια και από τότε το δημοσιεύω κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Οι φίλοι που διαβάζουν τακτικά μπορεί να το θυμούνται. Αφιερώνεται στη μνήμη όσων πρωταγωνιστών της ζωής μας δεν είναι σήμερα μαζί μας και είναι μια παράκληση για καλή υγεία όσων είναι μαζί μας και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κρατούν τις όμορφες παραδόσεις.
Καλή Ανάσταση.