Μπάυρωυτ 2025: Ο μαγευτικός Πάρσιφαλ, το φετινό «Γκράαλ»

Ο Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος γράφει για περίφημο Φεστιβάλ Βάγκνερ, που διεξάγεται ετησίως στο Μπάυρωυτ

Parallaxi
μπάυρωυτ-2025-ο-μαγευτικός-πάρσιφαλ-το-φε-1389022
Parallaxi

Λέξεις: Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος | Κεντρική εικόνα: Unsplash

Το περίφημο Φεστιβάλ Βάγκνερ, που διεξάγεται ετησίως στο Μπάυρωυτ, είχαμε τη χαρά και την τιμή να παρακολουθήσουμε το φετινό καλοκαίρι τού 2025. Τη μικρή αυτή Γερμανική πόλη της άνω Βαυαρίας επέλεξε, όπως είναι γνωστό, ο ίδιος ο Ρίχαρντ Βάγκνερ ήδη από το 1872 ως καλλιτεχνική του έδρα και στον «πράσινο λόφο» της οποίας έκτισε το Φεστιβαλικό Μέγαρο του Μπάυρωυτ (Festspielhaus).

Από την ολοκλήρωση της κατασκευής του, το 1875, έως και σήμερα ανεβαίνουν αποκλειστικώς και ανελλιπώς -με σύντομη μόνο διακοπή μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο- οι όπερες και τα έργα τού Ριχάρδου Βάγκνερ. Ο Γερμανός πρωτοπόρος και επαναστάτης του ρομαντισμού σχεδίασε το Μέγαρο επακριβώς βάσει των επιθυμιών του, ώστε η ακουστική του χώρου να είναι η πλέον ιδανική για την εκτέλεση των έργων του.

Το «συνολικό έργο τέχνης» (Gesamtkunstwerk), όπως ονόμαζε τις όπερές του, παίρνοντας τη σκυτάλη από την αισχύλεια ελληνική τραγωδία, αποτελεί και την απάντηση του Βάγκνερ στους σύγχρονους ομότεχνούς του, που κατ’ αυτόν αναλίσκονταν σε θηριώδη λυρικά πυροτεχνήματα στερούμενα σοβαρότητας. Για το ανέβασμα, λοιπόν, των «ολοκληρωμένων» έργων οι προδιαγραφές που ζητά ο συνθέτης είναι συγκεκριμένες και μοναδικές, όπως για παράδειγμα ότι η τάφρος όπου στεγάζεται η ορχήστρα -μεταξύ σκηνής και κοινού- είναι κουκουλωμένη, ώστε να μην αποσπάται ο θεατής από κινήσεις εντός αυτής και να επικεντρώνεται ανεμπόδιστα στην παρακολούθηση του δράματος. Αυτό επηρεάζει και την ανάδυση του ορχηστρικού ήχου, που έτσι εξισορροπείται καλύτερα με τις φωνητικές συνεισφορές των σολίστ, ενώ ακόμα πιο ιδιαίτερο είναι το γεγονός ότι η τάφρος βαθαίνει, ώστε ο αρχιμουσικός να χρειάζεται να σκύψει για να επικοινωνήσει με τα χάλκινα και τα τύμπανα που βρίσκονται στην τελευταία κάτω σειρά.

Αποτέλεσμα είναι βεβαίως η ύπαρξη έντονης αντήχησης εντός του σκεπασμένου χώρου, άλλα και το γεγονός ότι ο ήχος, για παράδειγμα, των κόρνων αναδύεται πλούσιος και μεγάλος, φθάνοντας ακόμη και στις τελευταίες θέσεις τού Μεγάρου με εντυπωσιακή ευκρίνεια και ένταση. Αφού, λοιπόν, δώσαμε μία γενική εικόνα του κτιρίου, των ιδιαιτεροτήτων και της ιστορίας, ας περάσουμε στο προκείμενο, δηλαδή την πραγματική εμπειρία ζωής που είναι η ακρόαση των έργων τού Βάγκνερ στην απόλυτη αυτή μουσική Μέκκα. Σε διάστημα πέντε συνεχόμενων ημερών παρακολουθήσαμε εκεί τα εξής αριστουργήματα του Ριχάρδου Βάγκνερ: Πάρσιφαλ (8/8), Λόενγκριν (9/8), Τριστάνος και Ιζόλδη (10/8), Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης (11/8).

Αρχίζοντας από την πρώτη ημέρα, κινήσαμε από το ξενοδοχείο τη μεσημβρία της 8ης Αυγούστου για την παρθενική ανάβαση στον πράσινο λόφο και το Φεστιβαλικό Μέγαρο του Μπάυρωυτ, έχοντας βέβαια αφιχθεί στην πόλη από την προηγουμένη. Η έγκαιρη άφιξη και προετοιμασία είναι απαραίτητες, καθώς πράγματι απαιτούνται σημαντικές φυσικές και πνευματικές δυνάμεις, ώστε να αντέξει κανείς την παρακολούθηση της όλης παράστασης, που ξεκινά στις 4μ.μ. και τελειώνει μετά τις 10μ.μ. Φθάνοντας στον λόφο αρκετά νωρίτερα, μέσα από ένα υπέροχο, καταπράσινο πάρκο, συναντά κανείς στους πρόποδες τους βαγκνερόφιλους, κυρίως ενδεδυμένους με επίσημα σμόκιν (black tie), να συρρέουν προς το θρυλικό Φεστιβαλικό Μέγαρο, που μαγικά ξεπροβάλλει από τις φυλλωσιές.

Στην αυλή μοίραζαν ήδη προγράμματα, ενώ όσοι -όπως ο γράφων- είχαμε επιλέξει τα προαιρετικά γυαλιά επαυξημένης πραγματικότητας (AR) για την παρακολούθηση της παράστασης με εμπλουτισμένα σκηνικά εφέ, κατευθυνθήκαμε προς το φουαγιέ, όπου γινόταν η ειδική διαδικασία τοποθέτησης και προσαρμογής.

Όταν η ώρα έναρξης της συναυλίας καταφθάνει, αυτό γίνεται αντιληπτό από το κοινό στο προαύλιο όχι μέσω κάποιας ανακοίνωσης, αλλά από τα χάλκινα πνευστά που παραδοσιακά σαλπίζουν οι μουσικοί της ορχήστρας από τον κεντρικό εξώστη του Μεγάρου, ως ειδοποίηση, επίσης, και κατά τα διαλείμματα. Αφού βρήκαμε τη θέση μας στην πλατεία, καθίσαμε στα ξακουστά, άβολα, ξύλινα καθίσματα και προετοιμάσαμε τα ειδικά γυαλιά, που βρίσκονταν σε μία πλάγια τσέπη, μόνον στις συγκεκριμένες σειρές. Από την απόλυτη σκοτεινιά και την σιγή ξεπροβάλλει σιγά-σιγά βελούδινος ο ήχος των εγχόρδων της ορχήστρας, που υποδόρια φωτίζουν το αριστουργηματικό θέμα της εισαγωγής τού Πάρσιφαλ.

Ο συντονισμός, η εστίαση του ήχου, όσο και η θέρμη που εξέπεμπαν βιολιά και τσέλα καθήλωναν και μετέφεραν άμεσα τον ακροατή στον μαγικό βαγκνέρειο κόσμο, χάρη στην καθόλα εξαιρετική μουσική διεύθυνση τού Ισπανού Pablo Heras-Casado. Η έπαρση της αυλαίας ευθύς φανέρωσε την ιδιαίτερη σκηνοθεσία, που υπέγραψε ο Αμερικανός σκηνοθέτης Jay Scheib, τοποθετώντας την πλοκή αντί για το παλάτι του Μονσαλβάτ, σε έναν τόπο εξόρυξης σπάνιων γαιών και μεταλλευμάτων, όπου το ιερό δισκοπότηρο, το «Γκράαλ», είχε αποδοθεί ως ένας ημιδιάφανος πολύτιμος λίθος. Η μετάφραση αυτή, παρότι απέκλινε εξαιρετικά από το λιμπρέτο και τον μεταφυσικό χαρακτήρα τού έργου, δημιούργησε μολαταύτα ένα σχετικό πλαίσιο αναφοράς σε σύγχρονα και επίκαιρα ζητήματα περιβαλλοντικής συνείδησης, έμμετρης εξόρυξης του υπεδάφους, εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου από τους γηγενείς, χωρίς ωστόσο να δημιουργεί ζήτημα αισθητικής δυσαρμονίας.

Και αυτό γιατί η παραγωγή ως όλον διατηρούσε και ένα παραδοσιακό στοιχείο, με τους υπέροχους, ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Rainer Casper να φέρνουν έντονα στο νου την αντίστοιχη αφαιρετική, ατμοσφαιρική σκιαγράφηση του «Neues Bayreuth» και του Βήλαντ Βάγκνερ. Οι επιτυχείς φωτοσκιάσεις δημιουργούσαν όμορφους αντικατοπτρισμούς σε μία γούρνα, ένα ένυδρο πηγάδι, τοποθετημένο στο κέντρο της σκηνής του ορυχείου, πολύ σημαντικό για τη δημιουργία οπτικού ενδιαφέροντος, ιδίως μέσω των τεχνητών κυματισμών του νερού και της ευφάνταστης χρήσης του από τους ήρωες.

Η αντανάκλαση κυρίως προέκυπτε από έναν κυκλικό πολυέλαιο με LED, που σαν διαστημικό φωτοστέφανο αποτελούσε σημείο αναφοράς, δίνοντας μια σύμμετρη κοσμική διάσταση, σαν ιπτάμενος δίσκος ή δαμόκλειος σπάθη. Τη λίμνη περιστοίχιζε ένα θηριώδες ερπυστριοφόρο όχημα εξόρυξης, που με μία μεταλλική προβοσκίδα επικοινωνούσε με το έδαφος, που είχε φανερά τοποθετήσει η σκηνογράφος Mimi Lien, για να επιτείνει αυτήν ακριβώς την αίσθηση και το στοιχείο της «αποκάλυψης». Τέλος, τα γυαλιά επαυξημένης πραγματικότητας που δοκιμάσαμε δεν πρόσφεραν ούτε πρόσθεσαν κάτι αληθινά ουσιώδες στην ως άνω σκηνική παραγωγή, παρά παιδαριώδη τρισδιάστατα και επαναλαμβανόμενα εφέ, καθιστώντας τη χρήση τους μάλλον περιττή.

Φωνητικά και ερμηνευτικά, η διανομή των ρόλων ήταν άριστη. Για μια ακόμη φορά μας εξέπληξε ο Αυστριακός heldentenor Andreas Schager -εδώ ως ο Ιππότης Πάρσιφαλ- με το ρωμαλέο και υποβλητικό τραγούδι του, με την έντονα θεατρική σκηνική του παρουσία και τη λυρική έκφραση όπου αυτό απαιτούνταν. Είναι πράγματι εντυπωσιακό με τι σθένος, με τι πάθος και αφοσίωση επικοινωνούσε και υπογράμμιζε τον δραματικό και συνάμα ηρωικό χαρακτήρα του κεντρικού ρόλου, με τι άνεση, ακρίβεια, καθαρότητα άρθρωσης και άρτιο έλεγχο των δυναμικών κατηύθυνε τις υφολογικές αλλαγές και συναισθηματικές μεταπτώσεις της όλης δραματουργίας. Εξίσου επιτυχής υπήρξε η ανάληψη του ρόλου της Κούντρυ από τη Ρωσίδα μεσόφωνο Ekaterina Gubanova, η οποία έλαμψε στην υψηλή φωνητική περιοχή με υπέροχες εκτονώσεις και συναισθηματική φόρτιση ιδίως στους διαλόγους, όπως το αισθαντικό ντουέτο της με τον Πάρσιφαλ του Schager στη δεύτερη σκηνή της δεύτερης πράξης. Για τη σοβαρότητα της ερμηνείας και την ολοκάθαρη, συνεπέστατη φωνητική του συνεισφορά ξεχώρισε ο εξαιρετικός Γερμανός βαθύφωνος Georg Zeppenfeld ως Γκούρνεμαντς, με σταθερά και απολαυστικά μπάσα.

Τον Άμφορτας ενσάρκωσε με μεγάλη πειστικότητα ο Γερμανός βαρύτονος Michael Volle τόσο λόγω του καθηλωτικού τραγουδιού του όσο και λόγω του auctoritas που εξέπεμπε η μεγαλειώδης παρουσία του επί σκηνής. Από την άλλη, ο μπάσος Tobias Kehrer ως Τίτουρελ ανταποκρίθηκε στον ρόλο του με σπάνια ζωηρότητα και ενάργεια, ενώ ο Κλίνγκσορ του Jordan Shanahan εξέπεμψε υφολογικά την καταχθόνια, υπόγεια και ραδιούργα φύση που απαιτεί ο χαρακτήρας. Τέλος, αυτό που δίχως άλλο σφράγισε την επιτυχία του όλου μουσικού σκέλους ήταν η συμμετοχή της Χορωδίας του Φεστιβάλ του Μπάυρωυτ που με ασύλληπτη ποιότητα, ένταση και συγχρονισμό των φωνών κατάφερε όχι μόνο να πλαισιώσει ικανοποιητικά τους σολίστ, αλλά να απογειώσει και να χρωματίσει τη δραματουργία της πλοκής με ωστικό παλμό, δυναμικές φωτοσκιάσεις και ερεθιστικές κορυφώσεις, υπό τη διδασκαλία και διεύθυνση του Αυστριακού αρχιμουσικού Thomas Eitler-de Lint.

Μετά από μια τέτοια συγκλονιστική παραγωγή κατηφορίζει κανείς τον λόφο όχι μόνο απόλυτα χορτασμένος και ικανοποιημένος από την πρώτη μεγάλη μέρα, αλλά και συνειδητοποιώντας γιατί ο Πάρσιφαλ, η ύστατη πνευματική παρακαταθήκη του Βάγκνερ, απαγορευόταν μέχρι τον 20ό αιώνα να ανεβαίνει σε άλλα θέατρα πλην του Μπάυρωυτ, όπου πράγματι η τέχνη συναντά τη μαγεία…

*Ο Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος είναι κριτικός μουσικής, μέλος ΕΕΘΜΚ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα