Μπες κι εσύ σε έναν κόσμο μαγικό… στον κόσμο του μετανάστη
του Παναγιώτη Λογγινίδη Εικόνα: Πάνος Αρβανιτάκης Συνεχίζω λοιπόν με τα ταξίδια και λέω ότι τουλάχιστον σου δίνουν τον πλούτο να αποτελέσεις το διαφορετικό μέσα στην ομοιόμορφη μάζα, το ιδιαίτερο κόντρα στην πλειοψηφία και τελικά να δοκιμάσεις τις αντοχές σου και την ανοχή των άλλων. Ως που φτάνουν αυτά, που καταρρέουν, ποιος τα διαμορφώνει και άλλα […]
του Παναγιώτη Λογγινίδη Εικόνα: Πάνος Αρβανιτάκης
Συνεχίζω λοιπόν με τα ταξίδια και λέω ότι τουλάχιστον σου δίνουν τον πλούτο να αποτελέσεις το διαφορετικό μέσα στην ομοιόμορφη μάζα, το ιδιαίτερο κόντρα στην πλειοψηφία και τελικά να δοκιμάσεις τις αντοχές σου και την ανοχή των άλλων. Ως που φτάνουν αυτά, που καταρρέουν, ποιος τα διαμορφώνει και άλλα τέτοια περίεργα.
Εχθές λοιπόν διάβαζα στη Λιμπερασιόν ένα άρθρο για έναν ανήλικο Ρομά, κάπου σε ένα προάστιο του Παρισιού που συμπτωματικά λέγεται και Πόλη των Ποιητών, στο Σεν Σαν Ντενί, ο οποίος αφού θεωρήθηκε ύποπτος από κάποιους κατοίκους της περιοχής για μία κλοπή και αφού κατόπιν εορτής τον αναζήτησαν στην παραγκούπολη όπου έμενε, τον ξυλοκόπησαν μέχρι να φτάσει σχεδόν στο θάνατο και οδηγήθηκε σε κώμα στο νοσοκομείο. Τα αποτελέσματα του λεπενισμού λοιπόν άρχισαν να φαίνονται.
Η μαυρίλα και η απανθρωπιά του φασισμού απλώνεται παντού στην Ευρώπη και ανατριχιάζω στη σκέψη ότι κάποτε έτσι θα ναι η πλειοψηφία των συνανθρώπων μου αφού τέτοιοι θα μας κυβερνούν. Όπως έλεγε ο Λακάν, «δούλος αφέντης αφέντη και αφέντης δούλος δούλου». Η σχέση εξουσιάζοντα και εξουσιαζόμενου είναι ΄αμοιβαία και τα υποκείμενα πρέπει να συγχέονται για να δουλεύει σωστά αυτή η σχέση.
Σήμερα η Λιμπερασιόν δίνει συνέχεια στο περιστατικό με ολοσέλιδο αφιέρωμα. Παίρνει συνέντευξη από κατοίκους στην περιοχή που πρωτοστάτησαν στο λιντσάρισμα. «Τσιγγάνοι; Κανείς δεν τους ζήτησε να έρθουν», λέει μία Κυρία. «Είχαμε και από μόνοι μας προβλήματα και με τον ερχομό τους αυξήθηκαν τα κρούσματα κλοπών» συνεχίζει. “Αν έμεναν ήσυχοι”…προσθέτει. Μία δασκάλα απελπίζεται όταν αντιλαμβάνεται ότι οι μαθητές δε νοιάζονται για τους Ρομά. «Μέσα σε έναν κόσμο που παρακμάζει, λένε άθλια πράγματα για τους Ρομά». Η εφημερίδα, προσθέτει επίσης το γεγονός ότι ο Ρομά είναι Ρουμάνος. Άρα μετανάστης. Αυτό όπως καταλαβαίνετε αγαπητοί αναγνώστες βαρύνει ακόμα περισσότερο την ενοχή του άτυχου εφήβου στο νου ενός εθνικοφασίστα. Μπορεί να σου συγχωρέσει την κλοπή. Δε μπορεί όμως να συγχωρέσει ποτέ το γεγονός ότι είσαι μετανάστης. Ότι είσαι Ρομά και βρωμάς, επαιτείς, ζεις παρασιτικά. Η φυλακή του εθνικιστή πατριώτη, συχνά αμόρφωτου και χωρίς γνώσεις ιστορίας, είναι το μυαλό του ενώ οι Ρομά είναι ακόμα εκεί να μας υπενθυμίζουν πώς είναι να ζεις ελεύθερος, ασυμβίβαστος, έξω από νόρμες καθώς πρέπει, λάιφστάιλ και σύγχρονης υποταγής στην κατανάλωση. Θα λεγα μάλιστα ότι οι Ρομά είναι οι μόνοι στον δυτικό κόσμο με σταθερή συμπεριφορά από την εμφάνισή τους στον ευρωπαϊκό χώρο έως σήμερα. Και μάλλον μας διδάσκουν αντί να μας απειλούν. Μας διδάσκουν πώς να είμαστε απλοί, εκφραστικοί, χαρούμενοι. Πώς να κουνάμε τα χέρια μας και την ψυχή μας, στις χαρές και τις λύπες. Ωστόσο, οι κάτοικοι του παρισινού προαστίου μάλλον δεν είδαν τίποτα από όλα αυτά, ούτε καν το γεγονός ότι είναι ανήλικος και ως τέτοιος τυγχάνει ευνοϊκότερης μεταχείρισης λόγω του νεαρού της ηλικίας και αποφάσισαν να πάρουν το νόμο ή μάλλον την παρανομία στα χέρια τους. Και σήμερα λοιπόν, ντρέπομαι πάλι για την κατάντια του ανθρώπινου είδους.
Ας έρθω λοιπόν στα του οίκου μου. Πηγαίνω στο αεροδρόμιο της Τουλούζ να πετάξω για Λονδίνο. Εδώ και χρόνια πηγαινοέρχομαι στην πόλη αυτή προσπαθώντας να τελειώσω ένα διδακτορικό. Υπόθεση διόλου εύκολη. Αποφασίζω αυτή τη φορά να χρησιμοποιήσω το διαβατήριό μου. Το δρομολόγιο το έχω κάνει ουκ ολίγες φορές. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για όποιον δεν το ξέρει, δεν έχει αποδεχτεί πλήρως τη συνθήκη Σένγκεν και ως εκ τούτου οποιαδήποτε πτήση γίνεται προς αυτό, γίνεται από διαφορετικό τμήμα του αεροδρομίου, το εκτός Σένγκεν, όπου ελέγχονται οι ταυτότητες και τα διαβατήρια των επιβατών από την αστυνομία, κάτι που δε συμβαίνει εντός της Σένγκεν ζώνης. Όπως είπα και στην αρχή ταξιδεύω πολύ. Από την Ανδόρα στην Αλβανία και από τη Λευκορωσία στη Σενεγάλη. Το παρακάτω περιστατικό όμως μου έτυχε πρώτη φορά και μου έδειξε με περισσή ευκολία ότι είμαι και γω μετανάστης στο έδαφος μιας άλλης χώρας και ότι μπορώ να τύχω ρατσιστικής μεταχείρισης από τα ξένα αστυνομικά όργανα, που -όπως και να το κάνεις- η μοίρα τους δεν κατάφερε να τους δώσει τίποτα παραπάνω από μία στολή και μία ψεύτικη εξουσία, που όμως μπορεί να φάει το υποκείμενο και εν προκειμένω τον αστυνομικό, όταν δε φθάνει ο πολιτισμός του να τον ισορροπήσει μπρος στην πραγματικότητα. Στη Γαλλία τους αστυνομικούς τους θεωρούν χαζούς. Μάλιστα υπάρχει μία έκφραση που λέει ότι οι σπουδές των αστυνομικών είναι bac -3. Μπακ είναι το μπακαλορεά, το βασικό πτυχίου του λυκείου όπου από εκεί ξεκινά η πανεπιστημιακή πορεία ενός σπουδαστή και όσο προστίθεται ένας χρόνος παραπάνω σπουδών (μεταπτυχιακό, διδακτορικό κλπ) τόσο το μπακ παίρνει +1, +2, +3. Φανταστείτε λοιπόν ότι για τους αστυνομικούς, όχι μόνο δεν προστίθεται αλλά αφαιρείται κιόλας κατατάσσοντάς τους η γαλλική κοινωνία στους πλέον αμόρφωτους πολίτες. Αυτά για αρχή.
Αφού λοιπόν πέρασα τους ελέγχους των αποσκευών, κατευθύνομαι στο ειδικό τμήμα των εκτός Σένγκεν πτήσεων του αεροδρομίου της Τουλούζης και δίνω το διαβατήριό μου στον αστυνομικό. Αφού λοιπόν το ανοίγει και βλέπει διάφορες βίζες και σφραγίδες, το περνάει από το ειδικό μηχάνημα σκαναρίσματος. Και ενώ περιμένω να μου το επιστρέψει και να μου ευχηθεί καλό ταξίδι, αντ’αυτού μου λέει πηγαίνετε πίσω από το κουβούκλιο και περιμένετε. Εγώ αναρωτιέμαι εάν το είπε σε εμένα, γιατί κάτι τέτοιο πρώτη φορά μου συμβαίνει. Αφού λοιπόν πάω δειλά δειλά και με απορία πίσω από την καμπίνα του αστυνομικού, περιμένω να το σκανάρει και να μου το δώσει. Έλα όμως που η πόρτα της καμπίνας δεν ανοίγει ποτέ. Αφού λοιπόν την ανοίγω εγώ, του λέω ευγενικά,
-Σας παρακαλώ δώστε μου το διαβατήριό μου να προχωρήσω στην αίθουσα. Αυτός μου επαναλαμβάνει κοφτά, -Σας παρακαλώ περιμένετε. Πρέπει να το ελέγξω. -Μα του λέω, το ελέγξατε. -Όχι μου λέει έχει πρόβλημα. -Τι πρόβλημα του λέω; -Έχει πρόβλημα γιατί είναι ελληνικό. -Μα τι λέτε, του λέω, είναι εν ισχύ και έχει εκδοθεί από την ελληνική αστυνομία. -Ναι μου λέει, αλλά πρέπει να ελεγχθεί παραπάνω γιατί είναι ελληνικό.
Αρχίζω λοιπόν κάπου εκεί να εκνευρίζομαι και να του λέω ότι αυτό που κάνει είναι παράνομο και θα τον καταγγείλω. Δε μπορεί μόνο το γεγονός ότι είμαι Έλληνας και έχω ελληνικό διαβατήριο να προκαλεί σε εμένα διάκριση στον έλεγχό μου. Του είπα ότι είμαι δικηγόρος και υπ. Διδάκτωρ ευρωπαϊκού διακαίου. Ότι η Ελλάδα είναι μέλος της ζώνης Σένγκεν και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζεται όμοια όπως και η Γαλλία αλλά και όλες οι υπόλοιπες χώρες μέλη της Σένγκεν. Ότι κάνει διάκριση σε βάρος μου και αυτό είναι απαράδεκτο και δεν το ανέχομαι από έναν άσχετο.
Αυτός άρχισε να εκνευρίζεται και να μου μιλάει στον ενικό. Μου λεγε μην αγγίζεις την καμπίνα. Άρχισα να τον μειώνω, με εκφράσεις «είστε τιποτένιος και κάνετε ότι σας κατέβει στο κεφάλι» να δω που θα φτάσει. Του είπα ότι παραβιάζεται το ευρωπαϊκό δίκαιο και είστε παράνομος. Για να δικαιολογήσει την ενέργειά του και ότι δεν είναι ρατσιστής, μου ‘πε ότι επειδή είναι ελληνικό το ερευνούμε σε βάθος. Το πιο αστείο βέβαια είναι ότι χρησιμοποίησε ένα άκρως ρατσιστικό σχόλιο για να αποδείξει ότι δεν είναι ρατσιστής. Μου λέει: ορίστε, μόλις άφησα έναν μαύρο να περάσει, επειδή είχε γαλλικό διαβατήριο.
-Έναν μαύρο; Τον ρώτησα όλο απορία.
Μετά από είκοσι λεπτά και αφού δεν έμαθα το λόγο, ήρθε ένας συνάδελφός του με κάτι κιάλια, ειδικά να ελέγχουν πλαστότητα διαβατηρίων. Άρχισα να του λέω ότι αυτό που κάνουν είναι παράνομο και θα κάνω παράπονα στον προϊστάμενό τους. Αυτός με τη σειρά του μου είπε ότι υπάρχουν πολλές κλοπές διαβατηρίων στην Ελλάδα και υπάρχει πρόβλημα πανευρωπαϊκά. Άρχισα να του εξηγώ ότι κλοπές υπάρχουν παντού αλλά μόνο εμένα ελέγξατε. Μάλιστα, συνέχισα, το κόλπο γκρόσο της απατεωνιάς συμβαίνει στις μεγάλες χώρες και σε αυτές θα πρέπει να εστιάσουν. Άρχισε να μου λέει ότι πιάσανε επιβάτες με πλαστά διαβατήρια. Τον ρώτησα αν εννοεί ελληνικά. Μου είπε όχι. Βέβαια άλλο το πλαστό διαβατήριο και άλλο τον κλαπέν. Αποτελούν δύο διαφορετικά ποινικά αδικήματα και μπορείς να χρησιμοποιήσεις το κλαπέν χωρίς να το πλαστοποιήσεις. Τα ‘χαν χαμένα. Άρχισε να μου ζητάει να συγχωρέσω τον συνάδελφό του αλλά είναι το τέλος της ημέρας και είναι κουρασμένος.
-Τι με νοιάζει κύριέ μου. Με έχετε εδώ 20 λεπτά επειδή είμαι Έλληνας, με έχετε προσβάλλει θεωρώντας με εκ των προτέρων ύποπτο επειδή είμαι Έλληνας και έχω γίνει και ρεζίλι στους άλλους συνεπιβάτες που χωρίς να ξέρουν τι συμβαίνει βλέπουν όλη αυτή τη φάση και θα με θεωρούν μπαγαπόντη, απατεωνίσκο και μαφιόζο. Και όλα αυτά επειδή είμαι Έλληνας, διαφορετικός, νότιος. Είναι εντυπωσιακό πάντως πώς ο καθένας βγάζει το μικρό ή το μεγάλο ρατσιστή που κρύβει μέσα του με την πρώτη ευκαιρία. Ντρέπομαι για το ανθρώπινο είδος.
Τα πράγματα λοιπόν αρχίζουν και ζορίζουν στην Ευρώπη. Η Ευρώπη φρούριο, όπως αποκαλείται πανευρωπαϊκά, αρχίζει να υψώνει τείχη και εντός των ίδιων των πολιτών της. Η φοβικότητα παίρνει έδαφος και κυριαρχεί της αλληλεγγύης κα ι της λογικής. Φεύγοντας του είπα ότι έχετε γίνει ρατσιστές και συντηρητικοί, αφού ψηφίσατε μέχρι και τη Λεπέν. Έσκασε ένα χαμόγελο, χωρίς να μου αποκαλύψει τι ψήφισε. Εσείς τι πιστεύετε;
Κλείνω λοιπόν με τη διαπίστωση των ηρώων της «Ξενία», της νέας ταινίας του Κούτρα που είδα στην Τουλούζη και αφορά σε δύο αλβανικής καταγωγής παιδιά, που γεννήθηκαν εδώ, μεγάλωσαν εδώ, αυτή είναι η ταυτότητα τους και η πραγματικότητα τους, όποια είναι και για μένα και όμως δεν καταφέρνουν πια να παραμείνουν στον τόπο τους αφού δεν ανανέωσαν την άδεια παραμονής τους. Μπορεί η ταινία να είναι φτωχή όσον αφορά στο στίγμα του οιδιποδείου που προσπαθεί να αγγίξει, είναι όμως χαρακτηριστική στο πως μεταχειρίζεται τον ψυχισμό του μετανάστη, του συνεχώς κυνηγημένου, του άτυχου. Το πιο σπουδαίο της ταινίας είναι ότι γίνεσαι και συ μετανάστης που σε κυνηγάνε αφού τόσο πολύ δε διαφέρεις με τους δύο ήρωες στην καθημερινότητά τους ώστε καταλαβαίνεις την αδικία που υφίστανται από την κατ’επίφαση ανθρωποκεντρική διοίκηση και τη συντηρητική και εθνικοκεντρική πολιτική των κρατών εθνών. Όπως λέει και ο βασικός ήρωας, “οι μετανάστες πουθενά δεν είναι στο σπίτι τους”. Ή μήπως είναι παντού;