«Να γλυτώσει το παιδί για να υπάρχει ελπίδα»
Πρώτα κάναμε μια κοινωνία αρένα και μετά ανησυχούμε για τα λιοντάρια που επιτρέψαμε να γεννιούνται μέσα στην αρένα
Πήρα αφορμή από ένα εξαιρετικό δημοσιογραφικά άρθρο στο πολύ επιδραστικό έντυπο σας που αφορά στη νεότητα της Θεσσαλονίκης και στο τόπο όπου συναντιέται τα βράδια του Σαββάτου στην Πλατεία Αριστοτέλους και έγραψα τους παρακάτω προβληματισμούς σχετικά με την ενδεχόμενη έλλειψη ενσυναίσθησης που πολύ συχνά χαρακτηρίζει, όλες και όλους εμάς που επιχειρούμε να συμμετέχουμε στο διάλογο για την εντεινόμενη νεανική επιθετικότητα, η οποία δεν είμαι σίγουρος πως είναι καινούργιο κοινωνικό φαινόμενο. Από τα αρχαία χρόνια η νεότητα υπήρξε αντισυμβατική, επιθετική και καταλύτης αλλαγών πολλές από τι οποίες δεν ήταν πάντα ενάρετες.
Το πολύ καλό άρθρο που με ενέπνευσε έχει τίτλο “Τα βράδια κυριαρχεί μια μαυρίλα στην Πλατεία Αριστοτέλους” και υπότιτλο “Οι μαυροφορεμένες αγέλες ανηλίκων και η βία χωρίς σταματημό” και προφανώς βασίζεται στα γεγονότα του προηγούμενου διαστήματος όπου η Πλατεία Αριστοτέλους αποτέλεσε τη σκηνογραφία ενός περιστατικού όπου ο νεανικός όχλος αποδοκίμασε την ορατότητα του “διαφορετικού” καθώς και ενός επεισοδίου νεανικού (πιθανά οπαδικού) ξυλοδαρμού. Περιγράφει με μελανά χρώματα τις εικόνες και τις ντύνει με ενδεχόμενες συμπεριφορές του νεανικού “μαυροντιμένου” όχλου που “αράζει” τα Σαββατόβραδα στην Πλατεία. Το ρεπορτάζ περιγράφει μια νεολαία βουτηγμένη στο μίσος και την παραβατικότητα και καταλήγει με δηλώσεις εργαζομένων και καταστηματαρχών της πλατείας που προβληματίζονται για τις εικόνες αυτές. Πρόκειται για μια ακόμη προσπάθεια να αναδειχθεί ένα ζήτημα που αφορά στον ανθό της ελληνικής κοινωνίας τη νεότητα της για την οποία και εγώ έχω πολλές φορές προβληματιστεί.
Για να πάρω τη σκυτάλη από το εν λόγω άρθρο, θα τονίσω πως η ακαδημαϊκή μου ιδιότητα, με φέρνει σε τακτική και καθημερινή επαφή με το μέρος της νεότητας που κατάφερε να περάσει, μετά από μεγάλο αγώνα, στο πανεπιστήμιο. Όμως, γνωρίζουμε πως στη Πλατεία Αριστοτέλους δεν συχνάζουν κυρίως φοιτητές αλλά έφηβοι από όλες τις γειτονιές της πόλης (δύση και ανατολή). Πολλοί και πολλές από αυτούς και αυτές θα γίνουν μέρος αυτή της μεγάλη μερίδας νέων της χώρας μας που στα αγγλικά ονομάζονται ΝΕΕΤ από τα αρχικά των λέξεων Non Employed, Non Educated, Non Trained, δηλαδή νέοι που δεν εργάζονται, δεν σπουδάζουν ή δεν παρακολουθούν κάποια κατάρτιση.
Από το 2010 και μετά το ποσοστό αυτού του κομματιού της νεολαίας έχει αυξηθεί δραματικά και δεν υπάρχει κανένα πρόγραμμα, καμμιά μέριμνα, καμμιά πρωτοβουλία για να θεραπευτεί αυτός ο αποκλεισμός. Αν τα παιδιά των λαϊκών γειτονιών είχαν μια διαφορετική προοπτική συμπερίληψης ίσως να ήταν λιγότερο επιθετικά. Τα κροκοδείλια δάκρυα των υπευθύνων που χαράσσουν πολιτικές για την νεανική παραβατικότητα και οι πρωτοβουλίες για την πάταξη της, αφορούν στα αποτελέσματα και όχι στις αιτίες του κοινωνικού φαινομένου. Αν χτυπούσαμε τις αιτίες τότε θα έπρεπε να ξοδευτούν χρήματα για κοινωνικές πολιτικές, να προσλάβουμε ειδικούς εκπαιδευτικούς και να επιμορφώσουμε του υπάρχοντες και κυρίως να δοθούν αυξήσεις στους γονιούς για να έχουν μια ισορροπημένη προσωπική και οικογενειακή ζωή που θα διαμόρφωνε άλλες προτεραιότητες στους νέους και τις νέες και σίγουρα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
Με άλλα λόγια πρώτα κάναμε μια κοινωνία αρένα και μετά ανησυχούμε για τα λιοντάρια που επιτρέψαμε να γεννιούνται μέσα στην αρένα, αν οι γονείς είναι (σύμφωνα με την πυραμίδα του Μασλοου) στην επιβιωτική στάθμη, αν τρέχουν για ένα κομμάτι ψωμί τότε και τα παιδιά θα ακολουθήσουν το δρόμο της επιβίωσης που σε θέλει «αγρίμι» για να επιβιώσεις. Προφανώς δεν θέλω να δικαιολογήσω για κανένα λόγο τις όποιες παραβατικές συμπεριφορές απλά θέλω να τονίσω πως δημιουργήσαμε μια ταξική κοινωνία που έχει αποκλεισμένους και περιθώριο και αυτό έγινε μέσα σε μια 15ετία κρίσης, δεν έγινε τώρα. Ξεκίνησε να δημιουργείτε όταν αυτά τα παιδιά ήταν αγέννητα και μεγαλώσανε μέσα σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση.
Ένα ακόμη στοιχείο που θέλω να προσθέσω στη συζήτηση είναι και το ζήτημα των δημόσιων χώρων και κυρίως των πεζοδρομίων και των Πλατειών. Στη δική μου κατανόηση οι δημόσιοι χώροι δεν μπορεί να είναι μόνο πεδίο οργανωμένης εστίασης, δεν μπορεί οι πολίτες, όποιας ηλικίας και αν είναι να αντιμετωπίζονται ως παρείσακτοι και να δίνεται προτεραιότητα στα καθίσματα και τα τραπέζια. Σε μια πόλη που δεν έχει πάρκα και ελεύθερους χώρους και όπου ένας καφές κοστίζει 4.5 ευρώ και ένα κοκτέιλ 10 ευρώ προφανώς τα παιδιά που έχουν 2-3 ευρώ στη τσέπη τους θα αγοράσουν ένα ενεργειακό ποτό από το περίπτερο και θα το πιούνε στην πλατεία ή στο λιμάνι και αυτό δεν είναι κακό. Ο δημόσιοι χώροι (πλατείες, πεζοδρόμια, παραλίες) πρέπει να παραμείνουν ελεύθεροι και όχι πολιορκημένοι ή κατειλημμένοι.
Κλείνω με το ζήτημα των διακρίσεων λόγω ηλικίας (agism) που θέλουν μεγάλη προσοχή γιατί αν και είναι αντισυνταγματικές τις συναντάμε παντού και στη χώρα μας. Όπως υπάρχουν υπερήλικες που αντιμετωπίζουν αποκλεισμούς λόγω της μεγάλης τους ηλικίας (π.χ. σε καφετέριες), υπάρχουν και νέοι τους οποίους πολύ συχνά περιθωριοποιούμε της στερεοτυπικής τους αντιμετώπισης ως παραβατικά στοιχεία.
Σε κάθε περίπτωση ας θυμηθούμε τον στίχο του Λευτέρη Παπαδόπουλου που τραγούδησε ο Παύλος Σιδηρόπουλος σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μιας δεκαετίας που καθορίστηκε από τη νεότητα που έως τότε είχε αντιμετωπιστεί με τους απαξιωτικούς όρου «Ντέτυ Μπόιδες, Γιεγιέδες και Φρικιά» : «Υπερασπίσου το παιδί γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα».